Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης
Ήθελε αρκετή ώρα για να χαράξει όταν ανηφορίζαμε για τις Καρυές, όταν διασχίζαμε τον δρόμο με τα κλειστά κονάκια και καταστήματα, όταν μπαίναμε στο Πρωτάτο.
Προσκυνήσαμε την Καρεώτισσα Παναγία, το Άξιον Εστι, ανάψαμε το κερί, πήραμε το στασίδι. Οι μορφές των γερόντων, με τα κεριά τους, μπερδεύονταν με τις τοιχογραφίες του Πανσέληνου.
Οι ψάλτες, ο διαβαστής, ο τυπικάρης, οι παπάδες, ο διάκος, τα καντήλια, τα μανουάλια, οι πολυέλαιοι, το θυμίαμα, οι καμπάνες, το αργυρό πουκάμισο της Παναγίας έλαμπε. Προσκυνήματα, σταυροκοπήματα, ο ήλιος να βγαίνει, οι λαϊκοί να έρχονται, ο Πανσέληνος μεγαλύνεται.
Μετά από την Λειτουργία η Παράκληση, και ένας τόνος χαράς, σαν να την ψηλαφούσες κι ήθελες κι εσύ να ψάλλεις και συ να διαβάσεις. Φορεμένοι παπάδες, η σημαία, η εικόνα με το σκιάδιο, οι ψάλτες ψάλλουν τον αναστάσιμο κανόνα. Στάσεις στα κονάκια της Ιβήρων και Παντοκράτορος, στο γειτονικό αρχαίο μοναστήρι του Κουτλουμουσίου, στα κελλιά του Ρεπανά, του Ραβδούχου, του βιβλιοδέτη, του Καρπουζά, στα προσκυνητάρια της Σκήτης Αγίου Παντελεήμονος και Μονής Διονυσίου, στη Σκήτη του Αγίου Ανδρέου, στα κονάκια Αγίου Παύλου, Ξηροποτάμου, Αγίου Παντελεήμονος – Ρωσικού. Κεράσματα, ευχές, δεήσεις κι η Άνοιξη με τα στρουθία και τα άνθη να υποδέχονται τη Θεοτόκο.
Μια λιτανεία τελειώνει και μια άλλη αρχίζει.
Η Φοβερά Προστασία, η θαυματουργή Παναγία της Μονής Κουτλουμουσίου, την Τρίτη του Πάσχα. Αναστάσιμα και θεομητορικά τροπάρια πάλι, τάλαντα, καμπάνες, αιτήσεις κι ένα μικρό πλήθος να συνοδεύει την προστάτιδά του στον ορθρινό της περίπατο ανάμεσα στα ανθισμένα περιβόλια και τα δαφνόστρωτα κελλιά με τους γέροντες να μυρώνουν και να χαίρονται καλωσορίζοντας και κατευοδώνοντας. Νέες στάσεις στα κελλιά του Φλασκά, του Ιάγαρη, του Φιρφιρή, του Φουρνά και τέλος στον πάνσεπτο ναό του Πρωτάτου. Το Άξιον Εστί ασπάζεται την Φοβερά Προστασία. Ψαλμοί και ύμνοι στον υπερχιλιόχρονο ναό κι αρχίζει να μεσημεριάζει. Πασχαλινή τράπεζα στον μοναστήρι. Ο κόπος δεν υπολογίζεται, η χαρά δεν ζυγιάζεται.
Δύο λιτανείες που γίνονται μία σε μία εβδομάδα που λογιάζεται μία ημέρα. Σε ένα πολυπερπατημένο Άγιον Όρος από την περιβολάρισσά του, τη μία Αθωνίτισσα Θεοτόκο, που τη σεργιανούν σε όλο το εξαίσιο περιβόλι της. Η Λαυριώτισσα Οικονόμισσα, η Βατοπαιδινή Βηματάρισσα, η Ιβηρίτισσα Πορταΐτισσα, η Χιλιανδαρινή Τριχερούσα, η Διονυσιάτικη του Ακαθίστου, η Παντοκρατορινή Γερόντισσα, η Δοχειαρίτισσα Γοργοϋπήκοος, η Φιλοθεΐτισσα Γλυκοφιλούσα, η Ξενοφωντινή Οδηγήτρια, η Γρηγοριάτικη Γαλακτοτροφούσα, η Αγιοπαυλίτικη Μυροβλύτισσα…
Μια λιτανεία η πορεία της μακραίωνης Αθωνίτικης ιστορίας. Μια λιτανεία η ζωή του μοναχού. Χίλια χρόνια σαν μια ημέρα. Κάθε όρθρο η γέννηση και κάθε απόδειπνο ο θάνατος. Η βίωση καθημερινά της σωτήριας χαρμολύπης. Χαρά για την αρχή, το ξεκίνημα, την ανανέωση, που δίνει θάρρος, ενθουσιασμό, κουράγιο, πίστη κι ελπίδα. Λύπη για κάθε δεσμό αμαρτίας, κάθε παγίδευση και δουλεία. Η μνήμη του θανάτου γεννά την αίσθηση της ματαιότητος, το απρογραμμάτιστο στη νοσηρότητα της τυπικότητος και δίνει εμπιστοσύνη και συμφιλίωση με τον Θεό. Ένα Θεό πατέρα, φιλεύσπλαγχνο, αγαθό, οικτίρμονα, φιλότεκνο και φιλάνθρωπο άφατα. Έτσι η ζωή του μοναχού κυλά ήρεμα, ήσυχα, αθόρυβα, μυστικά, άσημα, απλά και λιτά και μέσα σε αυτή την αφαίρεση βρίσκει ένα κρυμμένο πλούτο και μια πληρότητα καταπληκτική.
Μια επαναλαμβανόμενη λιτανεία η ζωή του μοναχού, όπου ζητά να βρει ένα απόμερο στασίδι, όπου μερικές φορές ακούει το «Κύριε ελέησον» σαν για πρώτη φορά, όπου χαίρεται την αφάνεια, διακονώντας στο μοναστήρι του, εργοχειρώντας στο κελλί του, κηροπλάστης ή λιβανοποιός, ξυλογλύπτης ή αγιογράφος, βιβλιοδέτης ή σταμπαδόρος, κομποσχοινάς ή ράφτης, ψαράς ή αμπελικός. Το δειλινό για τον Εσπερινό στο Καθολικό, το Κυριακό ή το παρεκκλήσι. Το δείπνο με την ανάγνωση πάντα, να μη λησμονάμε ποτέ το λίκνο μας τον ουρανό. Το απόδειπνο, όπου λαμβάνουν όλοι άφεση από τον Γέροντα για τα λάθη της ημέρας. Να μη δύσει ο ήλιος και διατηρηθεί ψυχρότητα στην καρδιά.
Ζωγραφίζει ένας μοναχός ένα αντίγραφο του Άξιον Εστί και θυμάται την ιστορία της ιερής εικόνας και στοχάζεται τη φετινή λιτανεία της και προσπαθεί να δώσει κάτι από την ιλαρότητά της, που τη γεύτηκε στη ζωή του. Ασπάζεται το πρωτότυπο και συνεχίζει. Τρέμει λίγο το χέρι, δακρύζει και την επικαλείται και δεν αρνείται τη βοήθειά της. Το χθες και το σήμερα ασπάζονται στοργικά. Τα γένεια γκριζαίνουν και λευκαίνουν, οι χρωστήρες παλιώνουν, ανανεώνονται, η τέχνη κυλά και μέσα από την αντιγραφή φυλάγεται το προσωπικό στοιχείο.
Σκαλίζει το ξύλο άλλος μοναχός και τεχνουργεί με μεράκι τη Φοβερά Προστασία. Λιτανεύει και αυτός τη χάρη της στο ταπεινό του κελλάκι. Κάνει το σταυρό του, λέει τροπάρια της Παρακλήσεώς της και συνεχίζει. Δίχως να υπογράφει το λεπτό έργο του. Η ανωνυμία του δηλωτική της ταπεινώσεώς του. Για αυτό τον αγαπάει η Παναγία, γιατί για αυτό κι αγαπήθηκε τόσο από Θεό και ανθρώπους, για τη μεγάλη της ταπείνωση. Και για τη σιωπή της. Κήρυγμά της δυνατό η ταπείνωσή της. Και πιο βροντερό κήρυγμα του περιβολιού της Παναγίας είναι η σιωπή του.
Σε άλλο κελλί ο γέροντας με τον υποτακτικό του φτιάχνει μοσχοθυμίαμα τριαντάφυλλο για την εικόνα της. Πόσα θυμιατά επί τόσους αιώνες στην «ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ». Διάκοι με χρυσοκέντητες στολές κι εκκλησίδια μαλαματένια, με πολύτιμα μαντήλια κι ασημένια θυμιατά, μετανοίζοντας εννιά φορές τη θυμιάζουν. Παπάδες με φελόνια από πορφυρό βελούδο ευλαβικά τη θυμιάζουν και προσκυνούν.
Μια λιτανεία στο ναό, μια λιτανεία στη μονή, μια λιτανεία στο κελλί. Αέναη, ατελεύτητη, ασίγαστη. Ο ένας δίνει στον άλλον τον χρωστήρα, το λεπίδι, το κατζί, το θυμιατό, τη γραφίδα. Μια πορεία στην ατέλειωτη τελειότητα, ανηφορική, σταυρώσιμη, αλλά με αγιοπνευματικές χάριτες στη δρόσο των στάσεων, στην κατάνυξη του μεσονυκτικού, τη συγκίνηση του κοινωνικού, στη μετάνοια του «δι ευχών» του Αποδείπνου. Ο άγιοι Πέτρος ο Αθωνίτης, Αθανάσιος Αθωνίτης, Ιωάννης Κουκουζέλης, Γρηγόριος Παλαμάς, Μάξιμος Καυσοκαλυβίτης, είδαν και μίλησαν με την Παναγία. Γνωρίστηκαν καλά και τα είπαν. Μίλησαν μετά για αυτό που γνώρισαν. Βίωσαν και δίδαξαν. Δεν είπαν θεωρίες από το γραφείο τους αλλά μέσα από την άσκηση, την ευχή, την έρημο και την ησυχία άκουσαν τη φωνή της και του Υιού της και μας τα είπαν με σιγουριά και βεβαιότητα.
Με αυτή τη γνώση μας τα είπαν και σύγχρονοι ενάρετοι γέροντες, που δάκρυζαν στο άκουσμα του ονόματός της, είχαν φάει από τους μύριους ασπασμούς την εικόνα της, την επικαλούνταν συνέχεια και είχαν πολλά να διηγηθούν για την πραστασία και παρουσία της. «Η κυρά-Παναγιά να σε φυλάει πάντοτε» σου λέει ο ένας. «Η Παναγιά να σ’ ‘έχει κάτω από το μαφόρι της» σου λέει ο άλλος. «Η Πορταΐτισσα να σε προστατεύει πιστά» … Στοχάζομαι και φιλοσοφώ τη δική μου λιτανεία εδώ και δειλιάζω ειλικρινά να καταθέσω την ανημποριά μου. Δεν ταπεινολογώ διόλου. Ο στοχασμός και η φιλοσοφία γίνονται ευχή. Η ευχή γίνεται θεολογία. Τα σπήλαια της ερήμου καθηγητών έδρες. Μένω να ακολουθώ σιωπηλά και ταπεινά την σταυροαναστάσιμη αθωνική λιτανεία. Ακολουθώ τους γέροντες που διδάσκουν με τη σεβάσμια χιονισμένη μορφή τους. Διδάσκομαι και από τους νέους μερικές φορές. Είμαστε όλοι μαθητές μιας παραδόσεως ασκητικομαρτυρικής. Η πρωτοτυπίες δεν αντέχουν στην κρησάρα του αυστηρού χρόνου. Ό,τι το νόθο, το ξένο, το παράταιρο, ξεθωριάζει, δε μένει, χάνεται. Η αλήθεια μένει. Η γνησιότητα βασιλεύει εδώ. Όλοι σκιαζόμαστε κάτω από την ομπρέλα της Παναγίας, μικροί και μεγάλοι, με ένα ράσο, ένα σκοπό, μια πίστη.
Μου επετράπη να σηκώσω κι εγώ για λίγο την εικόνα της, να την ασπασθώ πολλές φορές, να ακολουθήσω την ιερή λιτανεία της. Ήταν και είναι πάντα μια ουράνια δωρεά. Την ευχαριστώ. Την παρακαλώ να μεσιτεύσει κατά την αρχαία υπόσχεσή της, κατά την ώρα της εκδήμησής μου τον αγαπητό Υιό της. Θα είναι μεγάλο δώρο.
Η λιτανεία η φετινή με παρακίνησε να καταθέσω τη γραφή αυτή. Μια λιτανεία τελείωσε. Μια λιτανεία άρχισε. Μια λιτανεία συνεχίζεται. Όλες όμως οι λιτανείες δεν γυρίζουν πίσω. Μας πάνε μέχρι τον ουρανό…
Μοναχός Μωϋσής Αγιορείτης, από το βιβλίο «Λόγου Τέχνη» εκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου 1996