Του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού
Σπλάχνο μου της ψυχής, διατί αθυμείς;
Διατί απελπίζεσαι;
Διατί αποκάμνεις;
Ιδού ότι άφησεν ο Θεός τους δαίμονας
Να σε σινιάσουν ολίγον, να ιδής πού ευρίσκεσαι.
Να ταπεινωθεί η καρδία σου.
Να γίνεις συμπαθής προς τους αμαρτάνοντας
και ποσώς να μην τους κατακρίνεις.
Πώς θα γνωρίσεις της φύσεως την ασθένειαν
Εάν δεν σε ξυπνήσουν οι κόρακες;
Εάν ο γλυκύς Ιησούς δεν στείλει την Χάριν Του, πως εσύ θα μάθεις την τέχνην πασών των τεχνών;
Τώρα μανθάνεις την τέχνην, τώρα έχεις μισθόν, τώρα δεικνύεις ότι αγαπάς τον Χριστόν
Όχι όταν είναι η Χάρις…
Όταν φύγει η Χάρις, όχι εσύ και εγώ, αλλά μήτε οι Άγιοι Απόστολοι δεν θα ήσαν απόστολοι!
Δι΄ αυτό λοιπόν σου επήρε την Χάριν, διά να γίνεις σοφός.
Και πάλιν θα έλθει.
Δεν σε αφήνει.
Είναι νόμος Θεού.
Αλλά πάλιν θα φύγει.
Μα και πάλιν θα έλθει.
Βραδύνει ολίγον θέλων να σε διδάξει υπομονή και ταπείνωσιν.
Τώρα μανθάνεις τον πόλεμο, παιδί μου.
Τώρα κάμνεις ρίζες βαθιές, όπως τα δένδρα, όπου όσον τα φυσά ο αέρας, τόσο ριζώνουν βαθύτερα.
Τέλος, μάρτυς
μου ο Θεός, ότι στους μεγαλύτερούς μου πειρασμούς εύρον την μεγαλύτεραν παράκλησιν.