Η Εκκλησία ως γνωστό, είναι ό μόνος χώρος μέσα στον όποιο πραγματώνεται το Μυστήριο της λυτρώσεώς μας.
Είναι το ζωντανό Σώμα του Χριστού, όπου γίνεται ή συνάντηση ημών των αμαρτωλών με τον Σωτήρα και λυτρωτή μας και ημείς οι Μοναχοί, ως μέλη αυτού του Σώματος, όλη την ζωή μας, ψυχή και σώματι, την ενσωματώσαμε ισόβια στον χώρο αυτό εργαζόμενοι την σωτηρία μας.
Η ενσωμάτωση μας στην Εκκλησία διασφαλίζει όλα τα υπόλοιπα έργα μας. Ούτε η άσκηση, ούτε η προσευχή, ούτε ο πνευματικός μας αγώνας, ούτε και αυτό το μαρτύριο, χωρίς την εκκλησιαστικοποίησή μας, δεν προσφέρουν σωτηρία.
Λέγοντας εκκλησιασακοποίηση, εννοώ την ενσωμάτωση στο Σώμα του Χριστού και την συνειδητοποίηση ότι ό καθένας μας είναι σε ζωντανή σύνδεση με τα άλλα μέλη, που απαρτίζουν το Σώμα του Χριστού, άρα και με την κεφαλή αυτού του Σώματος, τον Χριστό. Η βασική δύναμη που συνδέει τα μέλη με τον Χριστό και μεταξύ τους είναι η κοινωνία της αγάπης. Η αγάπη δεν είναι, σύμφωνα με το δωδέκατο κεφάλαιο της Α’ προς Κορινθίους επιστολής του Αποστόλου Παύλου, μια απλή αρετή ή ένα απλό συναίσθημα, που προσπαθεί ο Απόστολος να ενσπείρει στους Κορινθίους, αλλά η υψίστη διδασκαλία του περί κοινότητος και ενότητας της Εκκλησίας του Χριστού, που εν Αγίω Πνεύματι διοχετεύονται από την κεφαλή, τον Χριστό, στα μέλη, όλα τα χαρίσματα του Θεανθρώπου. Αυτό το Σώμα, δηλαδή ή Εκκλησία, που κάλλιστα μπορούμε να το ταυτίσουμε με την αγάπη, δηλαδή την αλληλοεκστατική διαπροσωπική κοινωνία του Χριστού προς τα μέλη και των μελών πρός τον Χριστό και μεταξύ τους, είναι το σημείο εκείνο που διασφαλίζει την ενότητα, χωρίς να αφήνει περιθώρια αυτονομήσεως των μελών ή υποτιμήσεως των χαρισμάτων. Δεν μπορεί κανένα από τα μέλη να πει «χρείαν σου ουκ έχω». Και τα πιο ταπεινά και ασήμαντα διακονήματα είναι χαρίσματα που οικοδομούν την Εκκλησία.
Η ενότητα αυτή επιτυγχάνεται οντολογικά και οργανικά, όχι θεωρητικά και κατ’ επίνοια, ούτε με κάποιες νομικές ή κοινωνικές διαδικασίες, που δεν διασφαλίζουν την άλληλοπεριχώρηση των προσώπων, που απαρτίζουν το σώμα, επομένως άρρηκτα και ασύγχυτα αιωνίζοντας την αναστάσιμη και εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας.
Στη συνείδηση της αποστολικοπατερικής διδασκαλίας και εμπειρίας, Εκκλησία σημαίνει θεία Ευχαριστία. Η Ευχαριστία είναι η «ανακεφαλαίωση του όλου μυστηρίου του Χριστού». Δεν είναι ένα από τα επτά λεγόμενα Μυστήρια. Αυτό είναι αντίληψη, που προέρχεται από τον σχολαστικισμό της Δύσης, ο οποίος αγνοούσε την παράδοση της Εκκλησίας. Με την αναλυτική μέθοδο, που επεχείρησε να εφαρμόσει στην θεολογία ο σχολαστικισμός, κατακερμάτισε το ενιαίο Μυστήριο της σωτηρίας σε επί μέρους αυτόνομες πτυχές, έτσι ώστε να μην έχει η μία αναφορά στις άλλες. Σύμφωνα με τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, μέχρι την εποχή του σχολαστικισμού δεν έχουμε στην πατερική γραμματεία ορισμό της Εκκλησίας. Τούτο δε, σημαίνει ότι η Εκκλησία ήταν μια φανερή καθημερινή Σύναξη των πιστών στην θεία Ευχαριστία και δεν χρειαζόταν μία θεωρητική περιγραφή. Για παράδειγμα, όταν γράφει ο Απόστολος Παύλος στους Κορινθίους «συνερχομένων υμών εν εκκλησία…», εννοεί την Ευχαριστιακή Σύναξη. Η αντίληψη αυτή είναι ή ρίζα άπ’ όπου αντλούσαν αργότερα οι Πατέρες, για να αποδώσουν στον όρο «Σύναξις» την έννοια της Ευχαριστίας.
Επίσης η χρήση από τον Απόστολο Παύλο, στην προς Ρωμαίους επιστολή του, του όρου «όλη ή εκκλησία», αποτελεί τον προάγγελο του όρου της «καθολικής Εκκλησίας», που τον συναντούμε για πρώτη φορά στον Άγιο Ιγνάτιο. Και εδώ υπονοείται η συνάντηση, η «σύναξις επί το αυτώ», για την τέλεση της θείας Ευχαριστίας, όλων των πιστών, ανεξάρτητα από τον χώρο και τον χρόνο που ετελείτο αυτή.
Για να συνδέσουμε στο σημείο αυτό την έννοια της «καθολικής Εκκλησίας» ως σύναξη των πιστών για την τέλεση της θείας Ευχαριστίας με τον Μοναχισμό, αναφέρουμε ότι ο κεντρικός Ναός στις Ιερές Μονές μας, όπου συνάζονται οι Μοναχοί, για να τελέσουν την θεία Ευχαριστία, ονομάζεται «Καθολικόν». Σύναξη δηλαδή όλων των Μοναχών για την τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Ακόμη και ο λαός μας έχει ταυτίσει τον χώρο όπου τελείται η θεία Ευχαριστία όχι με την έννοια του ναού, αλλά με την έννοια Εκκλησία. Πηγαίνω στην Εκκλησία, λέγει. Έχουμε επομένως μια ταύτιση της Εκκλησίας με την Ευχαριστία.
Είπαμε παραπάνω ότι η αγάπη του Θεού ταυτίζεται με την Εκκλησία και η Εκκλησία ταυτίζεται με την θεία Ευχαριστία. Άρα η Εκκλησία ως Ευχαριστία και ως τόπος όπου εκχέετε η αγάπη του Θεού στον κόσμο, είναι ο μόνος χαρισματικός χώρος μέσα στον όποιο οι άνθρωποι βρίσκουν τον αληθινό τους προορισμό, την καταξίωσή τους, την ελπίδα ότι ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει αιώνια. Επομένως η Εκκλησία ως αγάπη και ευχαριστία επιβιώνει εσχατολογικά, και «ουδέποτε εκπίπτει».
Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Αγ. Νικολάου Καβάσιλα, σύμφωνα με τον όποιο η «Εκκλησία «εν τοις μυστηρίοις». Δεν εννοεί εδώ ο Καβάσιλας τα επτά Μυστήρια, άλλα την θεία Ευχαριστία, έτσι όπως ονομάζεται στην αρχαία λειτουργική γλώσσα: «τα φρικτά και ζωοποιά Μυστήρια». Δεν υπάρχει, αναφέρει, μεταξύ Ευχαριστίας και Εκκλησίας κάποια «αναλογία ομοιότητας», αλλά «πράγματος ταυτότης».
Η Εκκλησία του Χριστού ως ευχαριστία, δηλαδή ως η δωρεά της αγάπης του Χριστού, δεν είναι γέννημα του κόσμου τούτου, ούτε στοχεύει να εγκαθιδρύσει την κατοικία της στον κόσμο τούτο. Γεννιέται από τα έσχατα και στοχεύει στα έσχατα. Παροικεί στον κόσμο, χωρίς να κατοικεί. Μεταλαμπαδεύει την θεϊκή της δύναμη στους ανθρώπους ελκύοντας αυτούς στην Βασιλεία του Θεού.
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ερμηνεύοντας τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, αναφέρει ότι η Εκκλησία ως ευχαριστία είναι η εικόνα της Βασιλείας του Θεού είναι ο μελλοντικός σκοπός του κάθε όντος, για την οποία πλάστηκε όλος ο κόσμος.
(….)
Εμείς, κοινωνώντας με τον Χριστό στην θεία Ευχαριστία, απαλλασσόμαστε από τα δεινά του ανθρωπίνου δράματος. Μέσα στην ένωση μας με τις άχτιστες ενέργειες του Κυριάκου Σώματος αντλούμε τα ιδιώματα της άκτιστου θείας ζωής, χωρίς να χάσουμε την προσωπική μας υπόσταση, η οποία αφθαρτίζεται και αιωνίζεται στην ατέρμονη Βασιλεία του Θεού.
Του Αρχιμ. Μαξίμου, Καθηγουμένου Ι. Μονής Αγίου Διονυσίου εν Ολύμπω
Επιμέλεια: Ρένος Κωνσταντίνου, θεολόγος.