Ο Αββάς Ζωσιμάς έδωσε κάποτε μερικά βιβλία σένα καλλιγράφο να του αντιγράψει. Όταν εκείνος τα ετοίμασε, ειδοποίησε τον Όσιο να στείλει να τα πάρει.
Κάποιος άλλος όμως, που ήξερε την παραγγελία, πήγε δήθεν εκ μέρους του Αββά Ζωσιμά και παρέλαβε τα βιβλία.
Ύστερα από λίγο έστειλε κι ο Γέροντας το μαθητή του να τα πάρει. Κατάλαβε τότε ο καλλιγράφος πως εξαπατήθηκε από τον άλλο και ταραγμένος απειλούσε: -Δεν θα πέσει στα χέρια μου; Θα τον κανονίσω, όπως του αξίζει, τον αυθάδη.
Όταν το άκουσε ο Αββάς Ζωσιμάς παρήγγειλε στον καλλιγράφο: -Αποκτούμε βιβλία, αδελφέ, για να μάς διδάξουν αγάπη κι ανεξικακία. Αν πρόκειται για χάρι τους να μαλώνουμε, χίλιες φορές καλύτερα να μάς λείπουν. «Δούλον Κυρίου ου δει μάχεσθαι»(Β Τιμ.2. 24).
Ο Αββάς Γελάσιος είχε ένα πολύ ωραίο βιβλίο, που περιείχε καλλιγραφημένη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη.
Αξιζε του είχαν πει πάνω από δεκαπέντε νομίσματα. Το άφηνε όμως στην Εκκλησία να το χρησιμοποιούν όλοι οι αδελφοί στη σκήτη. Κάποτε ένας περαστικός καλόγερος έκλεψε το βιβλίο. Ο Αββάς Γελάσιος, αν και το κατάλαβε αμέσως, δε θέλησε να κυνηγήσει τον κλέπτη. Εκείνος μόλις κατέβηκε στην πόλη βρήκε αγοραστή κι άρχισε να διαπραγματεύεται την πώληση του βιβλίου. Γύρευε δεκαέξι νομίσματα. Ο αγοραστής έλεγε πως δεν άξιζε τόσο. Τέλος, συμφώνησαν να του αφήσει ο καλόγερος το βιβλίο, να το δείξει σε κάποιο γνωστό του, ειδικό σ αυτά. Έτσι, το πήρε ο άνθρωπος και το πήγε στον Αββά Γελάσιο, που ήταν φίλος του. -Ν αγοράσω αυτό το βιβλίο για δεκαέξι νομίσματα, Αββά; Αξίζει τόσο; τον ρώτησε. Ο Όσιος το γνώρισε αμέσως, αλλά δεν το φανέρωσε. Το πήρε στα χέρια του, το ψηλάφησε, σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά. –
Αξίζει, αγόρασέ το, είπε στο φίλο του. Γυρίζοντας όμως εκείνος δεν είπε την αλήθεια. -Έδειξα το βιβλίο σου στον Αββά Γελάσιο και μου είπε πως γυρεύεις πολλά. Δεν αξίζει τόσο. -Δε σου είπε άλλο τίποτε; ρώτησε εκείνος ταραγμένος, μόλις άκουσε για τον Αββά Γελάσιο. -Όχι. -Μετανόησα. Δεν θα το πουλήσω, είπε ύστερα από λίγο ο καλόγερος. Μέσα του γινόταν μια πάλη. Από την μια μεριά εθαύμαζε την ανεξικακία του Οσίου κι από την άλλη ελεγχόταν για την κακή πράξη του. πήρε λοιπόν το βιβλίο κι ανέβηκε στη σκήτη. Όταν βρήκε τον Αββά Γελάσιο, έπεσε στα πόδια του και ζήτησε συγχώρηση, δίνοντας πίσω στο κλοπιμαίο. Εκείνος πάλι, όχι μόνο τον συγχώρεσε μ όλη του την ψυχή, αλλ επέμενε να του χαρίσει το βιβλίο.
Που να το δεχθεί τώρα ο καλόγερος! -Αν δεν το πάρεις πίσω Αββά, δεν θα βρει ανάπαυση η ψυχή μου. -Αν είναι έτσι, πήγαινε στην Εκκλησία και άφησέ το εκεί απ’ όπου το πήρες, του είπε με καλωσύνη ο Όσιος. Από τότε διορθώθηκε ο κακοσυνηθισμένος καλόγερος και ποτέ πια δεν έπεσε σε τόσο βαρύ σφάλμα.