Του Κωνσταντίνου Ερρίπη, θεολόγου – Καρδιολόγου
Ζήσαμε για να δούμε την Ελλάδα στολισμένη με μεγάλα, απίστευτα έργα. Το διήμερο 3 και 4 Οκτωβρίου διανύσαμε τρεις φίλοι 1350 χιλιόμετρα στις εθνικές οδούς.
Γέφυρα του Ρίου – Αντιρρίου, υποθαλάσσιασήραγγα στο Άκτιο και σήραγγες, αμέτρητες σήραγγες στην Εγνατία οδό από τα Ιωάννινα μέχρι την Θεσσαλονίκη, μερικές μεγέθους πολλών χιλιομέτρων. Είδαμε όρια ταχύτητας 130 χιλιομέτρων, γέφυρες τεράστιες, πανύψηλες, που να ενώνουν δύο απέναντι πλαγιές, κλπ, κλπ.
Ποιός λογικός άνθρωπος δεν θα ήταν ευχαριστημένος, δεν θα χρεωστούσε ευγνωμοσύνη σ’ εκείνους που μας κυβέρνησαν κατά την διάρκεια της επιτέλεσης αυτών των θαυμασίων έργων. Αλλά μία θλιβερή παρατήρηση. Κανένα σχεδόν όχημα στις εθνικές οδούς. Σπάνιο το αντάμωμα με άλλο αυτοκίνητο. Μία νέκρα πραγματική που σού δημιουργούσε κατάθλιψη, λες και υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας! Καί ο καιρός, Οκτώβρης μήνας, καλοκαιρινός. Η μόνη κίνηση στα 60 – 70 χιλιόμετρα περιφερικά της Αθήνας και στα 20 της Πάτρας.
Γιατί άραγε; Διότι δεν έχει κανένας χρήματα. Είναι τόσο ακριβά τα καύσιμα, τόσα πολλά τα διόδια αλλά και τόσο μικροί οι μισθοί, τόσο πιο λίγα τα αυτοκίνητα! Η καταλυτική φτώχεια του λαού αντέστρεψε τις προβλέψεις και τα συμπεράσματα της λογικής. Τώρα που καλωδιώθηκε ολόκληρη η χώρα με τελευταίου τύπου αυτοκινητόδρομους, τώρα που μίκρυναν αφάνταστα οι αποστάσεις, δυστυχώς τώρα δεν έχουμε χρήματα για να κυκλοφορήσουμε.
Καί το αποτέλεσμα; Αυτά που ανήκουν σε όλους τους Έλληνες, αφού τα πλήρωσαν όλοι οι Έλληνες, αυτά ακριβώς τα χαίρονται τώρα μόνο οι λίγοι. Εκείνοι που έτυχε να είναι οι οικονομικά ανεξάρτητοι αλλά και όλοι οι άλλοι που κατέστησαν οικονομικά εύρωστοι από κλοπές ή επειδή ήταν ευνοούμενοι των κομμάτων.
Το ίδιο ισχύει και για την Ελληνική ύπαιθρο.
Άδεια τα χωριά, σχεδόν ακατοίκητα. Ούτε και αυτοί που έδωσαν το βιός τους για να ανακαινίσουν το πατρικό τους σπίτι δεν μπορούν τώρα να το επισκεφθούν. Το πατρικό χώμα τα ξένα πέλματα των τουριστών μόνο το πατούν και από αυτούς περιμένουν οι ντόπιοι για να ζήσουν.
Τα ίδια και παρόμοια θα λέγαμε και για τα Ολυμπιακά έργα και για τόσα άλλα.
Τι καμάρι, τι εθνική υπερηφάνεια μας κατάκλυζε στους Ολυμπιακούς αγώνες! Τι έπαρση κάτω από τα μεγαλειώδη έργα, τι δέος! Αυτά όλα τώρα μένουν εγκαταλελειμμένα, νεκρά, βρώμικα, υπό κατάρρευση ή εστίες μόλυνσης,
Γιατί, Θεέ μου παντοδύναμε, μας έδωσες τη λογική;
Πιό καλά δεν θα τα βλέπαμε χωρίς αυτήν;