Διηγείται ο Πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης:
Κάποτε μια χριστιανή εξομολογήθηκε σε αυτόν στο παρεκκλησάκι του Αγίου Χαραλάμπους.
Μετά την εξομολόγηση, ενώ παρέμειναν οι δικοί της, για να πάρουν σειρά, εκείνη κατέβηκε στον κεντρικό Ναό και μπήκε μέσα να προσκυνήσει. Ο Ναός ήταν άδειος. Άναψε ένα κεράκι και άρχισε να προσκυνάει τις εικόνες. Και τότε είδε,για μια στιγμή την Ωραία Πύλη ανοικτή και πάνω στην Αγία Τράπεζα να κάθεται ένας ωραίος ξανθός νέος.
Μόλις τον είδε, του έβαλε τις φωνές:
– Δεν ντρέπεσαι, του είπε, να κάθεσαι πάνω στην Αγία Τράπεζα; Κατέβα κάτω γρήγορα, βγες έξω… Αλλά τέτοιοι είστε εσείς οι νέοι, κακομαθημένοι, ασεβείς, χαραμοφάηδες, τεμπέληδες, μακρυμάλληδες, αναρχικοί … Και ποιος ξέρει τι άλλα του είπε!
Αλλά ο νέος την διέκοψε και με πολύ γλυκιά και ουράνια φωνή τς είπε:
– κι εσύ, γιατί δεν εξομολογήθηκες λίγο πριν την τάδε αμαρτία, που έκανες; Και της είπε ακριβώς την αμαρτία.
Εκείνη τα έχασε, αποσβολώθηκε, έμεινε άφωνη από την αποκάλυψη αυτή του Νέου.
-Κι εσύ, ποιος είσαι; τον ρώτησε ψελλίζοντας και τρέμοντας.
-Εγώ είμαι Αυτός, που θα πάρεις αύριο, είπε και εξαφανίστηκε.
Μόλις συνήλθε, έτρεξε προς το πατέρα Ιάκωβο φωνάζοντας πανικόβλητη για το τι είδε και το τι της συνέβη…..
Αναδημοσίευση από Ωφελήματα από το βιβλίο: "Εμπειρίες κατά την Θ.Λειτουργία".
xristianoss.blogspot.com