– Πήγαινε κάτω στη Γη. Στο τάδε μέρος στο τάδε σπίτι, εκεί θα βρεις έναν ετοιμοθάνατο. Βρες τον και φέρε μου την ψυχή του!
Ξεκίνησε ο Άγγελος και πήγε στο μέρος που του είπε ο Θεός. Ήταν ένα φτωχικό λιτό δωμάτιο, χωρίς πολλά έπιπλα, υγρό, κρύο και μουντό.
Εκεί βρισκόταν ο ετοιμοθάνατος, ένας άντρας στο κρεβάτι και δίπλα του ήταν ένα παιδί που έκλαιγε με λυγμούς κρατώντας το χέρι του άντρα.
Προφανώς ήταν ο γιος του ετοιμοθάνατου. Το θέαμα τραγικό. Δεν άντεξε ο Άγγελος και γύρισε στον Θεό με άδεια χέρια.
– Που είναι η ψυχή που σου ζήτησα; Τον ρώτησε ο Θεός;
– Δεν άντεξα να πάρω την ψυχή αυτού του ανθρώπου, απάντησε ο Άγγελος. Αυτός ο ετοιμοθάνατος, έχει έναν γιο και είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έχει δίπλα του. Αν του πάρω τον πατέρα, τότε τί θα απογίνει ο μικρός; Ποιός θα τον φροντίζει;
– Πολύ καλά λοιπόν. Πήγαινε στον ωκεανό, στο πιο βαθύ σημείο του. Εκεί θα δεις μία πέτρα. Σήκωσέ την και από κάτω θα βρεις ένα μικρό σκουλήκι. Πάρτο και φέρτο μου.
Ξεκινάει ο Άγγελος και πηγαίνει στον βυθό του ωκεανού. Βρίσκει την πέτρα, βρίσκει το μικρό σκουλήκι, το παίρνει και το πηγαίνει στον Θεό.
Το παίρνει ο Θεός και του λέει δείχνοντάς του το.
– Ποιός νομίζεις ότι φροντίζει γιαυτή την μικρή ύπαρξη στο βυθό του ωκεανού;! Πήγαινε τώρα να μου φέρεις την ψυχή που σου ζήτησα.
Ο Θεός τον θάνατον λυτρωτήν των πόνων
επεπψεν εις άρρωστον άνδρα γεωπόνον.
Να τώ δώσει άνεσιν των δεινών και κόπων
καί εις αναπαύσεως να τον φέρει τόπον.
Έφθασεν ο θάνατος επί της καλύβης
τού φτωχού και κάθισεν ως η όρνις ήβις.
Στεναγμοί ηκούοντο, οιμωγαί και θρήνοι,
όλη κατεσίετο η στέγη η καλαμίνη.
Πέντε-έξι ανήλικα κι από μητέρα ορφανά
έκλαιον τον θνήσκοντα πατέρα γοερά.
Φεύγεις πάτερ έκραζον κύκλωθεν της κλίνης
καί ημάς τα έρημα άχ! πού μάς αφήνεις;
Ήκουσεν ο θάνατος και τα ελυπήθη
οικτιρμόν ησθάνθησαν τ’ άπονά του στήθη.
Απρακτος επέστρεψεν εις τον Κύριόν του
καί εν αυτώ φοβούμενος τον φρικτόν θυμόν του
άφωνος εις τ’ ουρανού ίστατο τάς θύρας.
Διατί ω θάνατε με κενάς τάς χείρας;
Δία τα παντέρημα τις θα προνοήσει
όταν και ο μόνος των βοηθός τ’ αφήσει;
Τρέξε, είπε ο Αναρχος, τρέξε ν’ αποσπάσεις
λίθον από τ’ άμετρα βάθη της θαλάσσης.
Με φόβο και υπακοή, με πίστη χαλυβδίνη
ως βολίς ο θάνατος πίπτει μολυβδίνη.
Και εις τα ουράνια μετά τάχους ίσου
φέρει τον ζητούμενον λίθον της αβύσσου.
Θραύσε τόν! Τεμάχια δύο λαμβάνει,
τά συντρίβει κι ένδον των σκώληξ ζών εφάνη.
Τις εις τα ανήλια βάθη αποκρίσου
συντηρεί τον σκώληκα τούτον της αβύσσου;
Τις εμού ω βέβηλε κάλλιον γνωρίζει
ή ζωήν ή θάνατον πότε να χαρίζει;
Ήστραψε και βρόντησε, τον κατακωφαίνει
καί βωβός ο θάνατος από τότε μένει!
Μάταια τα ώτα του ο κλαυθμός μάς κρούει,
δέν ακούει δέησιν, θρήνους δεν ακούει!