Τη Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016, στην αίθουσα «Ξενία» της Μητρόπολης πραγματοποιήθηκε ιερατική σύναξη.
Ο π. Βασίλειος Καλλιακμάνης ,καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., παρουσίασε εισήγηση με θέμα: «Ο ιερεύς μπροστά στο Μυστήριο της κένωσης του Υιού και Λόγου του Θεού».
Στη συνέχεια ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ.Βαρνάβας επεκτείνοντας τις σκέψεις του ομιλητή τόνισε το πνεύμα της θυσίας, της ανιδιοτέλειας και της χριστοκεντρικότητας, το οποίο είναι απαραίτητο να κοσμεί την ιερατική διακονία για να είναι αυτή ευάρεστη στο Θεό .
Παρατίθεται παρακάτω περίληψη της εισήγησης
Ο ΙΕΡΕΥΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΚΕΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Περίληψη
Πρωτ. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης
Το κεντρικό ερώτημα που απασχολεί πολλούς κληρικούς σήμερα είναι: Τελικά ως Εκκλησία θάπεριορισθούμε στο ρόλο μιάςεθελοντικής μη ΚυβερνητικήςΟργάνωσηςπροσφοράςκοινωνικούέργου, που μας προσδιδει κύρος και μας δικαιώνει στα μάτια των δημοσιογράφων και του κοσμου ή θα κρατήσουμε τη θέση μας στις προδιαγραφές και την οδό της αποστολικης και της πατερικής μας παράδοσης. Θα γίνουμε κυρίως παράρτημα των κοινωνικών υπηρεσιών του κρατους και δευτερευόντως Εκκλησία προσευχομένη ή το αντίστροφο;
Η ταπεινή μου γνώμη είναι, ότι εάν δεν υπηρετούμε με συνέπεια το Θεό, δεν πρόκειται να διακονήσουμε επιτυχώς τους συνανθρώπους μας. Ο φιλοθεος είναι ταυτόχρονα και φιλανθρωπος. Εξάλλου αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα του Ευαγγελίου. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως εαυτόν». Γι’ αυτό και σήμερα θα ήθελα μελετωντας σπαράγματα μόνο από το βιβλικό, υμνολογικό και ευχολογικό πλούτο της Εκκλησίας μας να εστιάσω αυτοκριτικά στην αυτοσυνειδησία μας ως ιερέων της Εκκλησίας και ταπεινών διακόνων του Σωτήρος Χριστού.
Αναρωτιέμαι συχνά ως κληρικός: Ποιος είμαι; Πως στέκομαι ενώπιον του μυστηρίου της θείας κένωσης; Ποια η ταυτότητά μου; Πως λειτουργώ και κηρύττω; Πως εύχομαι εξ ονόματος του λαού του Θεού; Ποιος φοβος και ποιο δέος με διακατέχει; Εάν βεβαια με διακατέχει. Πως προσερχομαι ενωπιον του θυσιαστηρίου; Με αυταρεσκεια ή με αυτομεμψία; Με θρασύτητα ή με συντριβη; Ναρκισσεύομενος ή εν ταπεινώσει; Στενοκαρδος ή ευρύχωρος; Μικροψυχος ή αρχοντικος; Οργίλος ή νηφάλιος; Με ανάκληση του ασώτου νοός μου και αυτοσυγκεντρωση ή με διάχυση, εξωστρέφεια και αργολογία;
Σε κάθε περίπτωση αυτό που μας διδάσκει η Εκκλησία είναι να βρισκομαστε στην οδό του Κυριου και την συνεχή εποπτεία του Παρακλήτου. Στην οδο του Σταυρού και της Πεντηκοστης. Στα Αρεοπαγιτικά Συγγράμματα (6ος αι.) βλέπουμε ότι η «σταυροειδής σφραγίδα» του επισκόπου στην κεφαλη του νεοχειροτονούμενου πρεσβυτέρου σημαίνει «την απασών ομού των σαρκικών ορεξεων ανενεργεσίαν και θεομίμητον ζωήν, αφορωσαν ακλινως εις την ανδρικην Ιησού θειοτάτην ζωήν, άχρι σταυρού και θανάτου…». Δηλαδή να βρισκόμαστε στην εκούσια οδό της κένωσης του Χριστού.
……………………………………………………………………………………..
Η διδασκαλία της Εκκλησίας για την κένωση του Υιού και Λόγου του Θεού ειναι σαφής και συνοδικά εκπεφρασμένη. Σχετικα ομως με τις σωτηριολογικές και ανθρωπολογικές συνέπειες καθώς και την ενσωματωσή της στις ευχες της Εκκλησίας χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση. Έχει ιδιαίτερη σημασία για όλους τους χριστιανούς, αλλά ειδικοτερα για τους κληρικούς να συνειδητοποιήσουν ότι, ο κεντρικος πυρηνας ορισμένων ευχών της Εκκλησιας απηχεί τη διδασκαλία αυτη, μεταφέροντας την από το χριστολογικό στο ανθρωπολογικό επίπεδο. Η μεταφορά αυτή νοείται ως εκούσια ταπείνωση κυρίως του κληρικού, προκειμενου να γίνει δεκτικός της χάριτος. Επίσης, η συνειδητοποίηση του περιεχομένου των ευχών και η εμβάθυνση στο νόημά τους συμβάλλει στην «ενπνεύματι και αληθεία» λατρεία του Θεού.
.……………………………………………………………………………………
Η κένωση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θεία δόξα και η έκφραση «μορφήν δούλου» δηλώνει τη σχέση του Χριστού με τον ανθρωπο. Υπάρχει κι ένα τρίτο σημαντικό σημείο. Ο ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος κατά την κένωσή του είναι απόλυτα ελεύθερος. Οι Πατέρες ομιλούν για «εκούσιον κενωσιν» ή «κένωσιν εθελούσιον» και στις Ακολουθίες των πρώτων ημερών της Μεγάλης Εβδομάδος γινεται λόγος για «εκούσιον πάθος». Η εκούσια και όχι αναγκαστική οδός προς το σταυρό φανερώνει την άπειρη αγάπη του Θεού προς το πλάσμα του, τον άνθρωπο.
……………………………………………………………………………………..
Στην ευχή του Χερουβικού Ύμνου, «Ουδείς άξιος … λειτουργείν σοι, Βασιλεύ της δόξης…», εισάγεται η λυτρωτική φράση, «Αλλ’ όμως διά την αφατόν σου φιλανθρωπίαν…». Στη συνέχεια, ο λειτουργος αποκαλεί τον εαυτό του αχρείο, ανάξιο και αμαρτωλό. Εδώ έχουμε την κατάβαση και την κάθοδο διά της ταπείνωσης. Πρόκειται για την ανθρώπινη κένωση απο τον εγωισμό και τη φιλαυτία, ενώ ταυτόχρονα ο ιερέας προσπιπτει στην αμέτρητη φιλανθρωπία του Θεού. Επικαλείται τις συνέπειες της ενανθρωπησης και εκζητεί τη φιλανθρωπία και το έλεος για να «ικανωθεί» απο το Άγιο Πνεύμα να προσφέρει την αναίμακτη θυσία. Εδώ απαντά η ανοδος διά της χάριτος. Σκύβει ικετευτικά την κεφαλή και παρακαλωντας τον Θεό να μην του αποστρέψει το πρόσωπο, και να μην τον ξεχωρισει από τα παιδιά του. «Κανένας ιερέας ποτέ δεν πλησιάζει την αγία Τραπεζα, για να κάμη τη θεία Λειτουργία, πιστεύοντας στην αγιότητά του. Αν γελαστή και το πιστέψη πως είναιάγιος, δεν πρέπει να λειτουργη», γραφει ο μακαριστός Μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος. Και συμπληρώνει: Ο ιερέας στη Λειτουργία κρίνεται κι ο λαός σώζεται!
………………………………………………………………………………………
Ο Αρχιμ. Σωφρόνιος υπονοώντας την οδό της κενωτικής κατάβασης γράφει: «Όσον πλείον ταπεινούμεθα εν τη οδυνηρα μετανοία, τοσούτον ταχυτερον η προσευχή ημών φθανει εις τον Θεόν. Εάν όμως απολεσωμεν την ταπείνωσιν, τότε ουδεμία ασκησις δυναται να βοηθήση ημάς. Η ενεργεια εν υμίν της υπερηφανείας, της κατακρισεως των αδελφων, η υπεροψία και αντιπάθεια προς τον πλησίον απομακρυνουν ημας από του Κυρίου».
Και ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνιτης περιγράφει ως εξής την οδό της ανόδου και της δόξης διά της χάριτος: «Αν έβλεπαν οι άνθρωποι σε ποια δόξα λειτουργεί ο ιερεύς, θα επεφταν καταγής από το όραμα αυτό. Και αν ο ίδιος ο ιερέαςέβλεπε τον εαυτό του, σε ποια ουράνια δόξα βρισκεται κατα την τέλεση του λειτουργηματός του, τότε θα γινόταν μεγάλος ασκητης και θα αγωνιζόταν να μη θλιψη με τίποτε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που ζεί μέσα του».