Είναι βράδυ Αυγούστου κι ο Χρήστος Τσούφκας δεν κοιμάται. Ξαπλωμένος πάνω στις φτέρες μέσα στο καλύβι του, τυλιγμένος με την κάπα, έχει τα μάτια του ανοιχτά μες στο σκοτάδι κι ακούει. Παράξενη ησυχία απόψε στο ξέφωτο. Πριν σουρουπώσει έκλεισε ο καιρός από παντού, οι γύρω κορφές χάθηκαν μέσα στα βαριά μελανά σύννεφα και, θαρρείς, νύχτωσε πιο νωρίς. Ένα υγρό αεράκι γέρνει τα χορτάρια κι ακούγονται μόνο τα κυπριά των μουλαριών, που βόσκουν πιο πέρα, και το βουητό του Παλαβού –ενός άγριου χείμαρρου που χύνεται στο μεγάλο ρέμα. Δουλεύει εδώ πάνω στο βουνό μ’ άλλους καμιά δεκαπενταριά λοτόμους.
Κόβουν μεγάλα δέντρα, οξιές, ρόμπολα κι ελάτια, τα καθαρίζουν κι οι κυρατζήδες τα κουβαλούν πιο κάτω στα νεροπρίονα, όπου τα τεμαχίζουν σε δοκάρια, γρεντιές, σανίδες… ανάλογα τις παραγγελίες. Από τα δεκαπέντε του που πρωτοανέβηκε με τον πατέρα του στο βουνό, πέρασαν, σχεδόν, άλλα σαράντα χρόνια που ξεκαλοκαιριάζει σ’ αυτούς τους λόγγους.
Άλλες βραδιές τέτοια ώρα δεν μπορεί να ησυχάσει απ’ τη φασαρία. Λοτόμοι και κυρατζήδες, μόλις νυχτώσει, ανάβουν φωτιά στη μέση του μικρού ξέφωτου και μαζεύονται όλοι τριγύρω να δειπνήσουν και να κουβεντιάσουν. Εκεί, γύρω απ’ τη φωτιά, λένε πώς πέρασαν τη μέρα τους και μαθαίνουν νέα απ’ τους κυρατζήδες που κατεβαίνουν στα πριόνια κι έρχονται σε επαφή και μ’ άλλους χωριανούς. Ύστερα, οι περισσότεροι πέφτουν για ύπνο γιατί ξυπνούν πολύ νωρίς, μόλις χαράξει. Κοιμούνται σε πρόχειρα καλύβια που φτιάχνουν με κλαδιά και πολλές φτέρες, να μην περνάει το νερό όταν βρέχει, αλλά και να μην κρυώνουν, γιατί τα βράδια κάνει πολύ κρύο εδώ πάνω.
Συνήθως κοιμούνται δυο-δυο αλλά ο Χρήστος Τσούφκας κοιμάται μόνος, έχοντας φτιάξει το καλύβι του κάπως απόμερα. Πηγαίνει κι αυτός τα βράδια στη φωτιά, τρώει μαζί τους και μετά φεύγει πάντα πρώτος. Είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία και ο πιο έμπειρος. Κάποιοι λοτόμοι τον σέβονται και τον συμβουλεύονται• άλλοι πάλι όχι. Είναι μια παρέα, τρεις-τέσσερις, που κάθονται μέχρι αργά κάθε βράδυ γύρω απ’ τη φωτιά, πίνουν ρακί, μεθούν, γελούν δυνατά και λένε προστυχιές. Τον χλευάζουν και τον ειρωνεύονται γιατί είναι θρήσκος και νηστεύει. «Φάε, Χρήστο, ψωμί μ’ αλατισμένα τσουκνίδια, καθαρίζουν και το αίμα…» τους ακούει που κοροϊδεύουν.
Δυο μέρες τώρα είχαν βρει άλλο βιολί. Ένας απ’ αυτούς, ο Μπάτας, έστησε θηλιές στις ντίρες κι έπιασε μια αλεπού που την είδε να τριγυρίζει κοντά στις καλύβες. Μάλλον της μύρισαν τα τομάρια απ’ τους σκαντζόχοιρους που πετάνε στους γύρω θάμνους. Τους πιάνουν, τους γδέρνουν και τους ψήνουν το βράδυ στη φωτιά πίνοντας τα ρακιά. Έδεσε την αλεπού σ’ έναν πάσσαλο κι όλη νύχτα τη βασάνιζαν. Ο ένας την κλωτσούσε, κάποιος έφερνε κάθε τόσο ένα αναμμένο δαυλί στα μάτια της, άλλος έβαζε φωτιά στην ουρά της… Το ζωντανό δεν άντεξε? την άλλη μέρα ψόφησε.
Απόψε όμως, σαν σκιαγμένοι όλοι, έφαγαν βιαστικά και μαζεύτηκαν στα καλύβια τους. Ο καιρός… σταφύλι, έτοιμος να ξεσπάσει. Ακόμη και τ’ αγρίμια λουφάζουν στα γιατάκια τους. Πότε-πότε μόνον σπάει τη σιγαλιά το ανατριχιαστικό κρώξιμο μιας κουκουβάγιας. Παρότι προχώρησε η νύχτα και κοντεύουν μεσάνυχτα, ο Χρήστος Τσούφκας δεν έχει ύπνο. Είναι πολύ στενοχωρημένος μ’ αυτή την παρέα των λοτόμων. Την τελευταία βδομάδα πάνε και κόβουν μεγάλα δέντρα λίγο έξω απ’ το μοναστήρι. Το κάνουν γιατί ο τόπος εκεί γύρω είναι πιο ομαλός και τα ξύλα κουβαλιούνται ευκολότερα. Έτσι, κόβουν σχεδόν διπλάσια ποσότητα απ’ ό,τι οι άλλοι. Δεν μιλάει και περιμένει να δει μέχρι πού θα το τραβήξουν.
Το απόγευμα, μόλις τέλειωσε τη δουλειά, κατέβηκε στην πλαγιά, κάθισε σε μια πέτρα κι αγνάντεψε τριγύρω. Χαμηλά, δέσποζε το μοναστήρι, με τα μακρόστενα παραθυράκια των κελιών, τον ωραίο τρούλο της Αγίας Τριάδας και τον ψηλό πύργο δίπλα στη μεγάλη πόρτα. Πιο πάνω, απέναντι, έβλεπε το βράχο που μοιάζει με αρκούδα, σαν ζωντανή, έτοιμη θαρρείς να κατηφορίσει. Είναι, λέει, εκείνη η αρκούδα, που όταν ο Άγιος Διονύσιος έχτιζε το μοναστήρι, του έφαγε το γάιδαρο που μ’ αυτόν κουβαλούσε τις πέτρες κι ύστερα ο Άγιος την ημέρωσε, τη σαμάρωσε και κουβαλούσε τις πέτρες μ’ αυτή.
Πολύ κοντά στο μοναστήρι βλέπει και το μέρος που κόβουν τα δέντρα αυτοί οι αθεόφοβοι. Αιωνόβια ρόμπολα που δεν τα είχε πειράξει κανείς μέχρι τώρα, έχουν σχεδόν εξαφανισθεί μέσα σε λίγες μέρες. Φούντωσε μέσα του αλλά, συνάμα, τον έπιασε κι ένας παράξενος φόβος. Κατέβηκε χαμηλά στο ρέμα, πήρε το μικρό μονοπάτι κι έφτασε στ’ άγιο σπήλαιο, όπου πήγαινε μόνος ο Άγιος και, για μέρες, προσευχόταν νηστικός. Άναψε το καντήλι στο εκκλησάκι, ήπιε νερό απ’ τη μικρή πηγή και πήρε βιαστικά την ανηφόρα προς το ξέφωτο.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει κι ο καιρός όσο περνούσε η ώρα βάραινε. Πού και πού μια αστραπή έσχιζε μακριά την αντάρα, χωρίς ν’ ακούγονται ακόμη μπουμπουνητά. Οι άλλοι είχαν ανάψει κιόλας τη φωτιά και δειπνούσαν. Πήρε κι αυτός το ψωμί του και πήγε. Απόψε ήταν όλοι μουδιασμένοι. Λίγες κουβέντες, χαμηλές φωνές… σαν κάτι να είχε συμβεί που αυτός δεν γνώριζε. Μόλις έφαγε, δίπλωσε την πετσέτα, σηκώθηκε και πλησίασε στη φωτιά. Άπλωσε τις παλάμες του να ζεσταθεί και, γυρίζοντας το πρόσωπο στο πλάι ν’ αποφύγει την πύρα, «παιδιά», λέει ήρεμα, «μη χαλάτε το δάσος γύρω απ’ το μοναστήρι… αμαρτία είναι.
Αυτά τα δέντρα ίσως να υπήρχαν κι απ’ τα χρόνια που ζούσε ο Άγιος ακόμα. Στον ίσκιο τους μπορεί να ξαπόστασαν καπεταναραίοι κι αντάρτες… Τόσα χρόνια όλοι τα σεβάστηκαν… μην τα κόβετε εσείς τώρα». Μεσολάβησε κάποια σιγή κι ένας, ο Μπάτας, «εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου και να μη σε νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι» του αντιμίλησε κοφτά. Δεν είπε τίποτα• στάθηκε λίγο έτσι, κοιτάζοντάς τον, κι έφυγε φουρκισμένος για το καλύβι του. Ξάπλωσε στο γιατάκι του και σκεπάστηκε με την κάπα.
Έτσι, τώρα, με τα μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι, ξαγρυπνάει κι ακούει το αεράκι που φέρνει, πού και πού, μακρινούς ήχους. Πότε ένα αλύχτισμα, πότε το βουητό του Παλαβού, πότε το ανεπαίσθητο σφύριγμα των χορταριών που γέρνουν… Πέρασαν δυο-τρεις ώρες. Σαν να μαλάκωσε λίγο ο θυμός του και κατά τα μεσάνυχτα τα μάτια του βάρυναν και παραδόθηκε. Στο πρωτοΰπνι ήρθε στ’ όνειρό του ο Άγιος. Παππούλης, μικροκαμωμένος, μ’ ένα τριμμένο ράσο γεμάτο μπαλώματα, κρατούσε στο χέρι μια μαγκούρα ίσα με το μπόι του και στο κεφάλι φορούσε ένα πλεχτό κουκούλι μ’ ένα κόκκινο σταυρουδάκι πάνω από το μέτωπο.
Περπατούσε βιαστικά μες στη νύχτα και το ένα του πόδι το έσερνε και το έκλωθε, σαν να κόσιζε χορτάρι. Λίγα μέτρα ξοπίσω του ακολουθούσε καμπουριασμένος ένας χωριανός μας, ο Τσιτσιρώνης ο καντηλανάφτης, κρατώντας στο ένα χέρι το θυμιατήρι και στ’ άλλο μια λαμπούδα, ενώ συνεχώς ψέλλιζε μέσα απ’ τα δόντια του κάτι που έμοιαζε με «Κύριε ελέησον». Τους είδε, λέει, να έρχονται κι αυτός στεκόταν μπροστά στο καλύβι του. Μόλις πλησίασαν σταύρωσε τα χέρια του κι έσκυψε το κεφάλι, όπως όταν λέει στη λειτουργία ο παπάς το «Τα σα εκ των σων». Σταμάτησαν μπροστά του κι ο Άγιος, κοιτώντας τον με βλέμμα αυστηρό:
«Γιατί, ρε, πάτε και κόβετε τα δέντρα γύρω απ’ το μοναστήρι;» τον ρώτησε αγριεμένος. Αυτός, σαν να τον χτύπησε αστροπελέκι, σήκωσε απότομα τις παλάμες στο στήθος –όπως συνηθίζεται να ζωγραφίζουν τους άγιους στις εικόνες– και «όχι εγώ παππούλη, όχι εγώ παππούλη», είπε αμέσως, γνέφοντας αρνητικά και κοιτώντας τον κατά πρόσωπο.
Τότε ο Άγιος: «Άμα σου δώσω ένα μπάτσο θα σου δείξω εγώ», είπε με φωνή ακόμα πιο άγρια και συνάμα σήκωσε το χέρι και τέντωσε την παλάμη, σαν να ετοιμαζόταν να του δώσει το μπάτσο πραγματικά. Έμεινε λίγο έτσι σ’ αυτή τη στάση καρφώνοντάς τον κι ύστερα φεύγει πάλι βιαστικά προς την άλλη μεριά του ξέφωτου, σβαρνίζοντας το ποδάρι του. Κινάει ξοπίσω του κι ο Τσιτσιρώνης και, καθώς περνούσε από μπροστά του, γύρισε τα μάτια και τον κοίταξε επιτιμητικά, στραβώνοντας τα χείλη του με αηδία και περιφρόνηση, σαν να του έλεγε: «Ου, να μου χαθείς…».
Ξύπνησε τρομαγμένος• ανασηκώθηκε λίγο ακουμπώντας στους αγκώνες και ήπιε νερό απ’ το παγούρι που είχε δίπλα του να συνέλθει. Ήταν τόσο ζωντανό το όνειρο που νόμιζε πως, αν έβγαζε εκείνη την ώρα το κεφάλι έξω απ’ το καλύβι, θα τους έβλεπε να περπατούν λίγο πιο πέρα. Ξάπλωσε πάλι και σκεπάστηκε καλά με την κάπα του. Έπεσε σε μεγάλη περίσκεψη. Γιατί του φανερώθηκε ο Άγιος και τι να ήθελε να του πει; Πάντως, ό,τι και να ήθελε, ήταν πολύ χολωμένος, γι’ αυτό φαίνεται θα του μίλησε μ’ αυτόν τον τρόπο. Αυτός, όμως, τι θα μπορούσε να κάνει παραπάνω; Στριφογύριζε στο γιατάκι του προσπαθώντας να βρει κάποια λύση. Παιδεύτηκε πολύ ώσπου, στο τέλος, το αποφάσισε. Θα σηκωνόταν πρωί-πρωί και θα πήγαινε στο γούμενο. Θα του ’λεγε για την παρέα που κόβει τα δέντρα κι αυτός, από κει και πέρα, ό,τι ήθελε ας έκανε.
Μ’ όλα αυτά ούτε που κατάλαβε πώς πέρασε η ώρα. Θα κόντευε να χαράξει. Ξαφνικά άρχισε να φυσάει δυνατός αέρας και, τότε, πολύ κοντά, έπεσε το πρώτο αστροπελέκι. Συνάμα ακούστηκε το μπουμπουνητό, που ο ξερός κρότος του αντιλάλησε στις γύρω πλαγιές. Ακολούθησε ένα πανδαιμόνιο από αστραπόβροντα, λες και σχίστηκε το καταπέτασμα. Τον κυρίεψε φόβος. Εκείνο το παγερό, απόκοσμο, γαλαζωπό φως, που κάθε τόσο φώτιζε τον τόπο, όσο περνούσε η ώρα τον αγρίευε. Ανάμεσα στις βροντές, άκουσε τα χλιμιντρίσματα και τα ποδοβολητά των αλόγων και των μουλαριών που είχαν αφηνιάσει κι έτρεχαν πανικόβλητα πέρα-δώθε στο ξέφωτο. Αυτός ο χαλασμός κράτησε κανένα μισάωρο κι ύστερα αραίωσαν τα αστροπελέκια και ξέσπασε μια σφοδρή νεροποντή. Σαν να άνοιξε ξαφνικά κάποια στέρνα και χύθηκε μεμιάς όλο το νερό του ουρανού.
Είχε πάρει να χαράζει. Η βροχή συνέχιζε να μαστιγώνει τις φυλλωσιές και στο καλύβι άρχισε να στάζει. Έριξε την κάπα στις πλάτες του, φόρεσε την κατσούλα και κάθισε σ’ ένα μικρό κούτσουρο στο έμπα της καλύβας, κοιτάζοντας έξω. Ακόμη δεν διέκρινε καλά παρά μόνο τους όγκους των δέντρων. Πέρασε κάμποση ώρα περιμένοντας να κόψει η βροχή, φέρνοντας στο νου του το όνειρο κι όλο αυτό το λυσσομάνι του καιρού. Δεν είχε πια καμιά αμφιβολία• όλα ήταν σημάδια του Άγιου. Βυθισμένος στις σκέψεις του, κοίταζε τις στάλες της βροχής καθώς έπεφταν στα χορτάρια. Κείνη την ώρα, εκεί μέσα στις πρασινάδες, είδε κάτι που σάλευε κι ασήμιζε στο πρώτο φως της μέρας. Παραξενεύτηκε, έσκυψε να δει καλύτερα και, τότε, μπροστά του, έπεσαν δυο-τρία ψαράκια που σπαρταρούσαν. Τραβήχτηκε απότομα πίσω, σταυρώνοντας τις παλάμες στο στήθος. Τι ήταν πάλι ετούτο; Συνέχιζε να τα κοιτάζει έκπληκτος ενώ, εδώ κι εκεί, έπεφταν κι άλλα.
Έβρεχε ψάρια! Δεν το είχε ξαναδεί• είχε ακούσει μόνο, όταν ήταν παιδί, έναν γέρο να λέει πως, κάποτε που έκοβε ξύλα στο βουνό, τον έπιασε βροχή και ξαφνικά άρχισε να βρέχει ψάρια και μπακάκια. Τότε, επειδή ο γέρος συνήθιζε να λέει πολλά ψέμματα και αλλοκοτιές, δεν είχε δώσει πολλή σημασία. Και τώρα όμως, που το έβλεπε μπροστά του, του ήταν δύσκολο να το πιστέψει και τα ’χε χαμένα. Ένιωσε να ζαλίζεται, λες και γυρνούσαν τα πάντα μέσα σ’ ένα θολό όνειρο… Έκλεισε τα μάτια για λίγο και τα ξανάνοιξε• αυτό που έβλεπε ήταν αληθινό. Την ίδια ώρα, απ’ τ’ άλλα καλύβια άρχισαν να ακούγονται κάποιες χαμηλόφωνες ομιλίες, κάτι μουδιασμένα μουρμουρητά. «Σίγουρα θα είναι ταραγμένοι απ’ αυτό που βλέπουν» σκέφτηκε.
Ωστόσο, η βροχή έκοψε κι έφεξε καλά. Ο ουρανός καθάρισε γρήγορα κι απέναντι στην κορφή βάρεσε ο πρωινός ήλιος. Άκουγε τους άλλους που μαζεύτηκαν στη μέση του ξέφωτου και προσπαθούσαν ν’ ανάψουν τη φωτιά με δαδί και κάτι στεγνάδια. Δεν βγήκε απ’ το καλύβι του. Καθόταν στο κούτσουρο και συλλογιζόταν τι να κάνει. Απ’ τον τόνο της φωνής τους μάντευε πως πρέπει να ’ταν φοβισμένοι. Αποφάσισε να μην πάει στο γούμενο. Θα περίμενε και σήμερα να δει τι θα κάνουν και θα το ξανασκεφτόταν το βράδυ. Κάτι του ’λεγε μέσα του πως η χτεσινοβραδινή κουβέντα κι ο χαλασμός που ακολούθησε θα τους έκαναν να αναλογιστούν την ασέβειά τους και να μετανιώσουν. Έμεινε μέσα στο καλύβι μέχρι που ετοιμάστηκαν κι έφυγαν όλοι. Μετά βγήκε κι αυτός, πήρε το ψωμί με το προσφάι του και κίνησε για τη μεριά που υλοτομούσε.
Περπατούσε στο μονοπάτι και, μέσα στην ησυχία του δάσους, άκουγε πού και πού μακρινές σκόρπιες ομιλίες, ξερούς γδούπους απ’ τις τσεκουριές και τον αντίλαλό τους, πότε ένα τρίξιμο από κάποιο δέντρο που έπεφτε… Έφτασε σ’ ένα σημείο απ’ όπου, προχωρώντας λίγο μέσα στο πυκνό, έξω απ’ το μονοπάτι, μπορούσες να δεις το μοναστήρι. Ανέβηκε σ’ ένα μεγάλο τρόχαλο κι αγνάντεψε. Όπως το είχε υπολογίσει, κάποιες φωνές έρχονταν από κει κοντά. Περίμενε λίγο και είδε την κορφή ενός ρόμπολου να γέρνει, να χάνεται ανάμεσα στ’ άλλα δέντρα και σε λίγο να ακούγονται τριγμοί απ’ τα γύρω κλαδιά που έσπαζαν. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Αυτοί λοιπόν δεν σέβονταν τίποτα• «δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο» ψέλλισε.
Βράζοντας μέσα του, συνέχισε το δρόμο κι έφτασε στο δικό του μέρος. Έπιασε την πελέκα και δούλεψε κάνα δυο ώρες ασταμάτητα, καθαρίζοντας μια μεγάλη οξιά που είχε κόψει την προηγούμενη μέρα. Κόντευε να την τελειώσει όταν ακούστηκε από μακριά ασυνήθιστη φασαρία. Πολλές δυνατές φωνές, μακρόσυρτα σφυρίγματα, κάποια στιγμή άκουσε και το δικό του όνομα. Αφουγκράστηκε και, πράγματι, κάποιος ξαναφώναξε τ’ όνομά του και, σαν να πήρε τ’ αυτί του τη λέξη «μοναστήρι».
Αναστατώθηκε «σίγουρα κάτι κακό συμβαίνει», σκέφτηκε, ενώ οι φωνές και τα σφυρίγματα συνεχίζονταν. Παράτησε την πελέκα καταγής κι άρχισε να τρέχει πίσω στο μονοπάτι. Λίγο πιο κάτω ρίχτηκε μέσα σε μια απότομη νεροφαγιά και, σερνάμενος, έπεσε γρήγορα στο μεγάλο ρέμα. Από κει, τροχάδην –πότε πατώντας στο στεγνό και πότε τσαλαβουτώντας στα νερά– ακολούθησε την κοίτη και σε λίγη ώρα έφτασε κοντά στο μοναστήρι.
Πήρε λαχανιασμένος την ανηφόρα και, μόλις έφτασε στο ίσιωμα, στην πίσω μεριά του μοναστηριού, τους είδε που έρχονταν όλοι μαζί μέσα απ’ τα δέντρα. Κρατούσαν ένα πρόχειρο φορείο φτιαγμένο με δυο μακριά ξύλα και κάμποσες κλάρες που τις είχαν δέσει με σχοινιά. Προχώρησαν και, καθώς βγήκαν στο καθαρό, σταμάτησαν και το ακούμπησαν με προσοχή στα χορτάρια. Πάνω στο φορείο, δίχως ν’ ανασαίνει, ο Στέργιος Μπάτας με το κεφάλι λιανισμένο. Καθώς έκοβαν ένα μεγάλο ρόμπολο, δεν λογάριασαν καλά την κλίση που πήρε και, πέφτοντας, τον καταπλάκωσε. Την ίδια ώρα φάνηκαν δυο καλόγεροι που έρχονταν τρέχοντας.
Ο ένας κρατούσε μια πολυκαιρισμένη και καπνισμένη εικόνα του Άγιου Διονύσιου, που τον έδειχνε με το δεξί χέρι να ευλογεί και με τ’ άλλο να κρατάει στην αγκαλιά του το μοναστήρι. Σταυροκοπήθηκαν ταραγμένοι κι ακούμπησαν την εικόνα πάνω στο στήθος του νεκρού. Δεν μιλούσε κανένας• στέκονταν όλοι βουβοί και κοιτούσαν. Τότε, το σκυλί του Μπάτα –ένας μαυροκόκκινος γκέκας που τόση ώρα ακολουθούσε κι είχε σταθεί παραπίσω–, τέντωσε το λαιμό προς τον ουρανό κι άρχισε να ουρλιάζει λυπημένα.
ΒΙΒΛΙΟ «ΠΑΡΑΜΙΛΗΤΑ», ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΚΟΨΑΧΕΙΛΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΘΕΡΜΑΪΚΟΣ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012 .