“Εκφράζουμε την απογοήτευσή μας για το άστοχο και αποτυχημένο αυτό κείμενο. Από μια επιστημονική ομάδα καθηγητών Θεολογικής Σχολής ειλικρινά εκείνο που περιμέναμε, ήταν να τοποθετηθεί εκ νέου πάνω στα προσυνοδικά κείμενα, αφού για τα κείμενα αυτά έγινε τόσος πολύς θόρυβος, ακούσθηκαν τόσα πολλά αρνητικά σχόλια, και έγιναν τόσες πολλές δημοσιεύσεις” αναφέρει μεταξύ άλλων σε ανακοίνωσή του το Γραφείο επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών της Ι.Μ. Πειραιώς. Αναλυτικά:
Θύελλα αντιδράσεων, διαμαρτυριών και πολλών αρνητικών σχολίων δημιουργήθηκε από πολλούς αρχιερείς, κληρικούς, ακαδημαϊκούς Θεολόγους και λαϊκούς, ακόμη και από ορισμένους προκαθημένους μετά τις αποφάσεις πέντε τοπικών εκκλησιών, της Βουλγαρίας, της Γεωργίας, της Σερβίας του Πατριαρχείου της Αντιοχείας, και προσφάτως και της Ρωσίας, ότι δεν θα συμμετάσχουν στην προσεχή Σύνοδο της Κρήτης. ΄Εντονη υπήρξε και η αντίδραση των καθηγητών του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ. οι οποίοι, δημοσίευσαν ψήφισμα, στο οποίο εκφράζουν την κάθετη διαφωνία τους με αφορμή τις εν λόγω αποχωρήσεις.
Ωστόσο η αντίδραση των καθηγητών αυτών δεν δικαιολογείται, διότι οι αποχωρήσεις των εν λόγω τοπικών εκκλησιών δεν έγιναν άνευ λόγου και χωρίς να προηγηθούν συνοδικές αποφάσεις. Οι ως άνω δηλαδή τοπικές εκκλησίες μετά από συνοδική μελέτη των προσυνοδικών κειμένων διαπίστωσαν κενά, ασάφειες, αντιφατικές και διφορούμενες εκφράσεις και κακόδοξες διατυπώσεις. Και πολύ ορθά στη συνέχεια αναθεώρησαν την στάση τους και ζήτησαν να αναβληθεί η Σύνοδος της Κρήτης προκειμένου να γίνουν οι αναγκαίες διορθώσεις. Σημαντικό δε και καταλυτικό ρόλο στην αναθεώρηση αυτής της στάσεως έπαιξε η Θεολογική – Επιστημονική Ημερίδα που έγινε στον Πειραιά τον περασμένο Μάρτιο, διότι η εν λόγω Ημερίδα είχε πανορθόδοξη απήχηση. Έγινε γνωστή και στα άλλα Πατριαρχεία και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, οι δε εισηγήσεις των ομιλητών και τα πορίσματα δημοσιεύθηκαν στα ΜΜΕ. Όπως δε ήταν επόμενο από την μελέτη των ανακοινωθέντων εισηγήσεων, προέκυψε έντονος προβληματισμός σε πανορθόδοξο επίπεδο.
Το ψήφισμα των καθηγητών αρχίζει με την επισήμανση ότι υφίσταται ένα «ανησυχητικό κλίμα προ της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», και στη συνέχεια αναφέρει: «Οι Σύνοδοι από την Α΄ Αποστολική και εφεξής συγκαλούνται, όταν προκύπτουν σοβαρά προβλήματα για τη ζωή της Εκκλησίας και τη μαρτυρία της στον κόσμο, τα οποία λύνονται με συνοδικές εργασίες και αποφάσεις».
Ο κύριος λόγος της συγκλήσεως των αγίων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, όπως μαρτυρεί η εκκλησιαστική ιστορία, ήταν η εμφάνιση των αιρέσεων στη ζωή της Εκκλησίας και η καταπολέμηση αυτών «με συνοδικές εργασίες και αποφάσεις». Σήμερα το κατ’ εξοχήν μεγάλο πρόβλημα, το πανπρόβλημα, που απειλεί την εκκλησία είναι ο Οικουμενισμός. Ο πρώτος λοιπόν και κύριος σκοπός της συγκλήσεως της εν λόγω Συνόδου θα έπρεπε να ήταν η καταδίκη του Οικουμενισμού και στη συνέχεια όλων των άλλων συγχρόνων αιρέσεων. Κάτι τέτοιο όμως δεν φαίνεται από τα προσυνοδικά κείμενα. Το κείμενο με τίτλο: «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» είναι έτσι διατυπωμένο, ώστε να νομιμοποιείται αντί να καταδικάζεται η παναίρεση. Πουθενά δεν χαρακτηρίζονται ως «αιρέσεις» οι κατεγνωσμένες σύγχρονες αιρετικές κοινότητες, αλλά το αντίθετο: χαρακτηρίζονται ως «εκκλησίες»!
Παρά κάτω αναφέρει: «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, ύστερα από μακροχρόνια διαδικασία, αποφασίστηκε να συγκληθεί από την ολομέλεια των Ορθοδόξων Εκκλησιών στις Συνάξεις Φαναρίου 2014 και Σαμπεζύ 2016». Η απόφαση της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ελήφθη από τις Συνάξεις των Προκαθημένων,(το 2014 και το 2016), και όχι από την ολομέλεια των Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως λανθασμένα διατυπώνεται στο κείμενο, διότι προφανώς οι Προκαθήμενοι δεν αποτελούν την ολομέλεια των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Παρά κάτω αναφέρει: «Οι πρόσφατες παλινωδίες και αρνητικές δηλώσεις προσβάλλουν την ανεκτίμητη συνοδικότητα και απειλούν την πολυτίμητη ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών». Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε «παλινωδίες και αρνητικές δηλώσεις» των Προκαθημένων, αλλά Συνοδικές αποφάσεις τοπικών Εκκλησιών. Συνοδικές αποφάσεις που ελήφθησαν μετά από μελέτη των προσυνοδικών κειμένων, από την οποία μελέτη διαπιστώθηκαν κενά, αντιφάσεις, κακόδοξες διατυπώσεις κλπ. Και όπως ήταν πολύ φυσικό, μετά από όλες αυτές τις διαπιστώσεις, οι εν λόγω πέντε τοπικές Εκκλησίες, ζήτησαν την αναβολή της προσεχούς Συνόδου, μέχρι να γίνουν οι αναγκαίες διορθώσεις στα κείμενα. Η ενεργοποίηση λοιπόν των συνοδικών διεργασιών από τις κατά τόπους Εκκλησίες αποτελεί προσβολή στην «ανεκτίμητη συνοδικότητα», η κατάφαση και καταξίωση του συνοδικού θεσμού; Δεν αποτελεί η Σύνοδος της Ιεραρχίας, (και όχι ο Προκαθήμενος αυτής), το ανώτατο όργανο διοικήσεως της κάθε τοπικής Εκκλησίας, σύμφωνα με την Ορθόδοξη παράδοση;
Η κάθε Εκκλησία αποφαίνεται εν Συνόδω και εκφράζεται δια της Συνόδου, χωρίς να δεσμεύεται από τις όποιες αποφάσεις, τις οποίες έλαβαν οι προκαθήμενοι στις παρά πάνω μνημονευθείσες Συνάξεις του 2014 και του 2016. Έπρεπε λοιπόν οι καθηγητές να χαρούν για το γεγονός αυτό της ενεργοποιήσεως των συνοδικών διαδικασιών και της εν Συνόδω εκφράσεως των ως άνω τοπικών Εκκλησιών επί των προσυνοδικών κειμένων και όχι να ομιλούν για δήθεν προσβολή στην «ανεκτίμητη συνοδικότητα», ούτε βεβαίως για απειλή της «πολυτίμητης ενότητας των Ορθοδόξων Εκκλησιών».
Παρά κάτω αναφέρουν: «Η σύγκληση της Συνόδου αποφασίστηκε από Σύναξη Προκαθημένων και μόνον από Σύναξη Προκαθημένων μπορεί ν’ αποφασιστεί η ακύρωσή της». Ρωτάμε: Η Σύναξη των Προκαθημένων αποτελεί Σύνοδο και νομιμοποιείται να λειτουργεί ως Σύνοδος; Κατ’ αρχήν ο θεσμός των Συνάξεων των Προκαθημένων είναι ένας καινοφανής θεσμός, άγνωστός στη Συνοδική Παράδοση της Εκκλησίας μας, που επινοήθηκε από τον νυν Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο. Από πότε λοιπόν και επί τη βάσει ποιών Ιερών Κανόνων δικαιούνται οι Προκαθήμενοι να αποφασίζουν για την σύγκληση, η την ακύρωση Πανορθοδόξων Συνόδων, ερήμην της συμφώνου γνώμης των Ιεραρχιών, των οποίων προΐσταται έκαστος εξ’ αυτών; Δικαιούνται οι Προκαθήμενοι να αθετούν τον 34ο Αποστολικό Κανόνα, ο οποίος προβλέπει: «μηδέ εκείνος (ο Πρώτος κάθε Τοπικής Συνόδου) άνευ της πάντων γνώμης, (της γνώμης δηλαδή των ιεραρχών των οποίων προΐσταται), ποιείτω τι»;
Πέραν τούτου ρωτάμε: Δικαιούται ο Οικουμενικός Πατριάρχης και η περί αυτόν Σύνοδος να επιμένουν στη σύγκληση της προσεχούς συνόδου της Κρήτης παρά την ρητή άρνηση πέντε τοπικών Εκκλησιών να μην συμμετάσχουν, διότι με αιτιολογημένες δηλώσεις των θεωρούν αναγκαία την αναβολή της; Η Σύναξη των Προκαθημένων το 2014 επιβεβαίωσε: «Άπασαι αι αποφάσεις, κατά τε την Σύνοδον και κατά το προπαρασκευαστικόν αυτής στάδιον, λαμβάνονται καθ’ὁμοφωνίαν» (αρθ. 2α). Η ίδια αρχή κατοχυρώθηκε στον Κανονισμό Οργανώσεως και Λειτουργίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, τον οποίο εκπόνησε η Σύναξη των Προκαθημένων τον Ιανουάριο του 2016. Ο εν λόγω Κανονισμός μεταξύ άλλων προβλέπει ότι η Σύνοδος «συγκαλείται υπό της Α. Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου, συμφρονούντων και των Μακαριωτάτων Προκαθημένων πασών των υπό πάντων ανεγνωρισμένων κατά τόπους αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών» (αρθ.1).
Ώστε λοιπόν τώρα που διανύουμε «το προπαρασκευαστικόν αυτής [της προσεχούς Συνόδου] στάδιον», κατά το οποίον δεν υπάρχει «ομοφωνία» των Προκαθημένων, αλλά πέντε εξ’ αυτών ζητούν την αναβολή της και επί πλέον δεν υφίσταται ο όρος: «συμφρονούντων και των Μακαριωτάτων Προκαθημένων», δεν δικαιούται (βάσει του ως άνω Κανονισμού), ούτε ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ούτε όλες μαζί οι υπόλοιπες τοπικές Εκκλησίες να συγκροτήσουν την προσεχή Σύνοδο, αν θέλουν βέβαια να είναι συνεπείς με τον Κανονισμό.
Παρά κάτω αναφέρουν: «Οι παρατηρήσεις και προτάσεις των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών στα προς επικύρωση κείμενα από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο δεν αποτρέπουν τη σύγκλησή της. Αντιθέτως την καθιστούν επιτακτική, προκειμένου εν Συνόδω να συζητηθούν λύσεις, διευκολύνοντας τον ενδορθόδοξο διάλογο». Οι παρά πάνω πέντε Εκκλησίες δεν ζήτησαν την ακύρωση της προσεχούς συνόδου, αλλά την αναβολή της. Επομένως είναι μεν ορθό ότι «οι παρατηρήσεις …. δεν αποτρέπουν τη σύγκλησή της», επιτρέπουν όμως την αναβολή της. Και με βάση τον ως άνω Κανονισμό υποχρεούνται οι υπόλοιπες τοπικές Εκκλησίες να σεβαστούν την γνώμη των πέντε και να αναβάλουν την σύγκλησή της.
Παρά κάτω απευθύνουν έκκληση «προς τους Ορθοδόξους πνευματικούς ηγέτες να συνειδητοποιήσουν την ευθύνη τους για την υποτίμηση της συνοδικότητας και την υπονόμευση της ενότητας των Ορθοδόξων Εκκλησιών». Κατ’ αρχήν η «έκκληση» δεν θα έπρεπε να απευθύνεται μόνον προς τους Προκαθημένους, αλλά και προς όλες τις Ιεραρχίες, των οποίων αυτοί προΐστανται. Διότι όλοι οι Ιεράρχες και όχι μόνον οι Προκαθήμενοι, φέρουν «ευθύνη» για την συγκρότηση και επιτυχή έκβαση της προσεχούς Συνόδου. Έτσι όπως εκφράζονται, παραμερίζοντας τον ρόλο και την ευθύνη του σώματος της Ιεραρχίας εκάστης τοπικής Εκκλησίας, αυτοί οι ίδιοι υποτιμούν την Συνοδικότητα και όχι οι προκαθήμενοι.
Η ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών υπονομεύεται, όταν υπονομεύεται η αλήθεια της πίστεως. Και η αλήθεια της πίστεως υπονομεύεται, όταν τα προς ψήφιση προσυνοδικά κείμενα περιέχουν κακόδοξες και αντιφατικές διατυπώσεις. Αν τα προς ψήφιση προσυνοδικά κείμενα είχαν θεολογική πληρότητα, ορθότητα και σαφήνεια και δεν περιείχαν κακόδοξες διατυπώσεις, θα είχαν καθολική αποδοχή και δεν θα υπήρχαν αντιδράσεις και διαφωνίες, ούτε θα υπήρχε ανάγκη αναβολής της προσεχούς Συνόδου. Επομένως στα ίδια τα κείμενα θα πρέπει να αναζητήσουν οι καθηγητές την υπονόμευση της ενότητος και όχι στους προκαθημένους.
Πέραν τούτου όταν ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, μόνος αυτός στηλίτευε την περί τον αρειανό «αρχιεπίσκοπο» Κωνσταντινουπόλεως Δημόφιλο «ιερά» Σύνοδο, υπονόμευε την ενότητα της Εκκλησίας; Όταν οι αγιορείτες πατέρες δεν δέχτηκαν σε εκκλησιαστική κοινωνία τους λατινόφρονες ουνίτες του προδότη Πατριάρχη Ιωάννου Βέκκου και θυσίασαν τη ζωή τους γι’ αυτή την εμμονή τους, υπονόμευαν την ενότητα της Εκκλησίας; Όταν ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός είχε εναντιωθεί μέχρις εσχάτων στην ληστρική ψευδοσύνοδο Φεράρας – Φλωρεντίας υπονόμευε την ενότητα της Εκκλησίας; Όταν ο νεοφανής Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ασκούσε δριμύτατη κριτική, σε επιστολή του προς την Ιεραρχία του Πατριαρχείου Σερβίας, σχετικά με τη σύγκληση αυτής της Μεγάλης Συνόδου, υπονόμευε την ενότητα της Εκκλησίας;
Παρά κάτω αναφέρει ότι «το consensus ουδόλως νομιμοποιεί ακύρωση Συνόδου που έχει ήδη αποφασισθεί, χρησιμοποιώντας τη τακτική της μεθοδευμένης αποχής από τις εργασίες». Το consensus μπορεί να μην νομιμοποιεί την ακύρωση της Συνόδου νομιμοποιεί όμως την αναβολή της. Η αναβολή αυτή ούτε την ενότητα της εκκλησίας υπονομεύει, ούτε «συγκεχυμένη εικόνα της Ορθοδοξίας» δίδει, ούτε «κλονισμό του πνευματικού κύρους της» προξενεί, ούτε «διασπαστικές ενέργειες εθνοφυλετικού χαρακτήρα» δημιουργεί. Αλήθεια, που βλέπουν εθνοφυλετισμό οι καθηγητές στις παρατηρήσεις των πέντε εκκλησιών επί των προσυνοδικών κειμένων;
Τέλος το κείμενο καταλήγει: «Η τακτική ‘αποφασίσαμε να πάμε, αλλά τελικά δεν πάμε και έτσι τραυματίζουμε το κύρος της’ υποδηλώνει ατομικές αποσχιστικές σκοπιμότητες, εγκλωβισμό στον εαυτό μας και άρνηση της αποστολής της Εκκλησίας να ευαγγελίζεται την ειρήνη εις τους εγγύς και εις τους μακράν έως εσχάτου της γης». Οι πέντε τοπικές Εκκλησίες δεν αποφάσισαν να μην πάνε επειδή έτσι «τους κάπνισε», αλλ’ επειδή τα προσυνοδικά κείμενα πάσχουν σοβαρότατα, όπως εξηγήσαμε προηγουμένως. Αυτά τα ίδια τα κείμενα, επειδή τραυματίζουν, η μάλλον ακυρώνουν, την αλήθεια της πίστεως, στη συνέχεια «τραυματίζουν» και το κύρος της Εκκλησίας. Πως δικαιολογείται να τρομάζουν οι καθηγητές από την μη συμμετοχή πέντε Εκκλησιών και να μην τρομάζουν από τον κίνδυνο νοθεύσεως της πίστεως, από τον κίνδυνο να καταντήσει η προσεχής Σύνοδος σε μια ψευδοσύνοδο;
Κλείνοντας το σχόλιό μας, εκφράζουμε την απογοήτευσή μας για το άστοχο και αποτυχημένο αυτό κείμενο. Από μια επιστημονική ομάδα καθηγητών Θεολογικής Σχολής ειλικρινά εκείνο που περιμέναμε, ήταν να τοποθετηθεί εκ νέου πάνω στα προσυνοδικά κείμενα, αφού για τα κείμενα αυτά έγινε τόσος πολύς θόρυβος, ακούσθηκαν τόσα πολλά αρνητικά σχόλια, και έγιναν τόσες πολλές δημοσιεύσεις. Επίσης να τοποθετηθεί πάνω στις εισηγήσεις της Ημερίδος που έγινε στον Πειραιά τον περασμένο Μάρτιο και, η να τις αποδεχθεί, η να τις απορρίψει με υπεύθυνο θεολογικό λόγο ερειδόμενο πάνω στην αγία Γραφή και την Κανονική και Πατερική μας Παράδοση. Έτσι μόνον θα καταξιωνόταν στη συνείδηση του πιστού λαού του Θεού ως αληθινοί θεολόγοι, συνεχιστές των μεγάλων και οικουμενικών διδασκάλων της Εκκλησίας μας και «επόμενοι τοις αγίοις Πατράσι» και όχι ως θιασώτες μιας αμφιλεγόμενης Συνόδου με οικουμενιστικές προδιαγραφές και προοπτικές.