Κάποτε κάποιος δόκιμος μοναχός έφυγε από τη σκήτη και πήγε στο κοινόβιο των Ταβεννησιωτών.
Εκεί όμως όλοι οι πατέρες ήταν σχεδόν άγιοι άνθρωποι και πραγματικοί ασκητές.
Ύστερα από 30 ημέρες ο δόκιμος μοναχός ήρθε στον αρχιμανδρίτη του κοινοβίου και του λέγει:
-Αββά, ευλόγησέ με και άφησέ με να φύγω, γιατί εδώ δεν μπορώ πλέον να παραμείνω.
-Γιατί παιδί μου; τον ρωτάει ο γέροντας.
–Γιατί εδώ δεν υπάρχει ούτε κόπος, ούτε μισθός. Εδώ όλοι οι πατέρες είναι αγωνιστές, ενώ εγώ είναι άνθρωπος αμαρτωλός. Θα προτιμήσω να πάω εκεί που θα βρω ανθρώπου να με βρίζουν και να με εξευτελίζουν.
Γιατί αυτά είναι που σώζουν έναν αμαρτωλό και θα γεννήσουν την ταπείνωση μέσα μου.
Όταν άκουσε αυτό ο γέροντας θαύμασε και επειδή γνώριζε ότι είναι πραγματικός εργάτης των εντολών του Θεού τον απέλυσε λέγοντας:
-Πήγαινε παιδί μου, να ενδυναμώνεσαι, να ισχυροποιείται η καρδιά σου και να υπομένεις τον Κύριο.