Κάποιος γέροντας, καθαρός και άγιος, κάθε φορά πού λειτουργούσε, έβλεπε αγγέλους δεξιά κι αριστερά του.
Αυτός είχε παραλάβει την τάξη της λειτουργίας από τούς αιρετικούς, κι επειδή ήταν άπειρος στα θεία δόγματα, έλεγε τις ευχές της αναφοράς με απλότητα και ακακία, χωρίς νά ξέρει ότι τις λέει εσφαλμένα.
Κάποτε όμως, από οικονομία Θεού, τον επισκέφθηκε ένας αδελφός πού γνώριζε καλά τα θεία δόγματα.
Ο αδελφός ήταν διάκονος, κι έτυχε νά παρευρεθεί την ώρα πού ο γέροντας λειτουργούσε.
Διαπίστωσε λοιπόν το λάθος και του είπε:Αυτά πού λες, πάτερ, στη λειτουργία δεν είναι της ορθοδόξου πίστεως.
Ο γέροντας όμως, επειδή έβλεπε την ώρα εκείνη αγγέλους, δεν έδωσε προσοχή στα λόγια του. Μα ο διάκονος επέμενε νά ελέγχει την κακοδοξία: Σφάλλεις, καλόγερε. Η Εκκλησία δεν τα παραδέχεται αυτά.
Τότε ο γέροντας, βλέποντας την επιμονή του διακόνου, ρώτησε σε κάποια λειτουργία τούς αγγέλους πού τον παράστεκαν: Τι είναι αυτά πού μου λέει ο διάκονος;
Καλά σου λέει, απάντησαν εκείνοι, νά τα παραδεχθείς.
και γιατί τόσον καιρό δεν μου το λέγατε εσείς; – Γιατί ο Θεός έτσι οικονόμησε: ο άνθρωπος να διορθώνεται από ανθρώπους.
Από τότε ο γέροντας διορθώθηκε, ευχαριστώντας το Θεό και το διάκονο.