Αγαπητέ, μη μιμού το κακόν, αλλά το αγαθόν. Ο αγαθοποιών εκ του Θεού έστιν· ο κακοποιών ουχ εώρακε τον Θεόν.(3 Ιωαν.1:11)
Του π. Στέφανου
Μια από τις πιο συνηθισμένες αλήθειες στις Ορθόδοξες ακολουθίες είναι η Αγαθότητα του Θεού. Πολλές ακολουθίες τελειώνουν με την ευχή: «ως αγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ελεήμων Θεός». Η αγαθότητα του Θεού είναι απόλυτα ουσιαστική στην πίστη μας- και εντούτοις η αγαθότητα ως έννοια από μόνη της είναι ένα μυστήριο: δεν είναι πάντοτε φανερή και αποτελεί ένα πάζλ για όσους βρίσκονται εκτός πίστεως. Το ούτως καλούμενο «πρόβλημα του κακού» το οποίο χρησιμοποιούν συνήθως οι άπιστοι για να επιτεθούν στην πίστη μας για την ύπαρξη ενός αγαθού Θεού δείχνει τον προβληματικό χαρακτήρα της αγαθότητας. Ο Θεός είναι αγαθός αλλά μ’ ένα τρόπο που δεν είναι εμφανής. Η αγαθότητα του Θεού μπορεί να γνωρισθεί εμπειρικά, όπως ο ίδιος ο Θεός. Ωστόσο ούτε ο Θεός ούτε η Αγαθότητα Του είναι άμεσα φανερά.
Σε κάποια από τα πρώτα πατερικά κείμενα, ειδικά αυτά που μπορούν να χαρακτηριστούν ως «αποφατικά»( «αδύνατον να αναφερθούν») ο Θεός δεν αναφέρεται ως Αγαθός αλλά ως « Πανάγαθος». Δηλαδή η Αγαθότητα Του είναι υπεράνω οιασδήποτε δικής μας κατανόησης– είναι υπερβατική αγαθότητα. Ο Θεός που έχει αποκαλυφθεί με την ενσάρκωση του Ιησού είναι πραγματικά «ακατανόητος». Η ενσάρκωση του Χριστού Τον έχει κάνει κατανοητό.
«Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρὸς ἐκεῖνος ἐξηγήσατο».( Ιωαν. 1:18)
«Πάντα μοι παρεδόθη υπό του πατρός μου· και ουδείς επιγινώσκει τον υιόν ει μη ο πατήρ, ουδέ τον πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο υιός και ω εάν βούληται ο υιός αποκαλύψαι»( Ματθ.11:27)
Με τον ίδιο τρόπο αρχίζουμε να κατανοούμε τις ιδιότητες του Θεού. Η αγαθότητα του Θεού είναι η αγαθότητα που βλέπουμε με την ενσάρκωση του Χριστού. Η δύναμη του Θεού είναι η δύναμη που βλέπουμε στο Χριστό. Η καλοσύνη του Θεού είναι η καλοσύνη του Χριστού. Η αγάπη του Θεού αποκαλύπτεται επακριβώς με τον Χριστό.
Ο απ. Παύλος γράφει για τις « ιδιότητες» του Θεού ότι αποκαλύπτονται ξεκάθαρα μέσω της δημιουργίας- αλλά αυτό το εδάφιο δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη βάση για μια θεολογία της «φύσεως»( όπου η γνώση του Θεού αποκτάται με την παρακολούθηση της φύσης)
«Αποκαλύπτεται γαρ οργή Θεού απ’ ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων των την αλήθειαν εν αδικία κατεχόντων, 19 διότι το γνωστόν του Θεού φανερόν έστιν εν αυτοίς· ο γαρ Θεός αυτοίς εφανέρωσε. 20 τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, ή τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης, εις το είναι αυτούς αναπολογήτους, 21 διότι γνόντες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν ή ευχαρίστησαν, αλλ’ εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία· 22 φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν, 23 και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών»(Ρωμ 1:18-23).
Πιστεύω ότι ο απ. Παύλος περιγράφει εδώ τη πτώση του ανθρώπου και την άγνοια του για το Θεό που απορρέει από αυτή την πτώση. Το εδάφιο αυτό είναι γραμμένο στον αόριστο. « διότι γνόντες τὸν Θεὸν» κλπ Αυτό διαφέρει πολύ από το εάν έλεγε «γνωρίζοντες το Θεό δεν τον ευχαριστούν κλπ». Αντί αυτού περιγράφει τη μακραίωνη ιστορία του ανθρώπινου γένους πριν από το Χριστό και τους ανθρώπους που έχουν «μάταιους» λογισμούς και “σκοτισμένη, ασύνετη καρδία”.
Παρόλα αυτά το εδάφιο φαίνεται να εισηγείται ότι αυτή η γνώση μπορεί να επανακτηθεί μόλις οι καρδιές μας φωτιστούν, κάτι που είναι αναπόσπαστο μέρος της ζώσας κοινωνίας μας με το Χριστό. Ωστόσο αυτή η γνώση μπορεί μόνο να βιωθεί μέσα στη φωτισμένη καρδία, η οποία φωτίζεται μόνο με την ενσάρκωση του Χριστού.
Είναι αδύνατο να προσεγγίσουμε το μυστήριο της αγαθότητας με άλλον τρόπο. Η αγαθότητα του Θεού είναι αγαθότητα που έγινε γνωστή μέσω του Χριστού και δεν αποτελεί μια διαλεκτική κατηγορία ή φιλοσοφική έννοια που μπορεί να περιγραφεί μακριά από το Χριστό. Μια τέτοια ξέχωρη έννοια αποτελεί κοσμικοποίηση της Αγαθότητας και επομένως βλασφημία.( «ουδείς αγαθός ει μη είς, ο Θεός».( Λουκ18:19))
Το μυστήριο της αγαθότητας του Θεού εμφανίζεται ιδιαιτέρως στο μυστήριο του Σταυρού. Στα ευαγγέλια ο Χριστός λέγεται ότι περιφέρονταν και έκανε το καλό και γιάτρευε τους αρρώστους. Ωστόσο το όλο βάθος του μυστηρίου εμφανίζεται στο Θάνατό και στην Ανάσταση Του.
Το μυστήριο του Σταυρού είναι ο θρίαμβος της αφροσύνης πάνω στην ανθρώπινη σοφία, ο θρίαμβος της αδυναμίας πάνω στην νομιζόμενη δύναμη του ανθρώπου, η τελική νίκη του καλού έναντι στο κακό. Η πιο συνηθισμένη εικόνα του Θανάτου και της Αναστάσεως του Ιησού στην Ανατολική Εκκλησία είναι η απεικόνιση της καθόδου του Χριστού στον Αδη. Αυτή η εικόνα αποτελεί την πλέον ολοκληρωμένη έκφραση του θεολογικού περιεχομένου και της πραγματικότητας του Θανάτου και της Αναστάσεως Του.
Δεν απεικονίζει μόνο τη νίκη Του έναντι του θανάτου και του κακού( το οποίο εμφανίζεται ως ο διάβολος δεμένος με αλυσίδες), αλλά δείχνει και το παγκόσμιο και άχρονο της νίκης Του, με το να κρατά τα χέρια του Αδάμ και της Εύας και να τους οδηγεί μακριά από τα δεσμά της αμαρτίας και του θανάτου.
Ο χριστιανικός ορισμός του αγαθού είναι η ‘αγαθότητα του Θεού’. Στον κόσμο μας δεν βλέπουμε την αγαθοσύνη από μόνη της αλλά στην αντιπαλότητά της με το κακό και τον τελικό της θρίαμβο. Το ευαγγέλιο προϋποθέτει και αναγνωρίζει την παρουσία του κακού αλλά την ίδια στιγμή επαναβεβαιώνει την αγαθοσύνη του Χριστού η οποία κατατροπώνει το κακό.
Στις κλασσικές διδαχές των Πατέρων, το κακό δεν έχει οντότητα, δύναμη ή παρουσία. Είναι μια ενέργεια που πραγματοποιείται από μια διεστραμμένη θέληση. Αποτελεί μια αντίθεση προς το Θεό αλλά χωρίς νόημα ή ουσία παρά μόνο ως αντίθεση. Επομένως το κακό δεν είναι μια παρουσία, αλλά μια τραγική κίνηση προς την απουσία. Δεν αποτελεί κοινωνία με το Θεό αλλά μια κίνηση προς το εσωτερικό εγώ, προς τη μη ύπαρξη.
Ο μεγάλος αγώνας σήμερα στο κόσμο, όπως έχει εγκαθιδρυθεί, δεν είναι αγώνας μεταξύ του εαυτού μας και των δυνάμεων μιας τυφλής και ακυβέρνητης φύσης, αλλά μια πάλη με τις συνέπειες μιας αδυσώπητης πρόκλησης. Ο Σταυρός δεν αποτελεί μια εικόνα που αποκλείει τις άγριες δυνάμεις των κακών- αλλά είναι ο θρίαμβος της αγάπης και της συγγνώμης που βρίσκεται στο κέντρο αυτών των αγώνων.
Η αγαθότητα δεν μπορεί να αφαιρεθεί από την ανθρώπινη τραγωδία- αναγνωρίζεται και γίνεται εμπειρία μέσα σ’ αυτή την καθ’ εαυτή τραγωδία και ολότητα του Σταυρού του Χριστού. Αυτό αποτελεί μια ουσιαστική διαφορά από τη φιλοσοφική συζήτηση για το πρόβλημα του κακού. Ο Χριστιανισμός δεν είναι ένα συνονθύλευμα ιδεών που αντιπαλεύουν στη διαλεκτική παλαίστρα των φιλοσοφικών συστημάτων. Είναι ένα γεγονός και μια σχέση που δεν είναι ούτε φανταστική ούτε αφηρημένη. Αυτό κάποτε επιτρέπει στον κλασσικό Χριστιανισμό να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, με το να μην είναι διατεθειμένος να υποκύψει στις θεωρίες μιας ξένης φιλοσοφίας και έτσι να φαίνεται αδύναμος στις επιθέσεις μιας σοβαρής ακαδημαϊκής πρόκλησης. Ωστόσο, ο Χριστιανισμός είναι μια γλώσσα που ομιλείται με τη γλώσσα του Λόγου, Του οποίου η Ενσάρκωση, ο Θάνατος και η Ανάσταση μιλούν με την ευφράδεια του αληθινού και ζώντος Θεού.
Ο απ. Παύλος αναγνώρισε ότι η διδασκαλία του για το Σταυρό του Χριστού είτε θα τον παρουσίαζε ως αδύναμο είτε ως ανόητο. Είναι μια αδυναμία και μια ανοησία την οποία οι σύγχρονοι Χριστιανοί δεν πρέπει να περιφρονούν. Γιατί η αδυναμία του Θεού είναι πιο δυνατή από τον θάνατο και η ανοησία του Θεού είναι σοφότερη από τη σοφία ολόκληρης της ανθρωπότητας.