Υπό Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού
Το ορόσημο του καινούργιου χρόνου είναι πάντα σταθμός που κλείνει μέσα του μια μόλις συγκρατούμενη τραγικότητα. Θα ‘λεγε κανείς πως είναι ώρα μάλλον πένθιμη παρά χαρούμενη, αν το πένθος δεν είχε γίνει σήμερα ο επικρατέστερος τόνος, σε πλήθος άλλες περιπτώσεις της ιδιωτικής ή της συλλογικής μας ζωής, περιπτώσεις πολύ σκληρότερες και πολύ πιο επώδυνες.
Ανεξαρτήτως του πως αντιλαμβάνεται κανείς την έννοια του χρόνου, αν δηλαδή τον θεωρεί μια τελείως πλασματική σύμβαση, ή του αναγνωρίζει και μια ρεαλιστική σχέση με τα όντα και τα γινόμενα, πρέπει να ομολογήσουμε ότι κάθε Πρωτοχρονιά, για τον σκεπτόμενο άνθρωπο είναι ανυπέρβλητη πρόκληση για σιωπηλούς «ισολογισμούς».
Βλέποντας ή ακούγοντας κανείς το ρολόι του χρόνου να χτυπά πάλι για όλους την συμπλήρωση 12 μηνών (όπως ακούς μεσ’ τα μεσάνυκτα τους 12 χτύπους του κεντρικού ρολογιού της Δημαρχίας), δεν μπορεί να μην συλλογισθεί ποιό αντίκρυσμα μπορεί να άφησαν μέσα του οι τελευταίοι αυτοί 12 μήνες σε κέρδος ή σε απώλειες.
Ήδη το χαρακτηριστικό γεγονός ότι το θετικό εξαγόμενο του χρόνου το μετρούμε σε ενικό (κέρδος, όχι κέρδη), ενώ το αρνητικό σε πληθυντικό (απώλειες, όχι απώλεια), δείχνει την απαισιοδοξία να υπερτερεί της αισιοδοξίας, μπροστά στο «γύρισμα της σελίδας».
Αυτή ακριβώς η «απαισιοδοξία», που εκ των προτέρων σκιάζει τον ορίζοντα του ανατέλλοντος νέου χρόνου, εκδηλώνεται – παρά τους πανηγυρισμούς, τις ευχές, τα δώρα και τα φαγοπότια− σε μια σύντομη νοερή καταμέτρηση των «εφοδίων», με τα οποία ξεκινά κανείς την πορεία στο νέο αυτό στάδιο της επίγειας ζωής, του οποίου γνωρίζει μεν κατ’ αρχήν την προγραμματική διάρκεια, δεν γνωρίζει όμως το περιεχόμενο και τα επί μέρους βιώματα αυτής της πορείας.
Καταμετρώντας λοιπόν κανείς, επ’ ευκαιρία της Πρωτοχρονιάς, «τα ρέστα» που του έχουν μείνει, σε ψυχικές και σωματικές δυνάμεις, για συνέχιση του αγώνα, προσπαθεί να βρεί πόσα είναι, κατά την συγκεκριμένη εκείνη στιγμή, τα «κρατούμενα» που διαθέτει.
Αν είναι ειλικρινής και σώφρων ο αυτοζυγιζόμενος άνθρωπος – την ώρα τουλάχιστον των «ισολογισμών» της συνειδήσεώς του − θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι «κρατούμενα» σταθερά οι θνητοί δεν έχουν. Όλα τα παρόντα είναι ρευστά και αβέβαια ως «μη όντα». Το μόνο μας επομένως σταθερό «δεδομένο» και «κρατούμενο» είναι κάθε στιγμή η «γύμνια» μας! Την εμπιστευόμαστε εν ευγνωμοσύνη και ταπεινώσει εις τον μόνον «Κρατούντα» Θεό της αγάπης και των οικτιρμών. Καί γνωρίζουμε ότι δεν θα μας στερήσει το έλεός Του, όσο το επικαλούμαστε.
Γι’ αυτό, σε κάθε μας ξεκίνημα πρέπει να προηγείται το «ευλογητός ο Θεός»! Καί σε κάθε μας «ολοκλήρωση» ή «επιτυχία» να επαναλαμβάνωμε εν ευγνωμοσύνη την ακροστιχίδα της Δοξολογίας Του:
«ότι Σον το κράτος, και Σού εστιν η βασιλεία,
και η δύναμις και η δόξα, του Πατρός και του
Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν
και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Αμήν
(Από «Φωνή της Ορθοδοξίας», Ίανουάριος – Φεβρουάριος 2003 / Επίσημος Έκδοσις Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας)