10 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα, 19 Φεβρουαρίου, από την ημέρα που ο κ.Χρυσόστομος εξελέγη Μητροπολίτης Πατρών.
Ο Σεβασμιώτατος μίλησε αυτή τη σημαδιακή μέρα στην εφημερίδα “Πελλοπόννησος”.
Αναλυτικά όσα είπε:
– Σεβασμιώτατε, συμπληρώνετε δέκα χρόνια στη Μητρόπολη. Ποια ήταν η πρώτη εικόνα που αποκομίσατε τότε και ποια είναι η σημερινή εικόνα που έχετε για την πόλη και τους κατοίκους της;
“Ήλθα πριν δέκα χρόνια στην Πάτρα, γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός. Η απόφασή μου ήταν και είναι να παραμείνω στον τόπο αυτό που καθηγίασε ο Απόστολος Ανδρέας με το αίμα του, καταθέτοντας όλες μου τις δυνάμεις, την ψυχή μου, για την δόξα του Θεού, την τιμή στον Πρωτόκλητο Απόστολο και την διακονία του Πατραικού Λαού.
Τον Πατραικό Λαό τον χαρακτηρίζει, η πίστη στον Θεό, η ευγένεια, η καλοσύνη. Είναι πνευματικά καλλιεργημένος και αυτή την εντύπωση και αίσθηση δίδει σε όποιον έρχεται για πρώτη φορά στην Πάτρα.
Η πόλη αυτή μαγνητίζει με τις φυσικές και πνευματικές της χάρες, με την παράδοση και την ιστορία της. Γιά μένα είναι ο ωραιότερος «προορισμός» και οι άνθρωποί της είναι το ωραιότερο δώρο, που μου χάρισε ο Θεός”.
– Αναλάβατε Ποιμενάρχης σε μια περιοχή που έχει γνωρίσει για τα καλά από οικονομική κρίση, ανεργία, απολύσεις κ.α. Πως βιώνετε αυτές τις καταστάσεις και πως στέκεται η Εκκλησία αρωγός στο δοκιμαζόμενο λαό;
“Από την ημέρα που ήλθα στην Πάτρα, διεπίστωσα το πρόβλημα αυτό. Οι οικονομικοί μετανάστες είχαν κατακλύσει το λιμάνι, την πόλη και τα πέριξ αυτής με όλα τα σχετικά προβλήματα και τις δυσκολίες.
Ανελάβαμε μια δύσκολη δράση ως προς το θέμα αυτό, παρέχοντες, ως Εκκλησία, όποιες δυνατότητες όχι μόνο για την αντιμετώπιση των υλικών αναγκών 4.000 και πλέον μεταναστών, αλλά και για την επίλυσή του, σε συνεργασία με τους τοπικούς φορείς, αλλά και με κυβερνητικούς παράγοντες.
Το άλλο σκέλος έχει σχέση με τις δυσκολίες του Λαού μας, ένεκα της σοβούσης πολυεπίπεδης κρίσεως.
Η Πάτρα είχε ζωή και επιφάνεια οικονομική παλαιότερα, ως μια βιομηχανική πόλη. Αυτή η ευρωστία χάθηκε, όταν έκλεισαν τα εργοστάσια, με όλα τα γνωστά αποτελέσματα, αφού οι ανθρωποι έχασαν την δουλειά τους και θα έλεγα την γη κάτω από τα πόδια τους. Αν σε όλο αυτό προσθέστε και τις γενικώτερες δυσκολίες, η πόλη μας επλήγη περισσότερο από τις άλλες πόλεις.
Η Εκκλησία ως φιλόστοργη μητέρα, ενδιαφέρεται για τα παιδιά της, όχι μόνο για την πνευματική τους υπόσταση, αλλά και την σωματική τους διάσταση, αφού έτσι, ως ψυχοσωματική οντότητα και ολότης δημιουργήθηκε από τον Θεό. Στο έργο αυτό της προσφοράς της αγάπης έχομε συνεργάτες και συμπαραστάτες τους καλούς μας Ιερείς και όλο τον καλλιεργημένο και ευαίσθητο Λαό μας. Πολλές φορές μου λέτε « Σεβασμιώτατε, μειώνονται τα υλικά μέσα και αγαθά, που έχομε στη διάθεσή μας, για την κάλυψη των αναγκών των συνανθρώπων μας». Απαντώ: «Δεν ανησυχώ, διότι πιστεύω ακράδαντα, ότι δεν εμειώθη η αγάπη και η οποία ουδέποτε θα εκλείψει. Όλοι μαζί μπορούμε να κάνωμε θαύματα”.
– Ποιοι είναι οι ειδικότεροι στόχοι που έχετε θέσει για να ενισχύσετε το φιλανθρωπικό έργο της Μητρόπολης Πατρών;
“Αξιοποιώντας οποιαδήποτε οικονομική δυνατότητα, παρά τις όποιες δυσκολίες, διαθέτει η Ιερά Μητρόπολις μέσω των Ενοριών, Ιερών Μονών, Γενικού Φιλοπτώχου και Ενοριακών Φιλοπτώχων και της προσωπικής συμβολής όλων ημών και των δυναμένων εκ των συνεργατών μας.
Επίσης, εμπνέοντας όσους έχουν οικονομική δυνατότητα και επιφάνεια, είτε την δυνατότητα προσφοράς σε είδη διατροφής, προκειμένου να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των δυσχερών καταστάσεων που αντιμετωπίζει ο δοκιμαζόμενος Λαός μας.
Ακόμα, μέσα από φιλανθρωπικές και άλλες εκδηλώσεις, οι οποίες ευαισθητοποιούν τους ανθρώπους, ώστε να συμπαρίστανται σε όποιους ευρίσκονται σε ανάγκη.
Εκάναμε το Ίδρυμα φιλοξενίας συγγενών και συνοδών ασθενών των Νοσοκομείων της πόλεως και ευελπιστούμε ότι θα καταφέρωμε να πραγματοποιήσωμε τα σχέδιά μας για ένα μεγαλύτερο. Δεν θα σταματήσωμε τέλος, να απευθυνώμεθα προς κάθε αρμόδιο, από πλευράς Πολιτείας, μεταφέροντας τη φωνή του δοκιμαζόμενου Λαού, ώστε, ει δυνατόν, να αντιμετωπισθούν, τα ποικίλα προβλήματα”.
– Διαπιστώνετε ότι οι συμπολίτες μας αισθάνονται μεγαλύτερη ανάγκη να απευθυνθούν στην Εκκλησία για να πάρουν κουράγιο στις δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που περνάμε;
“Ο Λαός γνωρίζει πολύ καλά, ότι η Εκκλησία είναι η φιλόστοργη μητέρα του, η οποία ουδέποτε τον εγκατέλειψε η τον απεγοήτευσε. Παρά τις αντίθετες φωνές που σκοπό έχουν να κάμψουν την ελπίδα του Λαού, τροφοδοτώντας την απαισιοδοξία του, οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται πλήρως, ότι το μόνο σωτήριο και ασφαλές λιμάνι, η μόνη αγκαλιά της αγάπης είναι το Σώμα του Χριστού, δηλ. η Αγία μας Ορθόδοξη Εκκλησία.
Είναι ιστορικώς βεβαιωμένο, ότι πάντοτε, ιδιαίτερα όμως σε καιρούς δύσκολους για το Έθνος μας και την Πατρίδα μας, η Εκκλησία στάθηκε στυλοβάτης και πνευματικός σιτοδότης και όχι μόνο, των παιδιών της.
Οι πολλοί σε κάποια δεδομένη στιγμή εγκατέλειψαν τους εμπεριστάτους και εν ανάγκαις, η Εκκλησία ποτέ. Γιά αυτό και απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των ανθρώπων κάθε ηλικίας και ιδιαιτέρως των νέων. Αυτό είναι που ενοχλεί τις σκοτεινές και βύθιες δυνάμεις. Δεν είναι μόνο τα υλικά αγαθά, τα οποία στηρίζουν τον άνθρωπο και για τα οποία, συν τοις άλλοις, τα μέγιστα ενδιαφέρεται η Εκκλησία, αλλά είναι η αγάπη, η ελπίδα, η αισιοδοξία, η πίστη στην αθανασία και στην Ανάσταση με τα οποία η Εκκλησία στηρίζει τα παιδιά της στις δύσκολες και επώδυνες καταστάσεις, αλλά και πάντοτε.
Γιά αυτό και όλοι προστρέχουν σ’ αυτή με εμπιστοσύνη, όπως τα παιδιά στην αγκαλιά της μάνας”.
– Παρακολουθείτε τις πολιτικές εξελίξεις;
“Καί βέβαια παρακολουθούμε τις πολιτικές εξελίξεις. Αυτό το θεωρούμε καθήκον μας, αφενός μεν γιατί είμαστε πολίτες αυτής της χώρας, όπως κάθε Έλληνας πολίτης, αλλά και εκ της ιδιότητός μας, ως πνευματικοί οδηγοί του Λαού και ποιμένες, έχομε κάθε λόγο να ενδιαφερώμεθα στο πλαίσιο της συνεργασίας, με τους έχοντας την πολιτική ευθύνη για την πρόοδο της κοινωνίας μας και για το καλό του. Θα ήμασταν εκτός τόπου και χρόνου και άξιοι της μοίρας μας, εάν δεν είχαμε αυτό το ενδιαφέρον για τα καλώς νοούμενα συμφέροντα του τόπου μας”.
– Τι θα συμβουλεύατε τη νέα κυβέρνηση;
“Να πορεύεται με γνώμονα το συμφέρον του Ελληνικού Λαού, σε σχέση με την ιδιοπροσωπία του, την ιστορία του, την παράδοσή του και τις βαθειές πνευματικές ρίζες και αναζητήσεις του, αλλά και τις σύγχρονες απαιτήσεις του, όπως διαμορφώνονται από τις καταστάσεις, τις οποίες αντιμετωπίζει, ως μη ώφελεν, ο Λαός μας.
Να φροντίσουν οι Κυβερνώντες πάνω από τις όποιες πολιτικές και κομματικές θέσεις τους, να θέσουν τον σεβασμό και το συμφέρον του Λαού, την αξιοπρέπεια των Ελλήνων και την εξασφάλιση μιάς ασφαλούς πορείας για το μέλλον της Πατρίδος μας”.
– Ποια είναι τα όρια ανάμεσα στην πολιτικολογία και την έκφραση του κοινωνικού προβληματισμού για την Εκκλησία και για έναν Ποιμενάρχη;
“Η Εκκλησία δεν πολιτικολογεί, ούτε οι Ποιμένες ασχολούνται με το θέμα αυτό. Έχομε όμως κάθε δικαίωμα , ως πνευματικοί ταγοί του Ελληνικού Λαού, να εκφράζωμε την γνώμη μας, να επαινούμε ο,τι καλό γίνεται για αυτό τον Λαό, να καταθέτωμε τον προβληματισμό μας, για θέματα σοβαρά που απασχολούν τον τόπο μας, συνεισφέροντες έτσι στην πρόοδο του Λαού μας και αν χρειαστή να εκφράζωμε και την όποια αντίθετη, αν θέλετε, θέση μας, όχι εκ πολιτικής θέσεως η πεποιθήσεως, αλλά εκ της επιθυμίας μας για την υπεράσπιση των υγιών συμφερόντων του Λαού μας”.
– Πιστεύετε ότι είναι ώριμες οι συνθήκες για αναθεώρηση των σχέσεων Εκκλησίας -Κράτους; Σε ποια κατεύθυνση νομίζετε ότι πρέπει να κινηθούν;
“Έχομε και άλλες φορές πεί, ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα ουσιαστικά στις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας, καθόσον υφίστανται διακριτοί οι ρόλοι, μεταξύ των δύο θεσμών. Όλες οι άλλες συζητήσεις η οι γνώμες που εκφράζονται κατά καιρούς δεν έχουν άλλο σκοπό, παρά να πλήξουν την πνευματική υπόσταση και τις πνευματικές ρίζες του Λαού μας.
Πολλάκις ακούεται ο όρος «χωρισμός» Εκκλησίας- Πολιτείας. Ο όρος αυτός είναι τελείως αδόκιμος, αφού τόσο εις το άρθρον 3 του Συντάγματος ορίζονται τα σχετικά, περί της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν Ελλάδι, όσο και εις το άρθρον 13, όπου διασφαλίζεται η θρησκευτική ελευθερία.
Θα μπορούσαμε να μιλήσωμε για μια περαιτέρω διασάφιση της διακριτότητος των ρόλων, βάσει των συγχρόνων δεδομένων των σχέσεων και όχι για μια τέλεια διακοπή των σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας.
Το λεπτό σημείο είναι, να υπάρχη σεβασμός στους θεσμούς, ώστε οι σχέσεις να λειτουργούν άψογα.
Όσο για αυτούς που μιλούν για τον χωρισμό δύο θεσμών, Εκκλησίας και Πολιτείας, έχομε να απαντήσωμε ως εξής: Με τον όρο Πολιτεία εννοούμε τους πολίτες μιάς χώρας, τους άρχοντας και τους νόμους βάσει του οποίων διοικείται μια πολιτεία. Εκκλησία είναι τα μέλη που είναι βαπτισμένα στο όνομα του Τριαδικού Θεού και ζούν μυστηριακά μέσα στην Εκκλησία, η οποία έχει μια συγκεκριμένη διοικητική διάρθρωση, βάσει των Ιερών κανόνων.
Ποιόν θα χωρίσωμε, λοιπόν τα μέλη της Εκκλησίας που είναι ταυτόχρονα και μέλη της Πολιτείας; Θα απεμπολήσωμε μήπως την παράδοση, η οποία έχει διαμορφώσει τα ήθη και έχει διαποτίσει την ζωή των ανθρώπων; Επομένως μιλάμε για τους διακριτούς και μόνο ρόλους, για διοικητικό χωρισμό, ο οποίος ήδη υπάρχει”.
– Στην πρόσφατη ορκωμοσία της νέας Κυβέρνησης ορισμένα μέλη της έδωσαν πολιτικό όρκο. Ποια γνώμη έχετε γι’ αυτό;
“Δεν περιμέναμε να γίνη κάτι διαφορετικό από τον εκλεγέντα Πρωθυπουργό, και όσους τον ακολούθησαν στην λεγομένη «πολιτική» ορκωμοσία. Εξ’ άλλου αυτό επιτάσσει στους συγκεκριμένους ανθρώπους η ιδεολογία την οποία πρεσβεύουν.
Πολλά ελέχθησαν επί του συγκεκριμένου θέματος από πολλούς, είτε εκκλησιαστικούς είτε μη εκκλησιαστικούς παράγοντες.
Βεβαίως στην Αγία Γραφή, ευρίσκωμε τα σχετικά περί του όρκου, όπως στον Δεκάλογο: «Ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω» (Έξοδος, 20, 7) η στην Καινή Διαθήκη « Εγώ δε λέγω μη ομόσαι όλως…(Ματθ. 5, 33-37). Αλλά και οι Πατέρες της Εκκλησίας μιλούν σχετικά, περί της μη χρήσεως του όρκου.
Όμως το ερώτημα είναι άλλο. Οι πολιτικοί που δεν ορκίστηκαν, είναι υπέρ της καταργήσεως του θρησκευτικού όρκου, γιατί αποδέχονται την εντολή του Κυρίου; Τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Οι καιροί άλλαξαν. Μέσα από αυτή την ενέργεια περνάει μια άλλη στάση έναντι της πίστεως και της αποδοχής των αληθειών του Ιερού Ευαγγελίου. Είναι η κίνηση αυτή χαρακτηριστική έναντι της θρησκευτικότητος, η οποία χαρακτηρίζει την χώρα μας και τον Λαό μας.
Εμείς παρά την όποια στάση της εκλελεγμένης από τον Λαό Κυβερνήσεως, έναντι αυτού του θέματος, ευχόμεθα και προσευχόμεθα, ο Θεός να τους στηρίζη για ο, τι καλό για την Πατρίδα μας.
Το εκάναμε πάντοτε και για εκείνους που ορκίζονταν και δυστυχώς οι περισσότεροι αθετούσαν τον όρκο τους και αυτό ήταν χειρότερο. Τώρα προσευχόμεθα περισσότερο.
Ο, τι δεν θέλουν η δεν μπορούν να κάνουν οι Κυβερνήτες μας, σε σχέση με τον αληθινό Θεό μας και την πίστη μας, πρέπει να το κάνωμε εμείς. Εξ’ άλλου, «πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη».
– Πως είναι οι σχέσεις σας με τις τοπικές αρχές και τους φορείς;
“Οι σχέσεις μου με τους τοπικούς άρχοντες και φορείς ήταν και είναι άριστες. Υπάρχει σεβασμός και αλληλοκατανόηση. Επίσης αμοιβαία αγάπη και ειλικρίνεια. Υπηρετούμε όλοι την πόλη του Αγίου Ανδρέου, την Πάτρα δηλ., και την ευρύτερη περιοχή και αγωνιζόμαστε για το καλό του ευγενούς, ευσεβούς και φιλοπροόδου Λαού μας.
Αν πάντοτε χρειαζόταν αυτή η συνεργασία και η ενότης, πόσω μάλλον είναι απαραίτητη σήμερα, που ο τόπος μας αντιμετωπίζει πλείστα όσα προβλήματα εξ’ αιτίας της πολυεπίπεδης κρίσεως, ηθικής και οικονομικής.
Πιστεύω, ότι αυτό έχει δράσει και δρα ευεργετικά για την κοινωνία μας, και το έχει εκτιμήσει δεόντως ο Πατραικός Λαός.
Ο Λαός, εμπνέεται από το πνεύμα της αγάπης και της ενότητος, το οποίο πρέπει να διαθέτουν οι τα πρώτα φέροντες.
Γιά αυτό και εκφράζω την ευαρέσκειά μου προς όλους τους Άρχοντες και τους τοπικούς φορείς, που συνεργαστήκαμε και συνεργαζόμαστε κατά την μέχρι τώρα δεκαετή διακονία μου στην Αποστολική Μητρόπολη των Πατρών”.
– Σ’ αυτά τα δέκα χρόνια του ποιμαντικού σας έργου, τι πιστεύετε ότι έχετε πετύχει στην Μητρόπολη Πατρών και τι προσδοκάτε να επιτύχετε στο μέλλον;
“Εκείνο που αισθάνομαι εσωτερικά, βαθειά στη ψυχή μου ότι έχω επιτύχει, είναι ότι αγαπάω τόσο πολύ τον Λαό που μου εμπιστεύτηκε ο Θεός, ώστε αν χρειαστή, να θυσιαστώ για αυτόν. Καί εκείνο που προσδοκώ να επιτύχω στο μέλλον, είναι να τον αγαπήσω περισσότερο ώστε, ει δυνατόν, να καταθέσω στην προσπάθεια της πνευματικής προόδου και της ευτυχίας αυτού του Λαού, τις όποιες δυνάμεις έχουν μείνει τυχόν, ανεκμετάλλευτες, καθόσον, η ύπαρξή μου ολόκληρη κατά το θέλημα και την οικονομία του Θεού, είναι ταυτισμένη με την πρόοδο , τον πόνο και την χαρά του ποιμνίου μου”.
– Επιχειρώντας μια ανασκόπηση στην τελευταία δεκαετία, τι είναι αυτό που θυμάστε εντονότερα από την άσκηση των ποιμαντικών καθηκόντων σας στη Μητρόπολή μας;
Η εμπιστοσύνη των ανθρώπων στην Εκκλησία, η οποία εκφράζεται ευκαίρως ακαίρως, ως έκφραση αφοσιώσεως προς αυτήν, αγάπης και ελπίδος. Η καταφυγή του Λαού, σε ώρες δύσκολες στην Εκκλησία, όπως συνέβη κατά τον μεγάλο σεισμό του 2008.
Επίσης, εκείνο που θεωρώ ότι σημάδεψε την μέχρι τώρα Αρχιερατική μου διακονία στην Πάτρα είναι, η έξοδος του Σταυρού του Αγίου Ανδρέου και η μεταφορά και προσκυνηματική περιοδεία του στις χώρες, Ρωσία, Ουκρανία, Λευκορωσία, όπου εφάνη η δόξα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και η πνευματική ακτινοβολία της Αποστολικής πόλεως των Πατρών, όπως προεβλήθη παγκοσμίως από τα διεθνή ΜΜΕ.
Ήταν συγκλονιστικές οι στιγμές που ζήσαμε βλέποντας Εκκλησιαστικούς ταγούς και πολιτικούς ηγέτας μεγάλων δυνάμεων και εκατομμύρια πιστούς να προσπίπτουν ενώπιον του Σταυρού του Αγίου Ανδρέου για να αντλήσουν χάρη και ευλογία”.
– Στη διάρκεια των Πρωτοκλητείων έχουν παρουσιαστεί ιερές εικόνες, άμφια, ιερά σκεύη και άλλοι εκκλησιαστικοί θησαυροί που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το υλικό για ένα Βυζαντινό Εκκλησιαστικό Μουσείο. Υπάρχει κάποιος σχεδιασμός για το θέμα αυτό εκ μέρους σας;
“Τα Πρωτοκλήτεια, τα οποία ευρίσκοντο σε πτωτική κατάσταση, όταν ήλθα στην Πάτρα, εφρόντισα ώστε να αναδειχθούν σε κορυφαίο θρησκευτικό και πολιτιστικό θεσμό της πόλεως και της τοπικής μας κοινωνίας.
Πράγματι κατά την διάρκεια των εκδηλώσεων αυτών, σε εκθέσεις εκκλησιαστικών θησαυρών που πραγματοποιήθηκαν, παρουσιάσαμε κειμήλια της τοπικής μας Εκκλησίας και κυρίως όσα έχουν σχέση με τον Άγιο Απόστολο Ανδρέα.
Στα άμεσα σχέδιά μας, και για αυτό εργαζόμαστε εντατικά, είναι να δημιουργήσωμε ένα μουσείο, στο οποίο θα εκτίθεται αυτός ο πνευματικός, εκκλησιαστικός και πολιτιστικός πλούτος της πόλεώς μας, ώστε να τον αποθαυμάζουν και να ωφελούνται όχι μόνο οι Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί, αλλά και επισκέπτες που φτάνουν στην Πάτρα, από άλλες Ορθόδοξες , αλλά και μη Ορθόδοξες χώρες του κόσμου.
Πιστεύω ότι με τη χάρη του Θεού και διά πρεσβειών του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου, η σφοδρή αυτή επιθυμία μας, θα γίνη πραγματικότης προς δόξαν Θεού και πνευματικό όφελος της τοπικής και όχι μόνο κοινωνίας μας”.
– Εχουμε διαπιστώσει να επιμένετε στην ανάδειξη των θρησκευτικών μνημείων της περιοχής μας και στα θέματα του θρησκευτικού τουρισμού. Ποιες σκέψεις κάνετε σ’ αυτόν τον τομέα;
“Η ερώτησή σας αυτή συνδέεται άμεσα με την προηγουμένη. Πιστεύομε ότι η Πάτρα, το πρώτο και καλύτερο που έχει να επιδείξη είναι ο,τι έχει σχέση με τον Άγιο Απόστολο Ανδρέα, οι Ναοί του, δηλ. ο Σταυρός του Μαρτυρίου του, η αγία Κάρα του και ο τάφος του.
Όμως η πόλη μας διαθέτει και άλλα μνημεία ορθοδόξου εκκλησιαστικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, τα οποία εφροντίσαμε και εφροντίζομε καθ’ ημέραν να αναδεικνύωνται έτι περισσότερο, ώστε η Πάτρα, να καθίσταται κέντρο πνευματικής έλξεως των ανθρώπων, αφού και εκ της θέσεώς της και της αποστολικότητός της και της εν γένει κληρονομιάς και παραδόσεώς της είναι ένας φάρος της οικουμένης.
Σημειώνομε, από πλευράς μνημείων ενδεικτικά, τον ιστορικό Ναό της Ευαγγελιστρίας, τον περικαλλή Ναό του Παντοκράτορος, τον περίλαμπρο Ναό της Παντανάσσης, τις Ιερές Μονές της Παναγίας της Γηροκομιτίσσης,Ελεούσης, Ομπλού και Αγίων Πάντων και άλλα ακόμα μνημεία της περιοχής τα οποία έχουν σχέση με την θρησκευτική ορθόδοξη παράδοσή μας.
Η αξιοποίηση αυτών των «θησαυρών» μας σημαίνει πολλά για τον τόπο μας”.
• Σας ευχαριστώ
“Τελειώνοντας επιθυμώ να σας ευχαριστήσω εκ βάθους ψυχής μου και να ευχηθώ να έχετε πάσαν ευλογίαν και δωρεάν παρά Κυρίου, όπως και άπας ο Πατραικός Λαός”.