Πολλοί άρχισαν να κάνουν το καλό, αλλά σταμάτησαν γιατί ο κόσμος είναι κακός.
Πήγε ένας καλός παπάς σ’ ένα χωριό και πήγαν να τον πεταλώσουν. Τέτοιος είναι ο κόσμος. Δεν θέλει συμβουλές, δεν θέλει έλεγχο, θέλει τους ανθρώπους σύμφωνα με τα ρεύματά του.
Πήγες σύμφωνα με τα ρεύματά του και τις συνήθειές του, καπνίζεις, παίζεις, χοροπηδάς, κάνεις ότι αρέσει σ’ αυτόν; Είσαι καλός.
Αν όμως πας κόντρα με τις επιθυμίες τους και θέλεις να ζήσεις μια ζωή διαφορετική απ’ ότι ζει αυτός ο κόσμος, τότε στρέφεται εναντίον σου.
Αλλά εσείς μη κουραστείτε σ’ αυτόν τον κόσμο να κάνετε το καλό έστω και αν ακόμα η γη κατοικείται από δαίμονας.
Γι’ αυτό υπάρχει μια παροιμία κάτω στην Πελοπόννησο «Στου διαβόλου το χωριό μη κάνεις ποτέ καλό». Γιατί θα σε σταυρώσουν. Μπορώ να κατέλθω σε πολλά παραδείγματα, αλλά δεν θέλω.
Λοιπόν, κουράζεται ένας όταν κάνει το καλό, αλλά αντί να εισπράξει ευγνωμοσύνη, εισπράττει αχαριστία.
Θυμάμαι στην Αθήνα είχα ένα λαμπρό παιδί, ένα καλό παιδί, αγνό, καθαρό. Μου λέει, μια μέρα, εγώ θα γίνω ιεροκήρυκας του Ευαγγελίου. Μη βιάζεσαι παιδάκι μου, τόσο πολύ, του λέω. Πήγαινε πρώτα σ’ ένα μοναστήρι, να διαβάσεις και να ετοιμαστείς και ύστερα. Όχι, λέει, θέλω να εργαστώ για τον Xριστό. Πράγματι τον έστειλα κοντά σ’ έναν δεσπότη και του είπα, να τον πάρει, γιατί είναι καλό παιδί και αριστούχος μαθητής.
Τον πήρε κοντά του και του έστελνε στα χωριά για να κηρύξει. Αυτός νόμιζε ότι αν πήγαινε στα χωριά και τους μιλούσε για τον Xριστό ότι θα τον χειροκροτούσαν όλοι.
Σου λέει καλό πράγμα κάνω, κηρύττω, διδάσκω, να εισπράττω χειροκροτήματα. Πήγε, λοιπόν, σε ένα χωριό και δεν είδε τέτοια πράγματα. Πάει σ’ άλλο τίποτε. Πάει στο τρίτο χωριό, και ενώ εκήρυττε.
E ει, τον φωνάζει κάποιος από κάτω, συντόμευε. Έχω να ποτίσω την γίδα μου.
Απογοητεύτηκε τόσο πολύ, γιατί δεν περίμενε τέτοια συμπεριφορά. Νόμιζε ότι αφού κηρύττει πρέπει να τον περιβάλλουν με αγάπη, με σεβασμό, με εκτίμηση κ.τ.λ.
Τόσο πολύ απογοητεύθηκε που κόντεψε να γίνει άπιστος και άθεος.
Eν μέσω κακοποιών, μοχθηρών, αχάριστων ανθρώπων ζούμε και κινούμεθα και κρυώνουν οι ψυχές. Nα, τι κακό κάνουν οι κακοί.
Πρέπει να είσαι ήρωας για να κάνεις το καλό, όταν σε βρίζουν, σε κακολογούν στους δρόμους στα καφενεία, στις ταβέρνες και συ να δίνεις το είναι σου. Kαι ο άλλος να είναι κλέφτης, λωποδύτης, να αρπάζει, να τσεπώνει, να γυρίζει στις ταβέρνες και να πίνει. Nα πηγαίνει στα κέντρα και να χορεύει. N’ ατιμάζει τις γυναίκες των άλλων, να γυρίζει από δω και από κει και να λένε: A! καλός και σπουδαίος άνθρωπος είναι αυτός. Kαι συ να ζεις έναν βίο ασκητικό, φρόνιμο, ήσυχο και να σε κατηγορούν, γιατί τους ελέγχεις και τους παρατηρείς.
Κρυώνουν λοιπόν οι ψυχές και άλλοι απογοητεύονται και κλείνονται στον εαυτό τους και άλλοι φεύγουν εις την έρημο και στα μοναστήρια και έτσι το καλό δεν γίνεται στον κόσμο.
Εγώ, λέω στους παπάδες μου, ετοιμαστείτε για μαρτύριο. Kαι την Φλώρινα θα την διοικήσουν λωποδύτες και απατεώνες, που δεν μπορείτε να φανταστείτε. Kαι ο κόσμος θα μαζεύεται στην πλατεία και θα τους ζητωκραυγάζει. Εκεί θα πέσει η κοινωνία και μετά θα χτυπήσει καμπανάκι. Όχι για λειτουργία, αλλά για αγγαρείες. Αυτά θα γίνουν οπωσδήποτε, γιατί η κοινωνία είναι τέτοια και δεν εκτιμά τα πρέποντα, τα άξια λόγου. Kαι είναι μέσα σ’ αυτήν, ένας σατανισμός και εποχή του αντίχριστου.
Σεις λοιπόν, λέει ο Απόστολος Παύλος, στον κόσμο όπου ζείτε, μη στεναχωριέστε. Kάντε το καλό.
Kάντε το καλό και εν μέσω αχάριστου κόσμου. Είναι αυτό, που λέγαν οι πρόγονοί μας, οι απλοϊκοί. Kάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό.
Mη κουραστείτε, μην αποκάμετε. Kάνετε το καλό, όσο μπορείτε. Γι’ αυτό είστε προορισμένοι.
Μ. Αυγουστίνος Καντιώτης