Του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη (εκπροσώπου του Αλεξανδρινού Προκαθημένου κ. Θεοδώρου Β’ σε Διεθνείς Οργανισμούς και Μέλος Κ.Ε. Π.Σ.Ε.)
Ένα από τα θέματα που ενέκρινε η τελευταία Σύναξη των Προκαθημένων στην Κωνσταντινούπολη τον Μάρτιο του προηγούμενου έτους για να εξετάσει η Μέλλουσα να συνέλθει Πανορθόδοξη Σύνοδος το επόμενο έτος την Κυριακή της Πεντηκοστής στον ιστορικό Ιερό Ναό της Αγίας Ειρήνης, δίπλα από τον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας, είναι και το θέμα για τη θέση των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών με τη λεγόμενη Οικουμενική Κίνηση και μάλιστα με το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.)
Μετά τις συμφορές των δύο Πακγοσμίων Πολέμων του προηγούμενου αιώνα που έζησε για πρώτη φορά στην Ιστορία της η Ανθρωπότητα, προχώρησε στην οργάνωση του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.) για τη διασφάλιση της παγκόσμιας ασφάλειας με τη χρήση ειρηνικών μέσων για τη λύση πολύπλοκων προβλημάτων που απειλούν την ειρηνική συνύπαρξη των Λαών.
Το ίδιο έτος για τον ίδιο σκοπό δημιουργήθηκε και το Π.Σ.Ε. για την συνεργασία των Χριστιανών και το κοινό όνειρο τους για ενότητα και κοινή διακονική δράση για την επιτέλεση των σκοπών του Ευαγγελίου για την σωτηρία του κόσμου.
Το σχετικό κείμενο που θα παραθέσουμε στη συνέχεια το ετοίμασε το 1986 στην Γενεύη η ειδική Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και το ενέκρινε το ίδιο έτος στον ίδιο χώρο η Γ’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψη. Επειδή από τότε πέρασαν σχεδόν τριάντα χρόνια το ξαναείδε το όλο κείμενο η ειδική Προπαρασκευαστική Διορθόδοξη Επιτροπή στις τελευταίες συνεδρίες της και το ετοίμασε ως τελική πρόταση για τις εργασίες της Προσυνοδικής Πανορθόδοξης Διάσκεψης (πρέπει να συγκληθεί πριν την Πανορθόδοξον) , που θα έχει και την κανονική ευθύνη για τα κείμενα που θα δούμε στην Πανορθόδοξη Σύνοδο το επόμενο έτος στην Κωνσταντινούπολη.
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΚΙΝΗΣΙΣ[1]
1. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, εν τη βαθεία πεποιθήσει και εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία ότι αποτελεί φορέα και δίδει μαρτυρίαν της πίστεως και της παραδόσεως της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ακραδάντως πιστεύει ότι κατέχει κεντρικήν και μοναδικήν θέσιν εντός του συγχρόνου Χριστιανικού κόσμου, επί τω τέλει της προωθήσεως της ενότητος της Εκκλησίας.
2. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, αδιαλείπτως προσευχομένη «υπέρ ευσταθείας των Αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως» μετέσχε της Οικουμενικής Κινήσεως από της πρώτης εμφανίσεως αυτής και συνετέλεσεν εις την διάπλασιν και περαιτέρω εξέλιξιν αυτής. Τούτο οφείλεται εις το βαθύτερον οικουμενικόν πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία, κατά την διάρκειαν της ιστορίας, αείποτε ηγωνίσθη προς αποκατάστασιν της χριστιανικής ενότητος, της διασπασθείσης κυρίως κατά τους αιώνας Ε΄, ΙΑ΄, και ΙΣΤ΄. Διό και η ορθόδοξος μετοχή εις την Οικουμενικήν Κίνησιν ουδόλως τυγχάνει ξένη προς την ιστορίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αποτελεί νεωτέραν προσπάθειαν, προς έκφρασιν της αποστολικής πίστεως εντός νέων ιστορικών συνθηκών και προς αντιμετώπισιν νέων υπαρξιακών αιτημάτων.
3. Υπό το ανωτέρω πνεύμα άπασαι αι κατά τόπους Αγιώταται Ορθόδοξοι Εκκλησίαι συμμετέχουν σήμερον ενεργώς εις διάφορα εθνικά, περιφερειακά και διεθνή όργανα της Οικουμενικής Κινήσεως, ως και εις διαφόρους διμερείς και πολυμερείς διαλόγους, παρά τας κατά καιρούς παρουσιαζομένας δυσκολίας και κρίσεις εις την ομαλήν πορείαν της κινήσεως ταύτης. Η πολυδιάστατος αύτη οικουμενική δραστηριότης πηγάζει εκ του αισθήματος υπευθυνότητος και εκ της πεποιθήσεως ότι η συνύπαρξις, η αμοιβαία κατανόησις, η συνεργασία και αι κοιναί προσπάθειαι προς μίαν χριστιανικήν ενότητα τυγχάνουν ουσιώδεις: «ίνα μη εγκοπήν τινα δώμεν τω Ευαγγελίω του Χριστού»[2].
4. Εν εκ των προνομιούχων οργάνων της συγχρόνου Οικουμενικής Κινήσεως είναι και το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών. Παρά το γεγονός ότι δεν συμπεριλαμβάνει τούτο εις τους κόλπους αυτού απάσας τας Χριστιανικάς Εκκλησίας και ότι και άλλοι οικουμενικοί οργανισμοί πληρούν μίαν σημαντικήν αποστολήν εν τη προωθήσει της Οικουμενικής Κινήσεως ευρύτερον, το Π.Σ.Ε. αντιπροσωπεύει σήμερον μίαν συγκεκροτημένην οικουμενικήν αδελφότητα. Πλείσται Ορθόδοξοι Εκκλησίαι υπήρξαν ιδρυτικά μέλη αυτού και κατά την ροήν της ιστορίας τούτου άπασαι αι κατά τόπους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι απέβησαν μέλη αυτού. Η Δ΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψις (1986) υπεγράμμισε την γενικήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας συνείδησιν, ότι «αποτελεί οργανικόν μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, και την στερράν απόφασιν αυτής όπως δι’ όλων των εις την διάθεσιν αυτής μέσων, θεολογικών και άλλων, συμβάλη εις την προαγωγήν και ευόδωσιν του όλου έργου του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών».
5. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, παρά ταύτα, πιστή εις την εκκλησιολογίαν αυτής, εις την ταυτότητα της εσωτερικής αυτής δομής, και εις την διδασκαλίαν της αδιαιρέτου Εκκλησίας, συμμετέχουσα εν τω Οργανισμώ του Π.Σ.Ε., ουδόλως παραδέχεται την ιδέαν της «ισότητος των Ομολογιών» και ουδόλως δύναται να δεχθή την ενότητα της Εκκλησίας ως τινα διομολο-γιακήν προσαρμογήν. Εν τω πνεύματι τούτω, η ενότης η οποία αναζητείται εν τω Π.Σ.Ε. δεν δύναται να είναι προϊόν θεολογικών συμφωνιών μόνον. Ο Θεός καλεί τον άνθρωπον εις την εν τω Μυστηρίω και τη Παραδόσει της πίστεως βιουμένην ενότητα εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία.
6. Αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι-μέλη του Π.Σ.Ε. αποδέχονται το άρθρον-βάσις του Καταστατικού και τους σκοπούς και τας επιδόσεις αυτού. Έχουν δε αύται την βαθείαν πεποίθησιν ότι αι εκκλησιολογικαί προϋποθέσεις της Δηλώσεως του Τορόντο (1950), τιτλοφορουμένης «Η Εκκλησία, αι Εκκλη-σίαι και το Παγκόμιον Συμβούλιον Εκκλησιών», είναι κεφαλαιώδους σημασίας διά την Ορθόδοξον συμμετοχήν εις το Συμβούλιον. Όθεν, αυτονόητον, ότι το Π.Σ.Ε. δεν είναι και εν ουδεμιά περιπτώσει πρέπει να καταστή υπέρ-Εκκλησία. «Σκοπός του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών δεν είναι να διαπραγματεύηται ενώσεις μεταξύ των Εκκλησιών, όπερ δύναται να γίνη μόνον υπό των Εκκλησιών, ενεργουσών εξ ιδίας πρωτοβουλίας, αλλά να φέρη τας Εκκλησίας εις ζώσαν επαφήν προς αλλήλας και να προαγάγη την μελέτην και συζήτησιν των ζητημάτων της χριστιανικής ενότητος»[3].
7. Θεολογικαί μελέται και άλλαι δραστηριότητες προγραμμάτων του Π.Σ.Ε. αποτελούν μέσα προσεγγίσεως των Εκκλησιών. Ιδιαιτέρως πρέπει να μνημονευθή η Επιτροπή Πίστις και Τάξις, ήτις συνεχίζει το έργον της «Παγκοσμίου Κινήσεως περί Πίστεως και Τάξεως». Αναγνωρίζεται ότι το κείμενον «Βάπτισμα, Ευχαριστία, Λειτούργημα» καταρτισθέν υπό της Επιτροπής ταύτης τη συμμετοχή και ορθοδόξων θεολόγων, αποτελεί σημαντικόν οικουμενιστικόν κείμενον βασικών συγκλινουσών θεολογικών απόψεων, κείμενον, όπερ εκφράζει εμπειρίαν, διανοίγουσαν νέον στάδιον εν τη ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως.
8. Το Π.Σ.Ε. όμως, ως όργανον των Εκκλησιών-μελών αυτού, δεν ασχολείται μόνον, με τους Θεολογικούς Διαλόγους. Αι πολύπλευροι δραστηριότητες αυτού εις τους χώρους του Ευαγγελισμού, της Διακονίας, της Υγείας, της Θεολογικής Εκπαιδεύσεως, του Διαθρησκειακού Διαλόγου, της καταπολεμήσεως του Φυλετισμού, της προωθήσεως των ιδεωδών της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης, καλύπτουν ειδικάς ανάγκας των Εκκλησιών και του κόσμου σήμερον και παρέχουν ευκαιρίαν κοινής μαρτυρίας και δράσεως. Η Ορθόδοξος Εκκλησία πάντοτε εξετίμησε την πολυδιάστατον ταύτην δραστηριότητα του Π.Σ.Ε. και εν τω πλαισίω των δυνατοτήτων αυτής συνειργάσθη πλήρως εις τους προμνημονευθέντας τομείς.
9. Μετά την ΣΤ΄ Γενικήν Συνέλευσιν του Π.Σ.Ε. εν Βανκούβερ διανοίγονται νέαι προοπτικαί διά μίαν περισσότερον σημαίνουσαν ορθόδοξον συμμετοχήν εν τω Συμβουλίω. Η εξισορρόπησις της οριζοντίου και καθέτου διαστάσεως του έργου του Συμβουλίου, ήτις επεχειρήθη εν Βανκούβερ, αι μελέται επί των θεμάτων «προς μίαν κοινήν έκφρασιν της Αποστολικής Πίστεως σήμερον», «η ενότης της Εκκλησίας και η ανανέωσις της ανθρωπίνης κοινωνίας», και «η δικαιοσύνη, η ειρήνη και η ακεραιότης της δημιουργίας», ως επίσης και η Παγκόσμιος Διάσκεψις επί του θέματος «Γεννηθήτω το θέλημά Σου: Ιεραποστολή επί της οδού του Χριστού», διανοίγουν νέας οδούς προς διείσδυσιν της ορθοδόξου θεολογικής σκέψεως εις την ζωήν και τας δραστηριότητας του Π.Σ.Ε.
10. Αποτελεί όμως γεγονός, ότι μία ουσιαστική Ορθόδοξος μαρτυρία και η ιδιαιτέρα αυτής θεολογική συμβολή δύνανται να τεθούν εν κινδύνω, εάν δεν ανευρεθούν εντός του Π.Σ.Ε. αι αναγκαίαι εκείναι προϋποθέσεις, αι οποίαι θα παράσχουν εις τας Ορθοδόξους Εκκλησίας την δυνατότητα να ενεργήσουν επί τη βάσει της ιδίας αυτών εκκλησιολογίας και συμφώνως προς τον ιδικόν των τρόπον του σκέπτεσθαι.
Αναφορικώς προς τούτο εκφράζεται ανησυχία ως προς την συνεχιζομένην άνευ διακρίσεως αποδοχήν ποικιλίας εκκλησιών και χριστιανικών κοινοτή-των, ως μελών του Π.Σ.Ε. Τοιαύτη εξέλιξις θα μειώση μακροπροθέσμως την εις τα διάφορα διοικητικά και συμβουλευτικά σώματα του Π.Σ.Ε. ορθόδοξον παρουσίαν και θα αποβή εις βάρος ενός υγιούς οικουμενικού διαλόγου εντός του Συμβουλίου. Πρέπει να γίνουν νέαι καταστατικαί και άλλαι αναγκαίαι ρυθμίσεις, επί τω σκοπώ όπως η Ορθοδοξία δυνηθή να δώση εντός του Συμβουλίου την μαρτυρίαν και θεολογικήν αυτής συνεισφοράν, την οποίαν αναμένει εξ αυτής το Π.Σ.Ε., κατά τα ήδη μεταξύ αυτού και των Ορθοδόξων-μελών αυτού εκατέρωθεν συμπεφωνημένα[4].
Εξ άλλου, η Ορθόδοξος Εκκλησία εν τω συνόλω αυτής οφείλει όπως ανεύρη τρόπους χαράξεως κοινής οικουμενικής τακτικής και συμφώνου απόψεως, ιδίως εν τω πλαισίω της Πίστεως και Τάξεως, οσάκις συζητούνται θέματα απτόμενα της πίστεως. Εις τοιαύτας συζητήσεις η Ορθόδοξος Εκκλησία οφείλει όπως εμφανίζηται ως το εν Σώμα του Χριστού, ομολογούσα και δίδουσα μαρτυρίαν της πίστεως της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
11. Η Ορθόδοξος Εκκλησία έχει συνείδησιν του γεγονότος, ότι η Οικουμενικη Κίνησις λαμβάνει νέας μορφάς, προκειμένου ίνα ανταποκριθή εις τας νέας συνθήκας και αντιμετωπίση τας νέας προκλήσεις του συγχρόνου κόσμου. Προσευχόμεθα όπως η ημέρα είναι εγγύς, κατά την οποίαν ο Κύριος θα εκπληρώση την ελπίδα των Εκκλησιών, όπως γένηται «μία ποίμνη, εις ποιμήν»[5], ίνα ηνωμένοι εν τη πίστει αποβώμεν πλέον αξιόπιστοι διάκονοι εν τω Αμπελώνι του Κυρίου[6].
[1] Το θέμα τούτο εμελετήθη υπό της Γ΄ Υποεπιτροπής Εργασίας, ήτις απετελείτο εκ των Μητροπολίτου Πέτρας Γερμανού, Επισκόπου Λότζ και Πόζναν Ιερεμίου, Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση, Πρωτοπρεσβυτέρου Ίωνος Μπρία, Πρωθιερέως Γιαροσλάβ Σουβάρσκυ, Πρωτοπρεσβυτέρου Βέϊκο Πούρμονεν και κ. Μπόρις Γκαγκούα. Πρόεδρος αυτής ήτο ο Επίσκοπος Λότζ και Πόζναν Ιερεμίας, Γραμματεύς ο Μ. Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Τσέτσης.
[2] Α΄ Κορ. 9,12.
[3] Δήλωσις του Τορόντο, παράγρ.2.
[4] Desiderata Σόφιας.
[5] Ιω. 10, 14.
[6] Απόστολος Βαρνάβας, τεύχος 5, σελ. 178 – 181, Λευκωσία, 1986.