Ο διάδρομος προς την Εντατική είναι τελείως ήσυχος. Ασυνήθιστο αυτό, είναι πρωί, ώρα εργασίας, με την καθημερινή ρουτίνα, το στρώσιμο των κρεβατιών, την περιποίηση των ασθενών, την επίσκεψη των γιατρών, τις οδηγίες δεξιά και αριστερά. Σήμερα δεν ακούγεται τίποτε, ούτε καν οι συνηθισμένοι και τόσο εκνευριστικοί ηλεκτρονικοί βόμβοι κάθε είδους από τους αναπνευστήρες, τα μόνιτορ, τις αντλίες έγχυσης.
Η Μονάδα δεν είναι άδεια–χθες βράδυ είχε έξι αρρώστους μαζί με την Κατερίνα: δεν μπορεί να βγήκαν όλοι τόσο νωρίς. Κι όμως είναι ήσυχη, σαν άδεια εκκλησία.
Πλησιάζω στην είσοδο. Από τη μισανοιχτή πόρτα βλέπω τα παραβάν αραδιασμένα με τάξη γύρω από το πρώτο κρεβάτι. Δεν είναι κανείς από πίσω. Παραμερίζω ένα και μπαίνω, κλείνοντας πίσω μου.
Η Κατερίνα είναι τελείως ήσυχη, θαρρείς πώς κοιμάται. Αν ανασαίνει, είναι τόσο ρηχά που δεν φαίνεται. Το άτριχο κεφάλι της είναι γερμένο στο πλάι, όπως και χθες. Το χλωμό ανέκφραστο πρόσωπο είναι ακόμη πιο χλωμό στο φως της μέρας. Η κουβέρτα είναι ευθυγραμμισμένη με τους ώμους, στη σωστή θέση. Είναι ήρεμη, γαλήνια, αξιοπρεπής.
Κοιτάζω το μόνιτορ: είναι κλειστό. Βάζω την παλάμη μου ανάστροφη μπροστά στα μισάνοιχτα χείλη της: τίποτε. Ψάχνω τον καρπό του χεριού της κάτω από την κουβέρτα, ψηλαφώ την αρτηρία: τίποτε κι εδώ. Η Κατερίνα είναι ‘μετά των αγίων’.
Κάνω το σταυρό μου και βγαίνω. Από τη θέση της στο γραφείο η προϊσταμένη μου ρίχνει μια ματιά όλο νόημα. «Μόλις πριν από λίγο», λέει σιγανά, λυπημένα. «Ακόμη δεν ειδοποίησα κανέναν». Οι υπόλοιποι ασθενείς, σε διάφορα στάδια εγρήγορσης, οι νοσηλευτές σκόπιμα απασχολημένοι καθένας με τη δουλειά του, προσπαθούν να φερθούν όσο γίνεται πιο ‘φυσικά’ στην ατμόσφαιρα της εκκλησίας που αυθόρμητα έχει δημιουργηθεί πρωί πρωί στην Εντατική.
Η Κατερίνα, μετά από 42 έτη ζωής στη γη, είναι πλέον αιώνια μετά των αγίων.
Χωρίς εισαγωγικά.