Ούτε γέλιο ούτε κλάμα. Κάτι ως κύμα σιγής. Κι αμετάφραστες λάμψεις.
Σ΄ ανοιχτή την αγκάλη της η στοργή σταυρωμένη.
Πιο λεπτή. Πιο απαλή. Πιο ιλαρή. Για τη θλίψη της σκέφτομαι : θα γινόταν να γίνει; Πιο εισδυτική και ταυτόχρονα λυτρωτικότερη;
Θλίβομαι άρα υπάρχω : βαθύτερος, πυκνότερος, προφανέστερος πάσης ανυπαρξίας.
Η ζωή της διάφανη : να πενθεί για τη σταύρωση. Η ζωή της βαθειά : να πενθεί για το θάνατο. Η ζωή της πυκνή : να πενθεί μια αμαρτία.
Αν αφουγκράζομαι και τη δική μου ζωή τούτην ακριβώς τη θλίψη να επιποθεί, είναι διότι εντός της δεν αντέχει τίποτα που να μην κυοφορεί σημασίες. Ίσα ίσα αμαρτία – λογίζομαι – είναι, ειδικά, η απάρνηση της σημασίας. Είναι η απόφαση της ελευθερίας του κόσμου να απαρνηθεί την ελευθερία του. Είναι – σα να λέμε – η απάρνηση, όπως τούτης, μιας θλίψης.
Μιας θλίψης που, μόνη εκείνη με πείθει πως χωράει το παν, καθώς μόνη η ίδια δεν φοβάται το τίποτα. Πως διανοίγει τα πέρατα. Πως γεννάει το θαύμα. Γι΄ αυτό και – εν ετέρα εικονίσει – μού συστήνεται ως η μύχια χαρά του πιο άπειρου χρόνου, του πιο απέραντου σύμπαντος, του πιο ανέκπτωτου είναι.
Γιώργος Καστρινάκης