Ρεπορτάζ για το ραδιόφωνο της Εκκλησίας: Μάκης Αδαμόπουλος
Συνοδική Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου τελέσθηκε το πρωί στον Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, με αφορμή την εορτή της Α’ Κυριακής των Νηστειών, όπου εορτάζεται Πανορθοδόξως η αναστήλωση των Ιερών Εικόνων, η οποία καθιερώθηκε το 843 από την Αυτοκράτειρα Θεοδώρα, τον Υιό της Μιχαήλ τον Γ’ καὶ τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιο τον Ομολογητή.
Στην Θεία Λειτουργία έλαβαν μέρος και ενδημούντες στην Αθήνα Κληρικοί άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, ενώ παρέστησαν ο προέδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κάρολος Παπούλιας, ο οποίος ανέγνωσε, κατά το έθιμο, το Σύμβολο της Πίστεως, μέλη της Κυβέρνησης, Βουλευτές, οι Πρέσβεις των Ορθοδόξων Κρατών, εκπρόσωποι των Σωμάτων Ασφαλείας και άλλοι επίσημοι.
Προ της Απολύσεως της Θείας Λειτουργίας έλαβε χώρα Λιτάνευση των Ιερών Εικόνων σε ανάμνηση της αναστήλωσης των Ιερών Εικόνων το έτος 843.
“Σημερα εορταζουμε την Ορθοδοξια, σημερα εορταζουμε το «πατροπαραδοτον σεβας», σημερα εορταζουμε την «Μητερα ευσεβειαν»” τόνισε στο πανηγυρικό της ημέρας ο Μητροπολίτης Χίου, Ψαρων και Οινουσσων κ.Μαρκος και πρόσθεσε “γενναται, ομως, ευλογο το ερωτημα: Γιατι η Εκκλησια, ο ακλονητος στυλος και το απερισειστο εδραίωμα της αληθείας, ορισε ως εορτασμό που υποστασιάζει την ορθοδοξη διδασκαλια και πιστη το γεγονος της διακηρυξεως για την αναστηλωση και τιμητικη προσκυνηση των ιερών εικονων, τόσο απο την εν Νικαία αγια Ζ´ Οικουμενικη Συνοδο, που η καταληκτήρια συνεδρία της ελαβε χωρα στη Βασιλεύουσα, την «του Κωνσταντινου Πολιν», το παλατιον της Μαγναύρας το 787 και «ειρηνευσεν η του Θεου Εκκλησια, ει και ο εχθρός τα εαυτου ζιζανια εν τοις ιδιοις εργαταις σπείρειν ου παύεται», όσο και από την Σύνοδο της Κωνσταντινουπολεως του 843;
Γιατι δεν επελεγη η εορτη των Χριστουγεννων, η μητροπολη αυτή των εορτων;
Γιατι δεν προεκριθη η λαμπροφορος Ανασταση, «εορτων εορτη και πανηγυρις πανηγυρεων»;
Γιατι δεν ορισθη η αγιοπνευματικη Πεντηκοστη;
Η απαντηση διδεται απο την βαθυτερη οντολογικη ερμηνεία του ιστορικού ορου «αναστηλωση των εικονων», που περαν και πανω απο ενα συγκεκριμενο ιστορικο γεγονος του «νυν» της τελεσεως του, συνιστα ενα αιωνιο θεοσδοτο χαρισμα στο «αει» της επενεργείας του.
Με την πανσοφια, την παντοδυναμια και την παναγαθοτητα η Τρισηλιος Θεοτης εποίησε «παντα ορατα τε και αορατα». Μεσος του φυσικού και πνευματικού κοσμου εδημιουργηθη ο ανθρωπος, η κατακλείς και κορωνις της δημιουργιας. Την υπεροχη εν τω κοσμω θεση του εμφαίνει ιδαιτέρως ο διαφερων τροπος, κατά τον οποίο εδημιουργηθη.
Με θαυμασμό ο Ιερός Χρυσοστομος θα αναφωνήσει ότι: «από ολόκληρη τη δημιουργία ο άνθρωπος είναι το πολυτιμότερο δημιούργημα (της κτισεως γαρ απάσης τιμιώτερον ο άνθρωπος, Ε.Π.Ε. 14, 32)» και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα τον
περιγράψει «οίόν τινα κόσμον δεύτερον, εν μικρώ μέγαν (Ε.Π.Ε. 5,52-54)».
Ο Θεος, κατά τη χριστιανική κοσμογονία, διαβουλεύεται προς τον Εαυτον Του για την δημιουργια του ανθρωπου. «Καί ειπεν ο Θεος : ποιησωμεν ανθρωπον κατ᾿ εικονα ημετεραν και καθ᾿ ομοίωσιν».
Η εννοια του «κατ᾿ εικονα» (imago Dei) αναφερεται στον «εσω ανθρωπον», διοτι ο Θεος ειναι ασχηματιστος, αφθαρτος και ασωματος. Αυτο συνισταται στη λογικοτητα, με την οποία ο Δημιουργος επροίκησε την πνευματικη φυση του ανθρωπου και στο απαραίτητο συμπληρωμα της, το αυτεξούσιον, με το οποίο ο ανθρωπος αναγεται σε προσωπικοτητα ηθικη, επιδεκτικη πασης προοδου και δυναμενη να καταστεί «κοινωνος θείας φυσεως».
Το «καθ᾿ ομοίωσιν», κατά τους Αγιους και Θεοφορους Πατερες, ειναι ο τελικος υπαρκτικος στοχος του ανθρωπινου προσωπου, ο οποίος καθισταται εφικτος διά της προσοικειωσεως της αγιοτητος, οχι βια και αναγκη αλλα αυτοπροαιρετως και ελευθερως.
Μετα την πτωση, «παρακούσας ο ανθρωπος του αληθινού Θεου, του κτισαντος αυτον και τη απατη του οφεως υπαχθείς, νεκρωθείς τοις οικείοις αυτου παραπτωμασιν», απωλεσε την χαρη που τον διακρατουσε στην προπτωτική
κατάσταση με την δυνατοτητα της αναμαρτησιας (posse non peccari) και της αθανασιας (posse non mori).
Με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο περιγράφει το δράμα της πτώσεως ο Άγιος Γρηγόριος, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ο Παλαμάς: «χάσαμε το Θείο κάλλος, στερηθήκαμε την θεία μορφή, καταστρέψαμε την ομοιότητά μας προς το Θείο φως· φορέσαμε την ομίχλη ως ιμάτιο, αλοίμονο, και ως επανωφόρι ντυθήκαμε το σκοτάδι (Ε.Π.Ε. 1, 196)»
Διετηρησε, ομως, το «κατ᾿ εικονα» αμαυρωμενο και τραυματισμενο, αλλα οχι νεκρο και ανεπανορθωτα αχρειωμενο. «Εικων ειμι της αρρητου δοξης σου ει και στιγματα φερω πταισματων».
Επειδη ο Δημιουργος, «Θεος ελεους, οικτιρμων και φιλανθρωπιας υπαρχει», «ουκ απεστραφη το πλασμα Του εις τελος, ο εποίησεν ο αγαθός, ουδε επελαθετο εργου χειρων Του» αλλά αντίθετα προς το «αεί κινούν ακίνητον» του Αριστοτέλους, «επι της γης ωφθη, μορφην δούλου λαβων, συμμορφος γενομενος τω
σωματι της ταπεινωσεως ημων, ίνα ημάς συμμορφους ποιηση της εικονος της δοξης Αυτου». Εκ της υποστατικης ενωσεως της θείας και ανθρωπινης φυσεως στο ενιαιο προσωπο του Λογου, η «κατ᾿ εικονα Θεού πλασθείσα ημιν ωραιοτης» εξυψωθη οσον ποτε αλλοτε και κατεστη «κοινωνος θείας φυσεως».
Αυτη η αναστηλωση του πεπτωκοτος ανθρωπου συνιστα την ουσια της Ορθοδοξου Πιστεως. «Οθεν, ο του Θεου Λογος, δι᾿ εαυτου παρεγενετο, ιν᾿ ως εικων ων του Πατρος τον κατ᾿ εικονα ανθρωπον ανακτισαι δυνηθη» (Μεγας Αθανασιος). Οι διαστάσεις του μυστηρίου της εν Χριστώ παλιγγενεσίας του κατ’ εικόνα Θεού πλασθέντος ανθρώπου, ψηλαφίζουν το δυσθεώρητο μέγεθος της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο, αφού κατά τον Άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνό, για την αναγωγή του ανθρώπου εις το αρχαίο κάλλος ο τέλειος Θεός γίνεται τέλειος άνθρωπος και πραγματώνει το πιο καινούργιο από όλα τα καινούργια, το μόνο καινούργιο υπό τον ήλιον, με το οποίο εμφανίζεται η άπειρη δύναμη του Θεού (Έκδοσις Ακριβής, Γ΄, 1)».
Απο αυτο καθισταται σαφες γιατι οι Πατερες, στις εικονοκλαστικες πλανες, ειδαν ακριβως μια ακυρωση του Μυστηριου της Σωτηριας, καθως η μη δυνατοτης εξεικονισεως του ενανθρωπησαντος Υιου και Λογου του Θεου
καθιστούσε το Μυστηριο της Παλιγεννεσιας του ανθρωπου δοκητικη φενακη.
Αντιθέτως προς τη δοκητική θεώρηση του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας
στην οποία οδηγούνται αναποφεύκτως οι εικοκλάστες όλων των εποχών, υπάρχει ο ιστορικός ρεαλισμός των γεγονότων, όπως εκφράζεται διά της γραφίδος ενός κορυφαίου προμαχου και εκκλησιαστικού πατρός, της πατροπαράδοτης ευσέβειας, του Ιερού Δαμασκηνού που μετ’ εμφάσεως τονίζει: «Δεν προσκυνώ την κτίση στη θέση του Κτίστη, αλλά προσκυνώ τον Κτίστη που κτίστηκε κατά την ανθρώπινη φύση και κατέβηκε στην κτίση χωρίς να μειωθεί και να αλλοιωθεί για να δοξάσει τη δική μου φύση και να με κάνει κοινωνό της Θείας φύσης (…). Γι’ αυτό με πεποίθηση εικονίζω τον αόρατο Θεό, όχι ως αόρατο, αλλ’ ως ορατό καθώς έγινε για μας προσλαμβάνοντας αν θρώπινη φύση. {Ου την αόρατον εικονίζω θεότητα, αλλ’ εικονίζω Θεού την οραθείσαν σάρκα}(Προς τους διαβαλλοντας τας αγίας Εικόνας, Λόγος Γ΄, 6)».
Γιά αυτό η Ορθοδοξια ειναι μια πορεία «εν καινοτητι ζωης».
Ο πιστος εχει την δυνατοτητα μιάς μοναδικης εμπειριας του ζωντος και προσωπικού Θεου. Η Ορθοδοξη Εκκλησια, κατευθυνομενη υπο του Αγιου Πνεύματος, συνεχιζει και ανανεωνει το σωτηριο και απολυτρωτικο εργο του Τριαδικού Θεου, που μας βοηθεί να φθασουμε στη μεθεξη της μυστηριακης ζωης του Χριστού, ο οποίος πρεπει να «μορφωθη εν ημιν». Με τη μεθεξη αυτη επιτυγχανεται η εισοδος και η οργανικη ενταξη στην εσχατολογικη πραγματικοτητα του κοσμου, ο οποίος καινοποιειται.
Σ᾿ αυτη την «νεαν κτισιν» αναδεικνυεται το «κατ᾿ εικονα» με την επιτυχη πορεία προς το «καθ᾿ ομοίωσιν», εκλαμπρυνεται το προσωπο, που κλείνει μεσα του την εννοια της ελευθεριας, αναδεικνυεται στο φως του θείου καλλους.
Η Θεία Ευχαριστια ειναι η ενεργοποίηση του νεου αιωνος μεσα στα τοπικα και χρονικα πλαίσια του παλαιου, η διακηρυξη του ερχομενου αιωνος μεσα στον νυν αιωνα. Μεσα στη Θεία Ευχαριστια ο Ορθοδοξος Πιστος καταλλασσεται με τον εαυτο του «εν ειρηνη του Κυριου δεηθωμεν», καταλλασσεται με τον Θεο «υπερ της ανωθεν ειρηνης», και καταλλασσεται με τους αδελφούς του «υπερ της ειρηνης του συμπαντος κοσμου».
Η Ορθοδοξια εχει διασταση ευχαριστιακη. Το δεύτερο συνθετικο της λεξεως, η λεξη «δοξα» περα της υποκειμενικης αντιληψεως περι ενός δεδομενου αντικειμενου, εχει και λατρευτικο χαρακτηρα. Η σλαβικη μεταφραση της λεξεως διά του ορου “Pravoslavije” σημαίνει κατ᾿ εξοχη την «ορθη δοξολογια». Μεταξυ «ορθης γνωμης» και «ορθης δοξολογιας»
δεν μπορεί να υπαρχει διαφορα, οταν ως «γνωμη» νοειται η εν Χριστω Ιησού αποκεκαλυμμενη γνωση του Θεου, η οποία ειναι αναγκαιως συναρπαγη, η σωζουσα συναρπαγη απο το Υπερβατικο, η αυθεντικη ζωη του ανθρωπου, το γεγονος της σωτηριας του.
Ετσι ο λειτουργικος χαρακτηρας της Ορθοδοξιας δεν ειναι ενα απλο «συμβεβηκος». Ειναι η αναγωγη του ανθρωπου προς την καταξιωση του, στο χωρο της προσεγγισεως του Θεου. Η ορθοδοξη λειτουργια ειναι διαρκης υπερβαση του ανθρωπινου προσωπου, ακαταπαυστη αναστηλωτικη κινηση της εικονος προς το αρχετυπον, «ανω σχωμεν τον νούν και τας
καρδιας» (Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος). Στοχος αυτης της κινησεως η πρόσβαση στο εσχατολογικο τελος της ιστοριας. Η ορθοδοξη ασκηση, που καλλιεργείται στο ολον της λειτουργικης ζωης ειναι η υπερβασις καθε αμαρτωλης ενδοκοσμικης ανεσεως που αλλοτριωνει τον ανθρωπο από την ουσια του. Ο ορθοδοξος ανθρωπος επιτελεί την ουσια του, την υπαρξη του, με τον αγωνα του για τη σωτηρια του κοσμου.
Ο ανθρωπος με το ορθοδοξο ηθος, ο αγιος, δεν συμπιπτει με τον θρησκειοφαινομενολογικο τυπο του – και εκτος Εκκλησιας ακμαζοντος – θρησκευοντος ανθρωπου (homo religious). Η ορθοδοξια ειναι η κοινωνια του Θεου, η αυθεντικοτης, η αγιοτης, η καθολικοτης του ανθρωπου.
Η Ορθοδοξια λοιπον δεν ειναι απλως ενα παραθυρο, με το οποίο η γη κατοπτεύει ενα τμημα του Ουρανού, αλλα ειναι η μυστικη κλιμαξ των αγγελων, που καταβαίνουν εκ του «ανεωγοτος» ουρανού και αναβαίνουν σ᾿αυτον. Ειναι, κατα το Μεγα Φωτιο, το θαυμασιο εκείνο πορθμείο που συνενωνει τα ουρανια με τα επιγεια ακρογιαλια. Το πορθμείο αυτο ερχεται απο τον ουρανο και «διαπορθμεύει ημιν την εκείθεν αγαθοειδη και θείαν ευμενειαν», για να ακολουθεί στη συνεχεια παλινδρομικη, μυσταγωγικη και αναγωγικη πορεία, αναγοντας, ανυψωνοντας και αναστηλώνοντας την πεπτωκυία εικονα της αρρητου δοξης εκ της γης στον ουρανο.
Η ανυψωση αυτη συντελεί στο να γευομεθα τις δωρεες της ακτιστου και θεοποιου χαριτος, να μετεχουμε των ακτιστων και μεθεκτων θείων ενεργειων και να κατοπτεύουμε το θαβωρειο φως «το μονον της κεκαθαρμένης καρδιας επιχαρι και πανιερον θεαμα». Σ’ αυτη τη συνεχη διαλεκτικη σχεση ουρανού και γης, σ’ αυτη την αδιακοπη παλινδρομη κινηση, εκ των ανω προς τα κατω και την αναστηλωτική εκ των κατω προς τα ανω, βρισκεται η πεμπτουσια της Ορθοδοξιας”.