Ένας αδελφός έκανε συνεχώς αυτή την προσευχή στο Θεό: Κύριε, δεν έχω φόβο Θεού!
Στείλε μου λοιπόν κεραυνό η καμιά άλλη τιμωρία ή αρρώστια ή δαιμόνιο, μήπως κι έτσι έρθει σε φόβο ή πωρωμένη μου ψυχή.
Άλλοτε πάλι παρακαλούσε κι έλεγε:
Ξέρω πώς έχω πολύ αμαρτήσει ενώπιόν Σου, Δέσποτα, και πώς εΙναι αναρίθμητα τα σφάλματά μου.
Γι’ αυτό και δεν τολμώ νά Σου ζητήσω νά με συγχωρέσεις. ” Αν όμως εΙναι δυνατόν, συγχώρεσέ με για την ευσπλαχνία Σου.
Αν πάλι εΙναι αδύνατον, τουλάχιστον τιμώρησέ με στη ζωή αυτή και μη με κολάσεις στην άλλη.
Κι αν είναι και τούτο ακόμη αδύνατον, στείλε μου εδώ ένα μέρος της τιμωρίας κι αλάφρωσέ μου εκεί την κόλαση. Άρχισε μόνο από τώρα νά με τιμωρείς. ‘Αλλά τιμώρησέ με σπλαχνικά, όχι με την οργή Σου, Δέσποτα.
Έτσι λοιπόν μετανοούσε έναν ολόκληρο χρόνο κι αυτά έλεγε με δάκρυα ικετευτικά, ολόθερμα κι ολόψυχα, λιώνοντας και τσακίζοντας σώμα και ψυχή με νηστεία και αγρυπνία και άλλες κακουχίες.
Μια μέρα, καθώς καθόταν καταγής, όπως συνήθιζε, θρηνώντας και φωνάζοντας σπαραχτικά, από την πολλή του λύπη, νύσταξε κι αποκοιμήθηκε.
Και νά! Παρουσιάζεται μπροστά του ο Χριστός Και του λέει με φωνή γεμάτη ιλαρότητα:
Τι έχεις, άνθρωπε μου; Γιατί κλαις έτσι;
Ό αδελφός τον αναγνώρισε Και αποκρίθηκε έντρομος:
Γιατί έπεσα, Κύριε! Έ, σήκω! Δεν μπορώ, Δέσποτα, αν δεν μου δώσεις το χέρι Σου!
Τότε Εκείνος άπλωσε το χέρι Του, έπιασε τον αδελφό Και τον σήκωσε. Μα κι όταν αυτός σηκώθηκε, συνέχισε νά θρηνεί.
Γιατί κλαις, άνθρωπε μου; Γιατί είσαι λυπημένος; του ξανά λέει ο Κύριος με απαλή και ιλαρή πάλι φωνή.
Δεν θέλεις, Κύριε, νά κλαίω και νά λυπάμαι, απάντησε ο αδελφός, πού τόσο πολύ σε πίκρανα, αν και απόλαυσα τόσα αγαθά από Σένα;
Εκείνος άπλωσε ξανά το χέρι Του, τ’ ακούμπησε στο κεφάλι του αδελφού και του είπε:
Μη λυπάσαι πια. Γιατί αν έδωσα το αίμα μου για σένα, πολύ περισσότερο θα δώσω συγχώρηση και σε σένα και σε κάθε άλλη ψυχή πού γνήσια μετανοεί.
Μόλις συνήλθε ο αδελφός από την οπτασία, ένιωσε την καρδιά του γεμάτη χαρά. ‘Έτσι πληροφορήθηκε πώς ο Θεός τον ελέησε. Κι από τότε ζούσε με πολλή ταπείνωση, ευχαριστώντας Τον.
Είπε ένας γέροντας:
Αν πέσεις Σε μία αμαρτία και σηκωθείς κι αρχίσεις νά θλίβεσαι και νά μετανοείς γι’ αυτήν, πρόσεξε νά μη σταματήσεις τη λύπη και τούς στεναγμούς ενώπιον του Κυρίου ως την ήμέρα του θανάτου σου.
‘Αλλιώς θα πέσεις πάλι γρήγορα στον ίδιο βόθρο. Ή κατά Θεό λύπη είναι για την ψυχή χαλινάρι, πού δεν την αφήνει να πέσει.
Είπε ο αββάς Θεόδωρος της Φέρμης:
Ό άνθρωπος πού βρίσκεται σε κατάσταση μετάνοιας, δεν δεσμεύεται από την εντολή.
Ήθελε, δηλαδή, νά πει ότι εκείνος πού μετανοεί πραγματικά, δεν εμποδίζεται καθόλου, αν θέλει, νά ξεπεράσει και της εντολής τα όρια. Και λέγοντας “εντολή”, δεν εννοούσε μία μονάχα, μα όλες όσες θέσπισε το Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία. και επιπλέον τον ειδικό κανόνα, πού ίσως του όρισε κάποιος πνευματικός.
Δύο μοναχοί, πού πολεμήθηκαν από το δαίμονα της πορνείας, πέταξαν το σχήμα τους και πήραν γυναίκες. ‘Αργότερα (συναντήθηκαν και) έλεγαν μεταξύ τους:
Τι κερδίσαμε, πού αφήσαμε την αγγελική πολιτεία και ήρθαμε σ’ αύτή την ακαθαρσία, πού θα μας στείλει
τελικά στο αιώνιο πυρ και στ’ ατέλειωτα βάσανα; Ας επιστρέψουμε λοιπόν πάλι στην έρημο και ας μετανοήσουμε.
Πραγματικά, ξαναγύρισαν, εξομολογήθηκαν όλα όσα έκαναν και παρακάλεσαν τούς πατέρες νά τούς βάλουν κανόνες. Οι γέροντες λοιπόν όρισαν νά μείνουν έγκλειστοι κι οι δύο για ένα χρόνο, και νά τούς δίνουν μόνο ψωμί και νερό.
Οι αδελφοί εκείνοι έμοιαζαν ατά εξωτερικά χαρακτηριστικά, Μόλις λοιπόν συμπληρώθηκε ο καιρός της μετάνοιάς τους, βγήκαν έξω. ‘Αλλά τι νά δουν Οι πατέρες!
Ο ένας ήταν χλωμός, σκυθρωπός και αποκαμωμένος, ενώ ο άλλος πρόσχαρος και θαλερός. και απόρησαν, πώς είχαν τόσο μεγάλη διαφορά στην εμφάνιση, αφού και την ίδια τροφή έτρωγαν και κλεισμένοι ήταν κι οι δύο τους.
Ρώτησαν λοιπόν τον σκυθρωπό: Τι έλεγες με τούς λογισμούς σου, όσο καθόσουν στο κελί; Συλλογιζόμουν συνεχώς τα κακά πού έκανα και την κόλαση, όπου πρόκειται νά πάω, αποκρίθηκε εκείνος. Κι από το φόβ0, κόλλησε το δέρμα μου ατά κόκαλά μου (Ψαλμ. 101:6). Ρώτησαν και τον άλλο τι σκεφτόταν στο κελί του.
Ευχαριστούσα το Θεό, απάντησε, πού δεν με άφησε νά πεθάνω μέσα στην αμαρτία, αλλά μ’ έβγαλε από την ακαθαρσία του κόσμου και της κολάσεως και με οδήγησε στην αγγελική τούτη πολιτεία. Και φέρνοντας ατό νου μου το Θεό, γέμιζα χαρά. Ύστερα από αυτά, οι γέροντες έκριναν πώς και των δύο αδελφών τι μετάνοια είναι ισάξια απέναντι στο Θεό.
‘Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
Αββά, ήταν δύο άνθρωποι, ο ένας μοναχός και ο άλλος κοσμικός. Μία νύχτα ο μοναχός αποφάσισε νά πετάξει το σχήμα του μόλις θα ξημέρωνε. Ο κοσμικός πάλι αποφάσισε νά γίνει μοναχός. Και οι δύο όμως πέθαναν την ίδια νύχτα, κι έτσι δεν πρόφτασαν νά πραγματοποιήσουν τις προθέσεις τους. Σαν τι θα θεωρηθούν άραγε;
Και ο γέροντας αποκρίθηκε.
‘Ο μοναχός πέθανε σαν μοναχός και ο κοσμικός πέθανε Σαν κοσμικός. Γιατί έφυγαν στην κατάσταση πού βρέθηκαν.
Διηγούνταν για κάποιον γέροντα, πώς, όταν οι λογισμοί του έλεγαν, “” Άφησε σήμερα, Και αύριο μετανοείς”, τούς πολεμούσε λέγοντας: “‘Όχι! Σήμερα θα μετανοήσω, Και αύριο ας γίνει το θέλημα του Θεού”.
Είπε ένας γέροντας:
Κακία πού δεν πραγματοποιήθηκε, κακία δεν είναι. Και αρετή πού δεν πραγματοποιήθηκε, αρετή δεν είναι.
Του αββά ‘Ισαάκ
Σ’ αυτά πού έχασες την αρετή, σ’ αυτά νά την αποκτήσεις και πάλι. Χρωστάς χρυσάφι στο Θεό; Δεν δέχεται νά του δώσεις μαργαριτάρι. Έχασες, για παράδειγμα, την άγνεία σου; Ο Θεός δεν δέχεται από σένα ελεημοσύνη, όσο επιμένεις στην πορνεία. Σου ζητάει τον εξαγνισμό του σώματος, επειδή αυτή την εντολή αθέτησες, νικημένος από το φθόνο του διαβόλου. Τι κι αν πολεμάς τον ύπνο αγρυπνώντας; Τι κι αν καταγίνεσαι με τη νηστεία; Καθόλου δεν θα σε ωφελήσουν αυτά ενάντια σ’ εκείνο το πάθος. Γιατί κάθε αρρώστια, είτε ψυχική είτε σωματική, με τα δικά της Και κατάλληλα φάρμακα θεραπεύεται.
Όποιος πέφτει στην αμαρτία για δεύτερη φορά, με την ελπίδα της κατοπινής μετάνοιας, αυτός πορεύεται με πανουργία ενώπιον του Θεού. τον άνθρωπο αυτόν τον βρίσκει απροσδόκητα ο θάνατος. Κι έτσι δεν φτάνει στον καιρό πού, σύμφωνα με την ελπίδα του, θα μετανοούσε.
Του άγίου Έφραίμ
Αδελφοί, ο τωρινός καιρός εΙναι καιρός για μετάνοια. Μακάριος λοιπόν εΙναι εκείνος, πού δεν έπεσε καθόλου στα δίχτυα του εχθρού. Μακάριος εΙναι για μένα κι εκείνος πού έπεσε στα δίχτυα του, αλλά κατόρθωσε νά τα σκίσει Και νά του ξεφύγει όσο βρίσκεται στην παρούσα ζωή. Αυτός, ζώντας ακόμα σωματικά, μπόρεσε νά ξεφύγει από τον πόλεμο Και νά σωθεί, όπως ξεγλιστράει το ψάρι από το δίχτυ. Γιατί το ψάρι, και νά πιαστεί, αν σκίσει το δίχτυ και ορμήσει προς το βυθό, όσο βέβαια είναι ακόμα στο νερό, σώζεται. Αν όμως το τραβήξουν στη στεριά, τότε πια δεν μπορεί νά βοηθήσει τον εαυτό του. ‘Έτσι κι εμείς. ‘Όσο είμαστε σ’ αυτή τη ζωή, έχουμε πάρει τη δύναμη και την εξουσία από το Θεό νά σπάσουμε μόνοι μας τις αλυσίδες των θελημάτων του εχθρού, νά πετάξουμε το φορτίο των αμαρτιών μας με τη μετάνοια και νά σωθούμε, κερδίζοντας τη βασιλεία των ουρανών. Αν όμως μας προφτάσει το φοβερό εκείνο πρόσταγμα, αν ή ψυχή χωριστεί από το σώμα και το σώμα μπει στον τάφο, τότε δεν μπορούμε πια νά βοηθήσουμε τον εαυτό μας όπως ακριβώς συμβαίνει και με το ψάρι, πού το τράβηξαν απ’ το νερό Και το έκλεισαν μέσα σε δοχείο.
Αδελφέ, μην πεις, “Σήμερα αμαρτάνω και αύριο μετανοώ”, γιατί δεν έχεις σιγουριά. Στον Κύριο ανήκει ή φροντίδα για το αύριο.
Τού άββα Mάρκoυ
Αν κάποιος πέσει σε μίαν αμαρτία και δεν λυπηθεί ανάλογα με το σφάλμα του, εύκολα θα ξαναπιαστεί στο ίδιο δίχτυ.
Όταν αποφεύγεις την κακοπάθεια και τούς εξευτελισμούς, μην ισχυρίζεσαι πώς θα μετανοήσεις με άλλες αρετές, γιατί ή κενοδοξία και ή αποφυγή της κακοπάθειας από τη φύση τους υποδουλώνουν στην αμαρτία ακόμα και με εύλογες προφάσεις.