Του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη
Το κείμενο το οποίο έχει προταθεί από την Γ’ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Γενεύης το 1986 και επεξεργάζεται η υφιστάμενη Διορθόδοξη Επιτροπή για να παρουσιασθεί εις τας εργασίας της Πανορθόδοξης Συνόδου το επόμενο έτος στον Ιερό Ναό της αγίας Ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη, που αναφέρεται στην «Αποστολή της Ορθοδοξίας εις τον σύγχρονον κόσμον» και «Περί ειρήνης και Δικαιοσύνης» είναι το ακόλουθο.
Αποστολή της Ορθοδοξίας εις τον σύγχρονον κόσμον.
«Η Ορθοδοξία δύναται και οφείλει να συμβάλη θετικώς εις την αποκατάστασιν της οργανικής σχέσεως του συγχρόνου διεθνούς διαλόγου προς τα κατ’ εξοχήν χριστιανικά ιδεώδη της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύ-νης, της αγάπης και της κοινωνικής δικαιοσύνης μεταξύ των λαών, διακηρύττουσα την περί ανθρώπου και κόσμου χριστιανικήν πίστιν, ως έπραξε τούτο εις την καθ’ όλου ιστορικήν πορείαν αυτής, διά να επιτύχη την αναμόρφωσιν της πνευματικής και πολιτιστικής ταυτότητος του κόσμου. Η περί θείας προελεύσεως και ενότητος του ανθρωπίνου γένους και του κόσμου χριστιανική πίστις, εν αρρήκτω πάντοτε σχέσει προς την ιερότητα, την αυτοτέλειαν και την υψίστην αξίαν του ανθρωπίνου προσώπου, ευρί-σκεται υπολανθανόντως εις την βάσιν του συγχρόνου διεθνούς διαλόγου διά την ειρήνην, την κοινωνικήν δικαιοσύνην και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η ιδέα της καθολικότητος των ιδεωδών τούτων, ήτις αποτελεί την βάσιν του συγχρόνου διαλόγου, θα ήτο σχεδόν αδιανόητος άνευ της χριστιανικής διδασκαλίας διά την οντολογικήν ενότητα του ανθρωπίνου γένους.
Η αναγωγή της ενότητος του ανθρωπίνου γένους εις το αρχέτυπον ζεύγος της θείας δημιουργίας καθίσταται η συγκεκριμένη πηγή των αγαθών της ελευθερίας, της ισότητος, της αδελφοσύνης και της κοινωνικής δικαιοσύ-νης. Η χριστιανική διδασκαλία διά την εν Χριστώ «ανακεφαλαίωσιν» των πάντων[1] αποκατέστησε την ιερότητα και το υπέροχον μεγαλείον του ανθρωπίνου προσώπου και κατήργησε τον κόσμον της διασπάσεως, της αλλοτριώσεως, των φυλετικών διακρίσεων και του μίσους. Η εν χριστώ πρόσληψις ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους και του κόσμου ανασυ-νέθεσε την οργανικήν ενότητα αυτών εις εν σώμα, διο και διεκηρύχθη, ότι «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γάρ εις εστε εν Χριστώ Ιησού»[2]. Συγχρόνως πιστεύομεν, ότι η ενότης αύτη δεν είναι κάτι στατικόν και μονολιθικόν. Έχει απέραντον δυναμισμόν και ποικιλίαν, διότι εκπηγάζει εκ της εν κοινωνία, προσώπων επιτυγχανομένης ενότητος, κατά το πρότυπον της ενότητος των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος.
Περί ειρήνης και δικαιοσύνης.
1. Η ανθρωπότης καταβάλλει προσπαθείας, όπως η έχθρα και η δυσπιστία, αι δηλητηριάζουσαι την διεθνή ατμόσφαιραν, παραχωρήσωσι την θέσιν εις την φιλίαν και την αλληλοκατανόησιν, όπως η άμιλλα εις τον εξοπλισμόν αντικατασταθή υπό ολοκληρωτικού και πλήρους αφοπλισμού, όπως ο πόλεμος, ως μέσον επιλύσεως των διεθνών προβλημάτων, αποβληθή διά παντός από την ζωήν της κοινωνίας.
2. Κατά τα ανωτέρω η Ορθόδοξος Εκκλησία αγωνίζεται πάντοτε διά την επικράτησιν των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της ισότητος, της αδελφοσύνης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών. Αυτή αύτη, η εν Χριστώ Αποκάλυψις χαρακτηρίζεται «ευαγγέλιον της ειρήνης»[3], διότι ο Χριστός, «ειρηνοποιήσας διά του αίματος του Σταυρού» τα πάντα[4], «ευηγγελίσατο ειρήνην τοις μακράν και τοις εγγύς»[5] και κατέστη «η ειρήνη ημών»[6]. Η ειρήνη αύτη, η «πάντα νουν υπερέχουσα»[7], ως είπεν ο ίδιος ο Κύριος εις τους μαθητάς Του κατά την εσπέραν του Μυστικού Δείπνου, είναι ευρυτέρα και ουσιαστικωτέρα από την ειρήνην, την οποίαν επαγγέλλεται ο κόσμος: «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν»[8]. Και τούτο, διότι η ειρήνη του Χριστού είναι ο ώριμος καρπός της εν αυτώ ανακεφαλαιώσεως των πάντων, της αναδείξεως της ιερότητος και του μεγαλείου του ανθρωπίνου προσώπου ως εικόνος Θεού, της προβολης της οργανικής ενότητος εν αυτώ του ανθρωπίνου γένους και του κόσμου, της εν τω σώματι του Χριστού καθολικότητος των ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της ισότητος και της κοινωνικής δικαιοσύνης, και τέλος, της καρποφορίας της χριστιανικής αγάπης μεταξύ των ανθρώπων και των λαών του κόσμου. Η πραγματική ειρήνη είναι ο καρπός της επικρατήσεως επί της γης όλων αυτών των χριστιανικών ιδεωδών. Είναι η άνωθεν ειρήνη, περί της οποίας πάντοτε εύχεται η Ορθόδοξος Εκκλησία εις τας καθημερινάς της δεήσεις, εξαιτου-μένη ταύτην παρά του Θεού, του τα πάντα δυναμένου και εισακούοντος τας προσευχάς των μετά πίστεως Αυτώ προσερχομένων.
3. Εκ των ανωτέρω καθίσταται δήλον, διατί η Εκκλησία, ως «Σώμα Χριστού»[9], προεβλήθη ως «η όρασις της ειρήνης» του κόσμου[10], ήτοι της πραγματικής και καθολικής ειρήνης, οίαν ευηγγελίσατο ο Χριστός. «Ημείς», λέγει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, είμεθα «το ειρηνικόν γένος»[11] , είμεθα «οι ειρηνικοί στρατιώται» του Χριστού[12]. Η ειρήνη, λέγει αλλαχού ο ίδιος, είναι συνώνυμον της δικαιοσύνης[13]. Ο δε άγιος Βασίλειος προσθέτει: «Ου δύναμαι πείσαι εμαυτόν, ότι άνευ της εις αλλήλους αγάπης και άνευ του, το εις εμέ ήκον, ειρηνεύειν προς πάντας δύναμαι άξιος κληθήναι δούλος Ιησού Χριστού»[14]. Τούτο είναι τόσον αυτονόητον διά τον Χριστιανόν, ώστε «ουδέν ούτως ίδιόν εστι Χριστιανού ως το ειρηνοποιείν»[15]. Η ειρήνη του Χριστού είναι η μυστική δύναμις, η οποία πηγάζει από την καταλλαγήν του ανθρώπου προς τον ουράνιον Πατέρα του: «Κατά πρόνοιαν Ιησού του τα πάντα εν πάσιν ενεργούντος, και ποιούντος ειρήνην άρρητον και εξ αιώνος προωρισμένην και αποκαταλλάσσοντος ημάς εαυτώ και εν εαυτώ τω Πατρί»[16]. Οφείλομεν συγχρόνως να υπογραμμίσωμεν, ότι το πνευματικόν δώρον της ειρήνης εξαρτάται και από την ανθρώπινην συνεργίαν. Το Άγιον Πνεύμα χορηγεί πνευματικά δώρα, όταν υπάρχη ανάβασις της ανθρωπίνης καρδίας προς τον Θεόν, όταν εν μετανοία επιζητή κανείς την δικαιοσύνην του Θεού. Το θείον δώρον της ειρήνης εμφανίζεται εκεί, ένθα οι Χριστιανοί καταβάλλουν προσπαθείας εις το έργον της πίστεως, της αγάπης και της ελπίδος εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών[17].
4. Ομιλούντες περί της ειρήνης του Χριστού, ως της αληθούς ειρήνης, εννοούμεν την εν τη Εκκλησία επιτυγχανομένην ειρήνη. Η αμαρτία είναι πνευματική ασθένεια, της οποίας τα εξωτερικά συμπτώματα είναι αι ταραχαί, αι έριδες, οι πόλεμοι με τας τραγικάς των συνεπείας. Η Εκκλησία επιδιώκει να εξαλείψη όχι μόνον τα εξωτερικά συμπτώματα αυτής της ασθενείας, αλλά και την αιτίαν αυτών, την αμαρτίαν.
5. Συγχρόνως η Ορθόδοξος Εκκλησία θεωρεί καθήκον αυτής να επικροτή παν ό,τι εξυπηρετεί πράγματι την ειρήνην[18] και ανοίγει την οδόν προς την δικαιοσύνην, την αδελφοσύνην, την αληθή ελευθερίαν και την αμοιβαίαν αγάπην μεταξύ όλων των τέκνων του ενός ουρανίου Πατρός ως και μεταξύ όλων των λαών, των αποτελούντων την ενιαίαν ανθρωπίνην οικογένειαν. Συμπάσχει δε μεθ’ όλων των Χριστιανών, οι οποίοι, εις διάφορα μέρη του κόσμου, στερούνται του αγαθού της ειρήνης και υφίστανται διωγμούς, λόγω της χριστιανικής των πίστεως».
(Βλέπε περισσότερα στο βιβλίο του Σεβ. Μητροπολίτη Σεραφείμ Κυκκώτη, Ενότητα και Μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονον κόσμο, εκδόσεις Παναγόπουλος, Αθήνα, 2005, σελ. 177 – 180).
[1] Εφ. 1, 10.
[2] Γαλ. 3, 28.
[3] Εφ. 6, 15.
[4] Κολ. 1, 20
[5] Εφ. 2, 17.
[6]Εφ. 2, 14.
[7] Φιλ. 4, 7.
[8] Ιω. 14, 27.
[9] Α΄ Κορ. 12, 27.
[10] Ωριγένους, Εις Ιερεμίαν 9, 2 P.G. 13, 349.
[11] Παιδαγωγός 2, 2. P.G. 8, 428.
[12] «Προτρεπτικός 11. P.G. 8, 236.
[13] Στρωματείς 4, 25. P.G. 8, 1369-72.
[14] Επιστολαί 203, 2. P.G. 32, 737.
[15] Επιστολαί 114. P.G. 32, 528.
[16]Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων 11, 4. P.G. 3, 953.
[17] Α΄ Θεσ. 1, 3.
[18] Ρωμ. 14, 19.