Τα έθιμα των Χριστουγέννων είναι ένας εξωτερικός παράγοντας, που μας εντάσσει στην εορταστική ατμόσφαιρα και ίσως μας βοηθεί να κατανοήσουμε το πνεύμα των Εορτών. Αποτελεί πηγαία έκφραση του λαού, όχι όμως και απαραίτητη προϋπόθεση για τον αληθινό εορτασμό των Χριστουγέννων. Η τήρησή τους βέβαια έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο για την Ελληνορθόδοξη παράδοσή μας, όσο και ορισμένες φορές και για την ανάπτυξη του θρησκευτικού συναισθήματος του πιστού λαού! Αρκεί να μην αποτελούν τον στόχο, αλλά τον τρόπο για την επίτευξη του στόχου, που δεν είναι άλλος από το να αντιληφθούμε και να πραγματώσουμε το αληθινό και βαθύτερο νόημα των εορτών των Χριστουγέννων, χωρίς μονόπλευρη και μονοδιάστατη εμμονή σ΄ αυτά.
Οι στολισμένες βιτρίνες, οι ολοφώτιστοι δρόμοι, τα καθαρά σπίτια, τα εόρτια γλυκά και θεάματα και αυτός ακόμη «ο άγιος Βασίλης» προσπαθούν να αντικατοπτρίσουν την δέουσα καθαρότητα και φωτεινότητα του εσωτερικού μας κόσμου με την οποία πρέπει να υποδεχόμαστε τον Χριστό, προσπαθώντας αυτή η ιδανική ψυχική προετοιμασία να είναι πλέον κύριο μέλημα σε κάθε στιγμή της ζωής μας.
Ιδιαίτερα αγαπητός στα παιδιά, αλλά και στους μεγάλους είναι «ο άγιος Βασίλης». Με την προβολή όμως ενός τέτοιου είδους ψεύτικου Αγίου, αναιρείται η μορφή της ασκήσεως στην ζωή, που προτείνει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Διαφημίζεται το εύκολο και άνεϋ κόπου κέρδος, η προσωρινή ευτυχία, η μοναδικότητα της ευμάρειας και του πλούτου και κάθε υλικός ευδαιμονισμός. Ένας τέτοιος «άγιος Βασίλης» με φανταχτερή κόκκινη ενδυμασία, που ζει σε μακρινό χιονισμένο τόπο με άνεση και καλοπερνά καθώς ετοιμάζει πακέτα με δώρα, για να τα χαρίσει μαζί με ευτυχία και χαρά, σε όσους επισκεφτεί με το συρόμενο από ταράνδους έλκηθρό του, γρήγορα καταλαβαίνουμε, ότι αποτελεί ένα καλοφτιαγμένο μύθο. Ένα πολύχρωμο μύθο, που μπήκε εύκολα στη ζωή μας, γιατί μας χαρίζει μια στιγμιαία ευχαρίστηση και αποτελεί ιδιόμορφη ανάπαυλα από την καθημερινότητα. Εξαιτίας όμως, του ότι είναι τόσο προσωρινός και εφήμερος, δεν μας οικοδομεί πνευματικά, δεν μας χαρίζει οποιαδήποτε πνευματική χαρά, μα ούτε καλά-καλά και υλική ωφέλεια. Δεν μας πείθει για την αγάπη και την προσφορά του, γι΄ αυτό και δεν τον εκλαμβάνουμε ποτέ σαν παράδειγμα, παρά μόνον σαν ένα φολκλορικό στοιχείο με το οποίο θα συναντηθούμε για λίγο και πάλι τον επόμενο χρόνο, κατά την περίοδο των Χριστουγέννων.
Ένας τέτοιος «άγιος Βασίλης» σε τίποτα δεν θυμίζει την μεγαλειώδη εκείνη και λαμπρή μορφή, που η Εκκλησία μας προβάλλει και τιμά μέσα στις εορτές του Δωδεκαημέρου την 1η Ιανουαρίου, τον αληθινό άγιο Βασίλειο τον Μεγάλο, τον Αρχιεπίσκοπο της Καισαρείας της Καππαδοκίας. Εκείνος ήταν ασκητικός, ολιγαρκής και ταλαιπωρημένος. Παρά το ότι ήταν από τη φύση του ασθενικός, στα μόλις 49 χρόνια, που έζησε στη γη, προσέφερε πάρα πολλά. Η κάθε μορφής προσφορά του και ιδιαίτερα η κοινωνική, αποτελούσε το απαύγασμα της εν Χριστώ ζωής του και έκφραση της αγνής και αμέριστης αγάπης του προς τον Θεό και προς τον πλησίον συνάνθρωπό του. Και μόνο αυτό αρκεί για να ορισθεί η μεγάλη διαφορά και το χάος ανάμεσα στον αληθινό Άγιο Βασίλειο και τον ψεύτικο Σάντα Κλάους.
Η προσωπικότητα του Μεγάλου Βασιλείου θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει πρότυπο ζωής για εμάς. Αυτό μας προτείνει η Εκκλησίας μας και η παράδοση, που πηγάζει μέσα από αυτήν και γι’ αυτό προβάλλει τους Αγίους. Ο Μ. Βασίλειος, ο οποίος κατατάσσεται μεταξύ των μεγάλων Πατέρων και Θεολόγων της Εκκλησίας μας, είχε επιδείξει θαυμαστό ζήλο σ την υπηρεσία του συνανθρώπου, που είχε ανάγκη, με θαυμαστά αποτελέσματα. Και μόνο η λέξη Βασιλειάδα αρκεί για να φέρουμε στην σκέψη μας εκείνη την πολιτεία με τα ευαγή Ιδρύματα της εποχής, μέσα στα οποία ανακουφιζόταν ο ανθρώπινος πόνος, απ΄ όπου κι αν προερχόταν και δινόταν χαρά και ελπίδα ζωής, φανερώνοντας την ποιότητα της έμπρακτης αγάπης, που πηγάζει από την αληθινή, πραγματική εν Χριστώ ζωή.
Διδασκόμαστε λοιπόν, πως η προσφορά μας στον συνάνθρωπο πρέπει να υπαγορεύεται από εσωτερική ανάγκη, κατευθείαν από την χριστιανική καρδιά μας, ως αποτέλεσμα της αγάπης μας για τον Χριστό. Διότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μας διαβεβαίωσε, πως αν κάνουμε κάτι για να θεραπεύσουμε τις ανάγκες του τελευταίου συνανθρώπου μας, το κάνουμε στον Ίδιο. ( Βλ. Ματθαίου κεφ. 25, στίχος 40). Αυτό δυστυχώς στις ημέρες μας μοιάζει σαν κάτι επιφανειακό, που βιαστικά χρωματίζεται τις γιορτινές ημέρες και φυσικά έχει ημερομηνία λήξης. Χαρίζει δε μία υποκριτική ιλαρότητα, αφού δεν είναι «ξεχείλισμα» της καρδιάς αλλά η απρόσωπη προβολή ενός εξωτερικού δείγματος τυπικής, ίσως και πλαστής αγάπης, που δεν είναι αγάπη, αλλά ανάγκη «καθωσπρεπισμού» και γέννημα μιας ασθενούς ηθικιστικής νοοτροπίας.
Ο ορθόδοξος Μέγας Βασίλειος αιώνες τώρα μας έρχεται από την Καισάρεια της Καππαδοκίας φορτωμένος με τα δώρα της έμπρακτης χριστιανικής αγάπης και αποτελεί άριστο οδοδείκτη, που καθοδηγεί, όποιον τον ακολουθεί, στην Βασιλεία των Ουρανών. Παράλληλα αποτελεί την προσωποποίηση της γνήσιας Ορθόδοξης Χριστιανικής πρόσκλησης και πρόκλησης για όλους μας, ώστε να αφήσουμε τις ξένες και εκτός παραδόσεώς μας συνήθειες και τις κενές περιεχομένου επιρροές, όπως ο ξενόφερτος Σάντα Κλάους, που δυστυχώς μονοπωλεί συνήθως στις Εορτές και καταστρέφει το νόημά τους.