Συνέντευξη στην Ορθόδοξη Αλήθεια που κυκλοφορεί στα περίπτερα
Τις αναμνήσεις του μέσα από την εξιστόρηση προσωπικών στιγμών που συνδέονται με τον χώρο της Εκκλησίας ξετυλίγει στη συνέντευξη που ακολουθεί ο κ. Βασίλης Κόκκινος, ένας από τους διαπρεπέστερους Ελληνες δικαστικούς.
Ο κ. Κόκκινος, που διετέλεσε και πρόεδρος του Αρείου Πάγου, αναφέρεται στα παιδικά χρόνια του, στις επισκέψεις στο Αγιον Ορος αλλά και στους Ιεράρχες, που αποτελούν σημείο αναφοράς για τον ίδιο. Δεν παραλείπει να σχολιάσει τις σχέσεις των Ελλήνων με την Εκκλησία, αλλά και να αναφερθεί σε περιστατικά που σχετίζονται με τη μακρόχρονη διαδρομή του στο δικαστικό σώμα.
Ανατρέχοντας στην περίοδο της παιδικής ηλικίας σας, ποιες είναι οι πιο ζωντανές αναμνήσεις ως προς τη σχέση σας με την Εκκλησία;
Θυμάμαι ότι κάθε Κυριακή πηγαίναμε στην εκκλησία με τους γονείς και τα αδέλφια μου. Ζούσαμε στην Αταλάντη Φθιώτιδας. Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου πηγαίναμε τη νύχτα και παρακολουθούσαμε τις παρακλήσεις, με τον φόβο των βομβαρδισμών να παραμονεύει. Τη δε νύχτα τα φώτα όλα ήταν σβηστά, ενώ στα τζάμια είχαν τοποθετηθεί μπλε μονωτικές ταινίες, προκειμένου να μην είναι ορατό απέξω το φως των κεριών. Εκείνη την εποχή, όπου ο Στρατός μας προήλαυνε νικηφόρα στο αλβανικό μέτωπο, διαδόθηκε στην κωμόπολη πως η εικόνα της Παναγίας στην Εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος έκλαψε. Τότε, επηκολούθησαν αλλεπάλληλες λιτανείες στην Παναγία, αν και ορισμένοι επιχειρούσαν να αμφισβητήσουν το θαύμα. Παρά ταύτα τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα. Ακόμη και σήμερα φέρνω στον νου αυτό το συμβάν με πολύ μεγάλη συγκίνηση. Θυμάμαι τις επισκέψεις εκείνων των χρόνων στο Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, η εικόνα των οποίων εθεωρείτο θαυματουργή. Και αυτό διότι, όπως έλεγαν οι παλαιότεροι, την εποχή της μεγάλης γρίπης (1917), όπου στην Αταλάντη πέθαιναν καθημερινώς έως και 20 άτομα, έγινε λιτανεία με την εικόνα των Αγίων και σταμάτησαν οι θάνατοι. Εκτοτε κάθε χρόνο μεταφέρουν την εικόνα πεζή στα χέρια προσκυνητές από το μοναστήρι στην πόλη, όπου παραμένει εκεί για μία εβδομάδα. Μάλιστα, όταν υπηρετούσα
στη θέση του προέδρου του Αρείου Πάγου, είχα συνοδεύσει κι εγώ μία φορά την περιφορά της εικόνας.
Στα χρόνια του ενήλικου πλέον βίου υπήρξε κάποια σεβάσμια μορφή από τον χώρο της Εκκλησίας, από την οποία αντλούσατε την απαραίτητη φώτιση και εμψύχωση; Υπήρξαν κάποιοι προσκυνηματικοί τόποι, με τους οποίους ήσασταν ιδιαίτερα συνδεδεμένος;
Κατά την επαγγελματική διαδρομή μου γνωρίστηκα με πολλούς Ιεράρχες. Οταν διορίστηκα πρόεδρος Πρωτοδικών στη Θεσσαλονίκη -περίπου το 1969-, έκανα μια περιοδεία στο Αγιον Ορος. Εκεί γνώρισα τον Ηγούμενο της Μονής Ξενοφώντος, τον π. Αλέξιο, με τον οποίο ακόμη και σήμερα διατηρώ φιλία και δέχομαι την ευλογία του. Επισκεπτόμουν τη μονή σχεδόν κάθε χρόνο. Σε κάποια επίσκεψή μου ήταν μαζί και ο τότε πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα Μάικλ Σωτήρχος (αρχές δεκαετίας του ’90) και είχαμε διανυκτερεύσει στο άνω μοναστήρι. Πηγαίναμε συνήθως στις Καρυές, όπου προσκυνούσαμε την εικόνα του Αξιον Εστί και βλέπαμε τη σύναξη των μοναχών.
Τι ήταν εκείνο που σας συγκίνησε περισσότερο από το Αγιον Ορος;
Η μοίρα θέλησε να γνωρίσω τον π. Παΐσιο. Κάθε φορά που πήγαινα, τον επισκεπτόμουν. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ότι άφηνε πάντοτε έξω από το κελί του ξηρούς καρπούς, για να παίρνουν οι πιστοί όταν δεν τον έβρισκαν ή όταν δεν τους άνοιγε. Τις ώρες που προσευχόταν δεν άνοιγε σε κανέναν. Επρεπε να έχεις την υπομονή να περιμένεις πρώτα να τελειώσει το προσκύνημά του, να ξεκουραστεί και έπειτα σε δεχόταν. Εχει αποτυπωθεί έντονα στη μνήμη μου το εξής που μου έλεγε: «Ο άνθρωπος ο οποίος ζει στην κοινωνία και δεν έχει πίστη στον Θεό είναι σαν τον στρατιώτη που είναι σε ένα δάσος ασυρματιστής και δεν έχει επαφή με κανέναν». Αυτός που δεν μπορεί να επικοινωνήσει με κάποιον απελπίζεται. Το ίδιο και ο άνθρωπος, ευρισκόμενος εντός της κοινωνίας. Ζει και περνά δοκιμασίες. Χωρίς όμως την πίστη στον Θεό, είναι χαμένος.
Η ελληνική κοινωνία πόσο κοντά βρίσκεται σήμερα στην Εκκλησία και στις αξίες που αυτή πρεσβεύει; Πόσο συνεπείς χριστιανοί είμαστε;
Οπωσδήποτε το χαμηλό επίπεδο και η συμπεριφορά ορισμένων ιερέων έχουν συμβάλει στην απομάκρυνση των πιστών από την Εκκλησία. Από την άλλη πλευρά, και ο κόσμος δεν είναι απολύτως σωστός ως προς την έκφραση της πίστης του. Βλέπουμε, π.χ., τη Μεγάλη Παρασκευή και την Ανάσταση με πόση βιασύνη οι πιστοί τρέχουν να πιάσουν θέση για φαγητό, λες και έχουν να φάνε μήνες! Δεν μπορώ ωστόσο να μην παρατηρήσω ότι πολλοί νέοι εκκλησιάζονται τακτικά και αυτό είναι αισιόδοξο. Τι τα θέλετε όμως; Αφού πλέον έχει σταματήσει ο εκκλησιασμός των μαθητών, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε παλαιότερα, συνήθως κάθε Παρασκευή, πώς είναι δυνατόν να διατηρούνται οι δεσμοί των νέων με την Εκκλησία; Αυτό, πάντως, που θα ήθελα να προτείνω είναι ότι ίσως θα έπρεπε να περιοριστεί το λειτουργικό μέρος και να εκσυγχρονισθεί. Εκτός από τους παραδοσιακούς ύμνους, θα μπορούσε να προστεθεί και ένα κομμάτι προσευχών κατανοητών από τους περισσοτέρους, στις οποίες θα μπορούσε να συμμετέχει όλο το εκκλησίασμα. Επίσης, δεν θα έπρεπε να διαρκούν πολύ ώρα οι λειτουργίες. Π.χ. το «Νανούρισμα της Παναγίας», ένας ύμνος στον οποίο επιμένουν οι ιεροψάλτες για πάνω από πέντε λεπτά, θα μπορούσε να συντομευθεί.
Ποια πρόσωπα από τον χώρο της Ορθοδοξίας αποτελούν για εσάς έναν ζωντανό φάρο έμπνευσης;
Εχουμε έναν καθ’ όλα αξιοσέβαστο Αρχιεπίσκοπο, τον κ. Ιερώνυμο, με πολλές γνώσεις, όσο και μειλίχιο, συνετό και προσεκτικό στη συμπεριφορά του Ιεράρχη. Εκτιμώ επίσης τον Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ, πολύ μορφωμένος και μαχητικός, ο οποίος συχνά συγκρούεται με αθέους που βάλλουν κατά της πίστης. Πολύ καλοί Ιεράρχες είναι και ο Ανθιμος Θεσσαλονίκης, μαχόμενος υπέρ της Εκκλησίας και παρακολουθών τα πάντα, ο Νικόλαος Φθιώτιδος, το φιλανθρωπικό έργο του οποίου είναι λίαν αξιέπαινο, αλλά και ο Αμβρόσιος Αιγιαλείας, που διατηρεί φιλανθρωπικά ιδρύματα στα Καλάβρυτα και στο Αίγιο. Παρεμβαίνει δε σθεναρώς όταν θίγεται το κύρος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Πιστεύετε ότι κάποιοι επιχειρούν και πάλι να επαναφέρουν στην επικαιρότητα το θέμα διαχωρισμού Εκκλησίας – κράτους;
Αυτό παραμένει συνεχώς ανοιχτό εκ μέρους των αριστερών και εκείνων που θέλουν να μειώσουν τον ρόλο της Εκκλησίας. Ξεχνούν όμως όλοι αυτοί ότι η Εκκλησία έχει πολλές φορές ενισχύσει την Πολιτεία παντοιοτρόπως. Εφόσον θα είχε όλη την περιουσία της από την αρχή, βεβαίως θα μπορούσε να μισθοδοτήσει τους ιερείς. Συγχρόνως όμως θα μπορούσε να διατηρεί και άλλες δραστηριότητες, προκειμένου να βρίσκει πόρους για να ενισχύει τις δράσεις της. Γιατί το Βατικανό να έχει ιδιόκτητη τράπεζα; Η Ορθόδοξη Εκκλησία όμως δεν έχει αυτό το προνόμιο. Και αυτό, φυσικά, δεν μπορεί να γίνει τώρα, θα μπορούσε να έχει συμβεί πριν από αιώνες. Αλλά για ποιον διαχωρισμό να μιλάμε, όταν συνεχίζουν να απογυμνώνουν την Εκκλησία; Οι 40 πιστοί θα πληρώσουν τον ιερέα ενός μικρού χωριού;
Ποιες είναι οι πιο αγαπημένες σας φράσεις;
«Τον Θεό τον βλέπουμε πάντα με δακρυσμένα μάτια». Οπως και η εξής φράση: «Θεέ μου, βοήθησέ με να μην περάσω όσα μπορώ να υποφέρω»…
Το θρησκευτικό φρόνημα των δικαστών σε ποιον βαθμό επηρέαζε τις κρίσεις τους επί των αποφάσεων;
Επί της εποχής μας, το θρησκευτικό φρόνημα ήταν υψηλότατο. Πρώτοι εμείς κάναμε αγιασμό κατά την έναρξη του δικαστικού έτους. Επίσης, πήραμε την πρωτοβουλία να κάνουμε ένα εκκλησάκι δίπλα στον Αρειο Πάγο. Δυστυχώς, παρότι είχαμε ετοιμάσει το σχέδιο και είχαμε εξασφαλίσει τα σχετικά κονδύλια, επανήλθε στην κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ, το 1993, και η κατασκευή του εγκαταλείφθηκε. Ο Ματθίας, που με διαδέχθηκε στον Αρειο Πάγο, όχι μόνο αγνόησε αυτή την απόφαση, αλλά έδωσε εντολή να γίνει η αποκαθήλωση των εικόνων από τις δικαστικές αίθουσες! Μάλιστα, στην αίθουσα του προέδρου του Αρείου Πάγου, πάνω από το κεφάλι του, βρισκόταν μια εικόνα του Χριστού παλαιά και μεγάλης αξίας, η οποία κατέβηκε και αυτή! Φτάσαμε σήμερα το θρησκευτικό συναίσθημα να έχει αμβλυνθεί και τα πάντα να επιτρέπονται!
Οταν κάποιος ορκίζεται στο Ευαγγέλιο, δεν τίθεται υπό την κρίση του Θεού;
Σαφώς και είναι έτσι. Για να γίνει ένας δικαστής, πρώτα έχει ορκιστεί. Το ίδιο έγινε και με τον Ματθία. Εντούτοις στη συνέχεια κατέβασε τις εικόνες. Ο όρκος δεν μπήκε τυχαία. Εγινε για να εξαναγκαστεί ένας μάρτυρας να πει την αλήθεια. Στα δικαστήρια κάποιες φορές παρατηρείται το φαινόμενο να ακουμπά ο μάρτυρας το χέρι στην άκρη του Ευαγγελίου. Οταν ο δικαστής τούς λέει: «Βάλτε καλά το χέρι, να ακουμπήσει όλη παλάμη», διαπιστώνει ότι ο μάρτυς γίνεται διστακτικός. Αλλα λέει στην αρχή και άλλα όταν παλαμίζει το Ιερό Ευαγγέλιο.
Η ψευδορκία γίνεται εύκολα αντιληπτή;
Αλλοτε ναι, άλλοτε όχι. Οταν ο άλλος είναι ξετσίπωτος, τότε τι να καταλάβεις; Υποκρίνεται σχεδόν τέλεια.
Υπήρχαν κατηγορούμενοι που υπό το βάρος των πράξεών τους λύγιζαν και ζητούσαν συγγνώμη;
Σπανιότατα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Επειδή απλούστατα στην περίπτωση που ο άνθρωπος αυτός έχει μετανιώσει, εφόσον η πράξη του δεν ανάγεται στο επίπεδο εγκληματικής πράξης, συνήθως η υπόθεση διευθετείται πιο εύκολα, ζητώντας συγγνώμη.
Υπήρξαν στιγμές που νιώσατε ότι είχατε απέναντί σας έναν άνθρωπο στον οποίον άξιζε να επιδείξετε σε κάποιο βαθμό οίκτο;
Κατά τον νόμο, πρέπει να λάβεις υπόψη τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου πριν και μετά την πράξη. Ολα συνεκτιμώνται από το δικαστήριο. Ενας δικαστής δεν έχει δικαίωμα να υποστηρίζει ότι ο Θεός είναι υπεράνω του νόμου και να μη θέλει να τον εφαρμόσει. Σίγουρα πολλές φορές είχα νιώσει την ανάγκη να απευθυνθώ στον Θεό και να ζητήσω τη βοήθειά του, όταν έβλεπα ότι ήμουν αντιμέτωπος με μια δύσκολη υπόθεση. Εάν έχω κάνει σωστά το καθήκον, γιατί να ζητήσω συγγνώμη από τον Θεό, έστω και εάν ο νόμος είναι αυστηρός; Ο δικαστής έχει υποχρέωση να τον εφαρμόσει.
Αυτό τηρείται απαρέγκλιτα από όλους;
Υπήρχε παλαιότερα κάποιος δικαστής που αθώωνε τους πάντες! Εκδίκαζε 40 υποθέσεις και κήρυσσε και τους 40 αθώους. Επειδή δε ήταν και ποντιακής καταγωγής, έλεγαν όλοι: «Στην έδρα είναι ο Αούτης, δεν παίρνω δικηγόρο!» Δεν είναι, φυσικά, σωστό να αποφασίζει ο δικαστής ότι όλοι είναι αθώοι, είναι και αυτό μια πράξη αυθαιρεσίας.