Μια χριστιανή κοπέλα από την Αθήνα, πριν μερικά χρόνια , βρέθηκε μπροστά σ’ ένα δίλημμα. Μίσησε ο κακός την σωφροσύνη της και της έβαλε σκέψεις ότι θα ‘πρεπε να παρεκκλίνει έστω και λίγο από τον δρόμο του Θεού για να επιτύχει την αποκατάστασή της.
Πάλευε λοιπόν η συνείδησή της με την ολιγοπιστία της. Τότε την λυπήθηκε ο φιλανθρωπότατος Χριστός μας και την στερέωσε στην αρετή μ’ ένα όνειρο συγκλονιστικά διδακτικό. Ένα όνειρο μέσα από το οποίο πέρασε ένα μήνυμα του Θεού, μια σοβαρή προειδοποίηση όχι μόνο για εκείνην αλλά και για όλους.
Το διηγήθηκε στον σεβαστό Πνευματικό της και σε πνευματικές αδελφές της, για να τις ωφελήσει. Είπε τα εξής:
«Είδα ότι βρισκόμουν σ’ έναν υπόγειο χώρο , σαν αυτούς που είναι κάτω από την Ομόνοια, όπου περνούν τα τραίνα, αλλά υπήρχε ημίφως. Μέσα σ’ αυτόν τον χώρο εκινούντο δύο κατηγορίες ανθρώπων. Οι μεν περπατούσαν, αλλά ήταν ανέκφραστοι , με απλανές βλέμμα , χωρίς να έχουν αίσθηση χώρου και χρόνου. Ήταν σαν κινούμενοι νεκροί, νεκροζώντανοι. Οι δε ήταν φυσιολογικοί, ζωντανοί άνθρωποι σαν κι εμένα, και είχαμε συγκεντρωθεί όλοι μαζί σ’ ένα μέρος. Τότε ανάμεσά μας παρουσιάστηκε ένας Φωτόμορφος άνδρας με θεία όψι και μας είπε δείχνοντάς μας με το χέρι του μια διέξοδο, που έμοιαζε με πύλη, έξω από την οποία φαινόταν να υπάρχει άπλετο φως.
– Προσέξτε! Για να βγήτε απ’ αυτό το μισοσκόταδο προς το φως, πρέπει, όταν ακούσετε μια καμπάνα που θα χτυπήσει, να τρέξετε να προλάβετε να βγείτε έξω από εκείνη την πύλη, διότι αν δεν προλάβετε, θα μείνετε για πάντα εδώ μέσα!
Εγώ άρχισα να αγωνιώ αν θα άκουγα την καμπάνα. Για μια στιγμή ίσα που την άκουσα απόμακρα…
Άρχισα να τρέχω προς την πύλη, αλλά άλλοι είχαν τρέξει πρωτύτερα και έβγαιναν προς το φως. Όταν πλησίασα κι εγώ, ίσα που πρόλαβα κι έβγαλα το σώμα μου και η πόρτα άρχισε να κλείνει! Άρχισα και φώναζα σε βοήθεια τον Θεό μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Τότε παρουσιάστηκε ο Θείος αυτός άνδρας και με τράβηξε προς το φως, ενώ η πόρτα έκλεινε σαν αυτόματη, αγγίζοντας τα πόδια μου.
Ίσα που μπόρεσα να γλυτώσω! Τότε όμως, όλοι που βγήκαμε προς το φως, αντικρύσαμε ένα τραγικό θέαμα. Ενώ οι νεκροζώντανοι περιφέρονταν ακόμα στο μισοσκόταδο, χωρίς να έχουν πάρει είδηση τίποτε από όλα αυτά που συνέβησαν γύρω τους, μέσα από τα κάγκελα της κλειστής πύλης, έκλαιγε και χτυπιόταν μια παρθένος κοπέλλα με μακρυά μαλλιά , που φορούσε λευκά. Έκλαιγε γιατί δεν πρόλαβε να βγει. Φώναζε κοιτώντας τον Θείο αυτόν άνδρα, που φαίνεται πως ήταν ο Σωτήρας Χριστός , κι έλεγε:
– Γιατί, γιατί Θεέ μου, εγώ δεν βγήκα προς το φως; Γιατί δεν πρόφτασα; Δεν είμαι κακή, είμαι αγνή. Γιατί;…
Και τότε Εκείνος της είπε:
– Ναι, είσαι αγνή. Αλλά την ζωή σου την πέρασες απορροφημένη με τους νεκροζώντανους. Γι’ αυτό δεν άκουσες την καμπάνα να βγεις προς το “φως”!
Τόσο πολύ συγκλόνισε αυτό το μήνυμα του Θεού την κοπέλλα, ώστε συνέχισε την ζωή της θεοσέβειας και της αρετής με μεγαλύτερη συνέπεια. Σε λίγο ο Θεός την αξίωσε να αποκτήσει μια ευλογημένη οικογένεια.
Το θέμα όμως είναι γενικό. Ας αναλογιστεί ο καθένας πόσο χρόνο χάνει με τις ματαιοδοξίες του κόσμου τούτου και τους “νεκροζώντανους” της κοινωνίας (δηλαδή τους ανθρώπους που είναι προσκολλημένοι στην ύλη και την αμαρτία ) , ώστε να φεύγει ο πολύτιμος χρόνος της ζωής, που μας δόθηκε από τον Θεό για μετάνοια και καλλιέργεια της ψυχής μας, με αδιαφορία και χλιαρότητα. Άλλωστε , έχει πει ο Κύριος μέσα στην Αγία Γραφή “…ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου”. (Αποκ. Γ΄, 16 )
Από το βιβλίο: «Μηνύματα από τον Ουρανό»
Έκδοσις Ι. Μονής Παναγίας Βαρνάκοβας