του αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη
Μια μορφή «χειροτονίας» απαντά στο έκτο κεφάλαιο του βιβλίου Προφήτης Ησαΐας. Είναι το κεφάλαιο που αναφέρεται στο περιστατικό της κλήσης του Ησαΐα στο προφητικό αξίωμα. Ας θυμηθούμε το κείμενο:
« Καί ἐγένετο τοῦ ἐνιαυτοῦ, οὗ ἀπέθανεν Ὀζίας ὁ βασιλεύς, εἶδον τόν Κύριον ἐπί θρόνου ὑψηλοῦ καί ἐπηρμένου καί πλήρης ὁ οἶκος τῆς δόξης αὐτοῦ…Καί ἀπεστάλη πρός με ἕν τῶν Σεραφίμ, καί ἐν τῇ χειρί εἶχεν ἄνθρακα, ὅν τῇ λαβίδι ἔλαβεν ἀπό τοῦ θυσιαστηρίου, καί ἥψατο τοῦ στόματός μου καί εἶπεν ἰδού ἥψατο τοῦτο τῶν χειλέων σου καί ἀφελεῖ τάς ἀνομίας σου καί τάς ἁμαρτίας σου περικαθαριεῖ. Καί ἤκουσα τῆς φωνῆς Κυρίου λέγοντος τίνα ἀποστείλω καί τίς πορεύσεται πρός τόν λαόν τοῦτον; Καί εἶπα Ἰδού ἐγώ εἰμι ἀπόστειλόν με».1
Ο Προφήτης μας στην περικοπή αυτή αφού αξιώνεται να δει την δόξα του Θεού καλείται να Τον υπηρετήσει. Πότε όμως γίνεται η κλήση του; Όταν ομολογεί την αναξιότητά του για μια τέτοια υψηλή αποστολή. Τον διακατέχουν δύο χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι η αυτή η αναγνώριση της αδυναμίας του, της αμαρτωλότητάς του, γι᾽αυτό και αναφέρει: « Ὦ τάλας ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι (ἔχει δηλαδή βαθύτατα συγκινηθῆ καί συνταραχθῆ), ὅτι ἄνθρωπος ὤν, καί ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγώ οἰκῶ καί τόν βασιλέα Κύριον σαβαώθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοίς μου».
Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η καρδιακή και ολοπρόθυμη διάθεσή του να προσφερθεί θυσιαστικά. Πράγματι, στο κάλεσμα του Θεού «τίνα ἀποστείλω καί τίς πορεύσεται πρός τόν λαόν τοῦτον;» ἀπαντᾶ εὐθαρσῶς: «Ἰδού ἐγώ εἰμί ἀπόστειλόν με». Αυτά τα δύο στοιχεία, όταν υπάρχουν στις καρδιές όσων επιθυμούν την αφιέρωση στο Θεό και την προσφορά προς τον πλησίον, αποτελούν την βάση που εδράζεται η επιτυχία στο ποιμαντικό και ειδικά στο ιεραποστολικό τους έργο. Όταν η ταπείνωση από την μια και η θυσιαστική διάθεση από την άλλη κατακλύσουν την καρδιά του ανθρώπου ακούγεται καθαρά η φωνή του Θεού που προτρέπει: « Πορεύθητι καί εἰπόν τῷ λαῷ τούτῳ…».2 Πήγαινε και μίλησε στον λαό, πες του την αλήθεια έστω και αν οι καρδιές τους έχουν «παχυνθῇ». Και όσοι, έστω και αν για κάποιους λόγους έχουν σκληρύνει τις καρδιές τους, έχουν απομακρυνθεί από κοντά Του και αυτοί έχουν το δικαίωμα να ακούσουν την αλήθεια.
Ο προφήτης μας, εκτός των σχετικών προϋποθέσεων μιας ορθής ποιμαντικής διακονίας που αναφέραμε, μας διευκρινίζει και ένα ακόμα σημαντικό ζήτημα. Πρόκειται για κάτι που αιώνες αργότερα θα επισημάνουν με σαφήνεια οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ο Προφήτης βλέπει τον αφιερωμένο άνθρωπο στο έργο του Θεού, τον ιερέα θα λέγαμε σήμερα, ως έναν θεράποντα ιατρό των ανθρωπίνων ψυχών. Αυτό βέβαια κατ᾽επέκταση υπονοεί την Εκκλησία ως θεραπευτήριο. Χρειάζεται προσοχή σε κάθε λέξη κατά την ερμηνεία των προφητικών λόγων. Έτσι, δεν λέει ότι ο ιερέας θεραπεύει, ο πνευματικός θεραπεύει, αλλά ο ίδιος ο Θεός είναι ο ιατρός, ο Οποίος όμως χρησιμοποιεί στο έργο Του τον άνθρωπο που έχει διαλέξει (τον κληρικό). Πώς το αναφέρει το κείμενο στην μετάφραση; «Διότι ἐχόνδρυνε καί ἐσκληρύνθη ἡ καρδία τοῦ λαοῦ αὐτοῦ καί μέ τά αὐτιά τῆς ψυχῆς των ἤκουσαν βαρειά καί ἔκλεισαν τά μάτια τῆς διανοίας των, μήπως ἴδουν μέ τά μάτια αὐτά καί ἀκούσουν μέ τά αὐτιά καί μέ τήν καρδιά των ἐννοήσουν καί ἐπιστρέψουν μετανοοῦντες καί ἱατρεύσω αὐτούς».3
Πράγματι, ο άνθρωπος του Θεού, έχει να αντιμετωπίσει την «πώρωση» των ανθρώπων, η οποία έχει ταυτιστεί με την ύπαρξη τους.
Όμως δεν χρειάζεται απογοήτευση. Είναι καταλυτική η παρουσία του Θεού στην προσπάθεια αυτή. Είναι προσωπική η φροντίδα, η μέριμνα του Θεού για την ζωή του καθενός. Έτσι, ο καλεσμένος στο έργο του Θεού λαμβάνει την δύναμη και την χάρη Του και φέρνει εις πέρας το έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων, όταν το επιθυμούν.
Η περικοπή από τον προφήτη Ησαΐα που αναφερθήκαμε μας δηλώνει ότι η κλήση και η «χειροτονία» του ανθρώπου για να υπηρετήσει το θεϊκό σχέδιο δεν είναι μια πράξη τυπική. Δεν είναι μια τελετουργία μέσα σε μια ακολουθία αλλά προϋποθέτει την προετοιμασία του υποψηφίου για το έργο αυτό με δύο κυρίως στοιχεία: α) Την επίγνωση της μηδαμινότητάς του και β) την βούλησή του για αυτοθυσία και προσφορά τόσο προς τον Θεό όσο και προς τον συνάνθρωπο.