Κυριακάτικο εγκύκλιο κήρυγμα του Μητροπολίτου Γόρτυνος Ιερεμία
Ψαλμός 12
Η ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΦΥΓΗ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΘΕΟ
1. Το κήρυγμά μου σήμερα, αδελφοί χριστιανοί, θα αναφέρεται στον 12ο Ψαλμό. Ο ποιητής του Ψαλμού αυτού αρχίζει με μία απογοητευτική κραυγή: «Έως πότε, Κύριε;» (στιχ. 2).
Πόσες φορές δεν έχουμε εκβάλει και εμείς οι ίδιοι την κραυγή αυτή, αλλά και την έχουμε ακούσει από τους άλλους; Ο ποιητής μας παραπονείται στον Θεό ότι τον λησμόνησε εντελώς («επιλήση μου εις τέλος;») και ότι συνεχώς αποστρέφει το πρόσωπό Του απ᾽ αυτόν (στιχ. 2β). Στην συνέχεια ο ψαλμωδός μας φαίνεται ότι βασανίζεται «ημέρας και νυκτός» (στιχ. 3), χωρίς όμως να μας λέει τον λόγο των βασάνων του, των «οδυνών» του. Μας μιλάει όμως παρακάτω για «εχθρό» του, ο οποίος φαίνεται ότι τον έχει καταβάλει, γι᾽ αυτό και παραπονείται λέγοντας: «Έως πότε υψωθήσεται ο εχθρός μου επ᾽ εμέ;» (στιχ. 3β). Αν λάβουμε υπ᾽ όψιν την επιγραφή του Ψαλμού, ότι αυτός γράφτηκε από τον Δαβίδ, τότε θα πούμε ότι ο εχθρός εδώ είναι ο Σαούλ, ο οποίος, όπως ξέρουμε (βλ. Α´ Βασ. 27,1 εξ.), εδίωκε πραγματικά τον Δαβίδ και τον ανάγκαζε να καταφεύγει πότε στον Αγχούς, τον βασιλέα της Γεθ, πότε στο σπήλαιο Οδαλλάμ, πότε στην Μασσηφάτ της Μωάβ και πότε στην έρημο Μασαρέμ, στο όρος Ζιφ.
2. Στα κυνηγητά από τον εχθρό του ο ποιητής μας καταφεύγει στον Θεό και αφού του λέγει τον πόνο του με το «έως πότε, Κύριε;», τον παρακαλεί τώρα να επιβλέψει το πρόσωπόν Του προς αυτόν και να του φωτίσει τα μάτια του.
«Επίβλεψον, εισάκουσόν μου, Κύριε ο Θεός μου· φώτισον τους οφθαλμούς μου, μήποτε υπνώσω εις θάνατον» (στιχ. 4), λέγει. Παρακαλεί, δηλαδή, τον Θεό αντί να του αποστρέψει το πρόσωπό Του, όπως παραπονέθηκε πριν από λίγο, τώρα να στρέψει το πρόσωπό Του ευνοικά σ᾽ αυτόν και να τον ευσπλαχνισθεί. Αυτό θα τον ζωογονήσει ψυχικά και σωματικά και θα τον ανορθώσει. Αυτό σημαίνει το «φώτισον τους οφθαλμούς μου», που είπε πριν από λίγο στον Θεό. Γιατί, όσοι είναι καταπεσμένοι ψυχικά και σωματικά νοιώθουν ότι έχουν σκοτισμένους τους οφθαλμούς τους. Αν όμως ο Θεός, λέγει στην συνέχεια ο ποιητής μας, δεν τον υπερασπιστεί και δεν τον βοηθήσει, τότε ο εχθρός του θα γίνει πιο θρασύς και πιο επιθετικός εναντίον του και θα λέγει: «Ίσχυσα προς αυτόν» (στιχ. 5)! Τον κατενίκησα! Τότε και όλοι οι σύμμαχοι και φίλοι του εχθρού του ποιητού μας, που τον κατέθλιβαν και αυτοί, θα χαρούν χαρά μεγάλη, γιατί θα τον βλέπουν εντελώς ηττημένον («οι θλίβοντές με αγαλλιάσονται, εάν σαλευθώ», στιχ. 5).
3. Ο Ψαλμός τελειώνει με την γλυκειά ελπίδα, που έχει ο ποιητής μας στο έλεος του Θεού, ότι θα τον βοηθήσει και θα τον σώσει: «Εγώ δε επί τω ελέει Σου ήλπισα», λέγει (στιχ. 6). Καί αυτό βεβαίως του δίνει μεγάλη χαρά, του δίνει αγαλλίαμα. Γι᾽ αυτό και αμέσως παρακάτω λέγει: «Αγαλλιάσεται η καρδία μου εν τω σωτηρίω σου» (στιχ.6). Ευγνώμων δε ο ποιητής μας για την σωτηρία που θα του δώσει ο Θεός υπόσχεται ότι θα Τον υμνεί και θα Τον δοξάζει. «῎Ασω τω Κυρίω τω ευεργετήσαντί με και ψαλώ τω ονόματι Κυρίου του Υψίστου» (στιχ. 6), λέγει.
Με πολλές ευχές
† Ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας