του Δημήτρη Μπεκριδάκη,
Θεολόγου – MPhil. Θρησκειολογίας
Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ: Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Ο Άγιος Νικόλαος (270 – 343) ήταν επίσκοπος Μύρων της Λυκίας, περιοχής που βρίσκεται στη νότιο δυτική Μικρά Ασία. Επειδή το πρόσωπό του συνδέθηκε με πολλά θαύματα, που σχετίζονταν ιδιαίτερα με τη θάλασσα και τη ναυσιπλοΐα, έμεινε στην παράδοση της Εκκλησίας γνωστός ως Νικόλαος ο Θαυματουργός και Προστάτης των Ναυτικών. Από παιδί είχε βαθιά πίστη στον Χριστό και μεγάλη ευσέβεια. Έχασε τους γονείς του σε νεαρή ηλικία και τον ανέθρεψε ο θείος του, που ήταν Επίσκοπος Πατάρων. Εκείνος ήταν που τον οδήγησε στον ιερό κλήρο, χειροτονώντας τον πρεσβύτερο. Παρόλο που καταγόταν από εξαιρετικά εύπορη οικογένεια είχε μεγάλη κοινωνική ευαισθησία και ανέπτυξε σημαντική φιλανθρωπική δράση. Στην περίπτωσή του η πίστη συνδυαζόταν αρμονικά με την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, και μάλιστα εκείνον που έχει ανάγκη.
Ενδεικτικό της μέριμνας που είχε για την φροντίδα των αδυνάτων και των παραμελημένων είναι το εξής περιστατικό: Κάποιος άνθρωπος με πολλά πλούτη έχασε την περιουσία του και δεν είχε τα μέσα για να προικίσει τις κόρες του, που σύντομα θα έφταναν σε ηλικία γάμου. Επειδή δεν ήθελε να τον λυπούνται έκρυβε την κακή οικονομική του κατάσταση, όμως τα προβλήματα πλήθαιναν και υπήρχε ο κίνδυνος οι νεαρές κοπέλες να παρασυρθούν στην πορνεία προκειμένου να επιβιώσουν. Ο Άγιος Νικόλαος πληροφορήθηκε από άλλους την δυσκολία της οικογένειας και ως φιλάνθρωπος αποφάσισε αμέσως να τους βοηθήσει οικονομικά. Δεν ήθελε όμως να θίξει την αξιοπρέπεια του δύστυχου πατέρα, ούτε να φανεί ανοιχτά μπροστά στους ανθρώπους της πόλης ότι τους δίνει ελεημοσύνη. Φάνηκε σε αυτό αληθινός μαθητής του Χριστού, ο οποίος είπε: «Να προσέχετε την ελεημοσύνη σας, να μη γίνεται μπροστά στους ανθρώπους, με σκοπό να σας επιδοκιμάσουν. Γιατί αν γίνεται έτσι, μην περιμένετε ανταμοιβή από τον ουράνιο Πατέρα σας. Όταν κάνεις ελεημοσύνη, μην το διατυμπανίζεις, όπως οι υποκριτές στις συναγωγές και στους δρόμους, για να τους τιμήσουν οι άνθρωποι […] Εσύ, αντίθετα, όταν δίνεις ελεημοσύνη, ας μην ξέρει ούτε το αριστερό σου χέρι τι κάνει το δεξί σου, για να ‘ναι αληθινά κρυφή η ελεημοσύνη σου. Κι ο Πατέρας σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις, θα σε ανταμείψει φανερά.» (Ματθ. 6:1-4) Σκέφτηκε λοιπόν ο Άγιος ένα τέχνασμα. Μια νύχτα πριν από την ενηλικίωση της μεγαλύτερης κόρης, ο Νικόλαος πλησίασε αθόρυβα στο σπίτι και πέταξε μέσα από το μικρό παράθυρο του φεγγίτη ένα πουγκί με χρυσά νομίσματα, αρκετά για να προικιστεί πλουσιοπάροχα το κορίτσι και να μην αναβληθεί ο γάμος του. Τον επόμενο χρόνο επανέλαβε το τέχνασμα και για την επόμενη κόρη της οικογένειας. Την παραμονή της ενηλικίωσής της βρήκε και αυτή μέσα στο δωμάτιό της ένα πουγκί με νομίσματα, δώρο φερμένο από τον Άγιο Νικόλαο, που είχε μεταβληθεί σε μυστικό προστάτη της φτωχής οικογένειας. Το ίδιο συνέβη και με την μικρότερη κόρη την επόμενη χρονιά. Με τον τρόπο αυτό, οι τρεις νέες αποκαταστάθηκαν χωρίς να χρειαστεί να κινδυνέψει η τιμή τους και χωρίς να θιγεί η αξιοπρέπεια της οικογένειας.
Το παράδειγμα αυτό της αγάπης και της διακριτικότητας του Νικολάου αξίζει να το έχουμε στο νου μας, διότι έγινε η βάση για το έργο και τη μορφή του Αϊ Βασίλη, σε όλες τις εκδοχές της, μέχρι σήμερα. Ο Άγιος δεν αγαπά απλώς και φροντίζει τα παιδιά, αλλά προσφέρει τα δώρα του προς αυτά αθόρυβα και μυστικά, μπαίνοντας στα σπίτια τη νύχτα μέσα από την καμινάδα.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΛΑΟ ΣΤΟΝ SANTA CLAUS
Πώς όμως πέρασε η μικρασιατική αυτή παράδοση στη Δυτική Ευρώπη; Όλα ξεκίνησαν στα τέλη του 11ου αιώνα, όταν οι Σελτζούκοι Τούρκοι νίκησαν τους Βυζαντινούς στη μάχη του Ματζικέρτ (1071) και κατέλαβαν τη Μικρά Ασία. Μερικά χρόνια αργότερα (1087), Ιταλοί ναύτες που ναυλοχούσαν στο λιμάνι των Μύρων έκλεψαν ένα τμήμα από το λείψανο του Αγίου Νικολάου, που βρισκόταν ενταφιασμένο εκεί και το μετέφεραν στην πόλη του Μπάρι. Από εκεί κατέληξε στη Βενετία και με τον τρόπο αυτό η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία άρχισε να τιμά τον Άγιο, εντάσσοντάς τον στην παράδοση της. Με το πέρασμα του χρόνου η γιορτή του εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη και η μορφή του συνδέθηκε με την αγάπη και την μέριμνα προς τα παιδιά. Έτσι τον βλέπουμε να παρουσιάζεται ως σεβάσμιος ασπρογένης γέροντας, που φοράει τα κόκκινα και λευκά άμφια του επισκόπου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, έχει μήτρα στο κεφάλι και κρατάει ποιμαντορική ράβδο. Μερικές φορές τον βλέπουμε καβάλα σε άσπρο άλογο. Επισκέπτεται τα παιδιά με καλοσύνη και τρυφερότητα, τα ευλογεί και τους μοιράζει δώρα και γλυκίσματα, επιβραβεύοντάς τα για την καλή διαγωγή τους μέσα στη χρονιά. Επειδή αυτό γίνεται κατά την περίοδο του Δεκεμβρίου κάθε έτους, ο Άγιος Νικόλας μετατρέπεται με το πέρασμα του χρόνου σε ένα αγαθό πνεύμα των Χριστουγέννων και του χειμωνιάτικου τοπίου. Γίνεται ο Père Noël των Γάλλων, ο «Πατέρας των Χριστουγέννων», ο Father Christmas των Βρετανών. Στη Δανία, στο Βέλγιο και στην Ολλανδία ονομάζεται Sinterklaas, ενώ στη Γερμανία Sankt Nikolaus. Γνωστός, όμως σε όλον τον κόσμο έμεινε με την ονομασία που έλαβε όταν η γιορτή του πέρασε τον Ατλαντικό και εξαπλώθηκε στη Βόρεια Αμερική: Santa Claus.
Όμως κατά τη διάρκεια της πορείας του μέσα στους αιώνες, ο Santa Claus συναντήθηκε με μια σημαντική μορφή από τη θρησκευτικές παραδόσεις του προ-χριστιανικού παρελθόντος και δανείστηκε από αυτήν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Ποια ήταν αυτή η μορφή; Ήταν ο μεγάλος Θεός των Νορβηγών Βίκινγκς, ο παντοδύναμος Odin, Πατέρας θεών και ανθρώπων σύμφωνα με την αρχαία Σκανδιναβική θρησκεία. Μετά την εξάπλωση του Χριστιανισμού στις Βόρειες χώρες, η λατρεία των παλιών θεών έσβησε και αντικαταστάθηκε από τη νέα. Οι μορφές των θεών υποβιβάστηκαν και έχασαν το ιερό τους κύρος. Έμειναν όμως βαθιά χαραγμένες στη συλλογική ψυχή των λαών της περιοχής. Έγιναν σύμβολα της φύσης, αγαθοποιά πνεύματα με μικρή επίδραση στη ζωή των ανθρώπων. Έτσι, ο άλλοτε βασιλιάς των Θεών Όντιν, μεταβλήθηκε σε πνεύμα του Χειμώνα, έγινε ο «Πατέρας Χειμώνας» -Father of Winter. Απεικονίστηκε στη λαϊκή τέχνη ως γέροντας με μακριά γενειάδα, ο οποίος φοράει την γκρίζα κάπα του και το πλατύγυρο μυτερό καπέλο του και στηριγμένος στο μακρύ ραβδί του περιπλανιέται μέσα στα δάση και πάνω στα χιονισμένα βουνά του παγωμένου ευρωπαϊκού Βορά. Άλλοτε πάλι τριγυρίζει καβάλα στον Sleipnir, ένα μαγικό άλογο με οκτώ πόδια, και έχει ως συνοδεία λύκους και κοράκια, που του φέρνουν πληροφορίες από μακρινά μέρη. Η σκοτεινή και ψυχρή αυτή μορφή της βόρειας μυθολογίας δάνεισε στον σύγχρονο Santa Claus δυο πολύ βασικά του χαρακτηριστικά. Πρώτον, τον συνέδεσε με το κρύο, το χιόνι και τον χειμώνα, την ατέλειωτη νύχτα του αρκτικού κύκλου και τα απέραντα δάση από έλατα. Έτσι, σήμερα όλοι θεωρούν απολύτως φυσικό το γεγονός το εργαστήριο ενός μεσογειακού και μικρασιάτη Αγίου να βρίσκεται στη Φιλανδία, κοντά στον Βόρειο Πόλο. Δεύτερον, χάρισε στον Santa Claus μια συνοδεία από ζώα που τον μεταφέρουν και τον υπηρετούν. Μόνο που τώρα πλέον δεν είναι άλογα ή λύκοι, αλλά τάρανδοι που σέρνουν το έλκηθρο του και καλικάτζαροι που τον πληροφορούν για την καλή ή κακή διαγωγή των παιδιών.
Ο ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΑΓΙΟΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΥ
Πως αυτή η αυστηρή και βλοσυρή μορφή του Αϊ Νικόλα – Santa Claus έφτασε στη σημερινή εποχή να ταυτίζεται με την καρικατούρα ενός πονηρού γέρου με την προτεταμένη κοιλιά και τα ροδοκόκκινα μάγουλα που έρχεται όχι για να μας φέρει δώρα, αλλά να μας πουλήσει προϊόντα; Καταρχάς πρέπει να τονίσουμε ότι για να γίνει αυτή η μετάβαση έπρεπε πρώτα η μορφή του Αϊ-Νικόλα – Santa Claus να χάσει τη θρησκευτική της αναφορά και ποιότητα. Μια μορφή που, όπως είδαμε μέσα από την ιστορική της διαδρομή, συνέθετε στοιχεία από δυο διαφορετικούς θρησκευτικούς κόσμους, τον Χριστιανικό και τον Παγανιστικό, έφτασε σήμερα να διατηρεί μονάχα το όνομα, χωρίς να έχει πια κανένα ηθικό και θρησκευτικό περιεχόμενο. Έτσι μια ειρωνική αντίφαση συνοδεύει τη σημερινή μορφή του παγκοσμιοποιημένου Santa Claus: είναι ένας Άγιος μόνο στον τίτλο, αφού δεν έχει καμιά σχέση με οτιδήποτε το θρησκευτικό, το Άγιο και το Θεϊκό: είναι ένας Όσιος της Αγοράς, χυδαίος και ανόσιος.
Δυο γεγονότα – σταθμοί συντέλεσαν ώστε να γίνει δυνατή αυτή η μετάλλαξη και να φτάσουμε στη σύγχρονη εικόνα για τον Santa Claus. Το ένα στα τέλη του 19ου αιώνα και το άλλο στις αρχές του 20ου. Και τα δυο συνέβησαν –όχι τυχαία– στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στις Η.Π.Α. Το πρώτο αφορά στη δημοσίευση ενός παιδικού βιβλίου με πρωτοχρονιάτικες ιστορίες το 1821 και ενός ποιήματος λίγα χρόνια αργότερα, που περιέγραφαν τον Santa Claus όπως τον ξέρουμε σήμερα: γέροντα, παχύ και πλαδαρό, πάνω σε έλκηθρο που το σέρνουν ελάφια, να μπαίνει στα σπίτια από τις καμινάδες και να αφήνει δώρα μέσα στις κάλτσες των παιδιών. Τις αρχικές αυτές δημοσιεύσεις ακολούθησαν κάποια άρθρα και ποιήματα σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, που σιγά-σιγά πλούτισαν τη μοντέρνα μυθολογία του Santa Claus: εντόπισαν την κατοικία του στο Βόρειο Πόλο, του έδωσαν μια σύζυγο –απαραίτητο συμπλήρωμα για έναν καθώς πρέπει αστό άγιο– τον έβαλαν να στολίζει χριστουγεννιάτικα δέντρα και να κατασκευάζει παιδικά παιγνίδια. Μάλιστα, ένας διάσημος σκιτσογράφος της εποχής ζωγράφισε τον Santa Claus να μοιράζει παιγνίδια στους στρατιώτες των Βορείων που συμμετείχαν στον Αμερικάνικο Εμφύλιο. Τι έκανες στον πόλεμο Santa Claus!
Ο δεύτερος σταθμός στην πορεία προς τη σύγχρονη εικόνα του Santa Claus είναι η αξιοποίηση της φιγούρας του από την Coca Cola. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η εταιρία αναζητούσε έναν τρόπο να αυξήσει τις πωλήσεις του αναψυκτικού της, ιδίως κατά τη χειμερινή περίοδο, όπου, όπως είναι φυσικό, πολύ λίγοι επιθυμούν να πιουν ένα παγωμένο ρόφημα. Το διαφημιστικό τμήμα της επιχείρησης συνέλαβε τότε μια εξαιρετικά επικερδή, όπως αποδείχτηκε, ιδέα: να συνδέσει ένα καλοκαιρινό αναψυκτικό με το πνεύμα του χειμώνα, τον Santa Claus. Αυτός ο καλόβολος φίλος των παιδιών κρίθηκε ως ο καταλληλότερος για να προωθήσει την κατανάλωση του αναψυκτικού στη νεολαία. Την αποστολή ανέλαβε ένα αμερικανός καρικατουρίστας σουηδικής καταγωγής, ο Χάντον Σάντμπλομ, ο οποίος άντλησε έμπνευση από τα παραμύθια και τα ποιήματα του 19ου αιώνα για τον Santa Claus και ζωγράφισε το πασίγνωστο ανθρωπάκι, το οποίο φρόντισε να ντύσει στα κόκκινα –το χρώμα της Coca Cola. Η πρώτη διαφήμιση αναρτήθηκε στην εφημερίδα The Evening Post το 1931 και παρουσιάζει τον αναμορφωμένο Santa Claus να κρατάει με περηφάνια ένα ποτήρι με αναψυκτικό και να δηλώνει: «Απολαμβάνω ένα αναζωογονητικό διάλειμμα». Η λεζάντα κάτω από την εικόνα μας πληροφορεί ότι: «Ο Γέρο- Santa, ο πιο πολυάσχολος άνθρωπος του κόσμου κάνει ένα αναζωογονητικό διάλειμμα με Coca Cola.
Σίγουρα ξέρει να απολαμβάνει τη ζωή του και γι’ αυτό είναι πάντα γελαστός. Το ίδιο μπορείς να είσαι και εσύ. Όπου και να πας για ψώνια θα βρεις ένα ψυγείο με παγωμένη Coca Cola να σε περιμένει».
Τις δεκαετίες που ακολούθησαν δημιουργήθηκε από τον ίδιο σκιτσογράφο μια μεγάλη σειρά διαφημίσεων στο ίδιο μοτίβο, όπου η κατανάλωση του αναψυκτικού συνδέθηκε με ό,τι πιο αγνό και ευχάριστο υπάρχει στις δυτικές κοινωνίες. Με την παιδική ηλικία, της αθωότητας, της ξεγνοιασιάς και του παιγνιδιού. Με την ευμάρεια του αστικού νοικοκυριού των μεταπολεμικών Η.Π.Α. κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, με το φωτισμένο δέντρο, το πλουσιοπάροχα στρωμένο τραπέζι, το στολισμένο σαλόνι και τη θαλπωρή του αναμμένου τζακιού. Με την ξεκούραση από τη δουλειά και την αναζωογονητική αίσθηση της δροσιάς. Μα προ πάντων με την κατανάλωση προϊόντων, τα οποία γίνονται πλέον αντιληπτά ως δώρα προς τον εαυτό μας, κατ’ αντιστοιχία με τα δώρα που υποτίθεται πως φέρνει ο Santa Claus.
Κάπως έτσι, περάσαμε στον Santa Cola τον Προστάτη Άγιο του Καταναλωτισμού, τον πανούργο διαφημιστή και επιδέξιο πωλητή προϊόντων. Πλέον ο Αϊ-Νικόλας, το αγαθό «Πνεύμα των Χριστουγέννων», ο «Πατέρας Χειμώνας» έχει μεταλλαχθεί σε Δαιμονικό Πνεύμα της Κατανάλωσης, σε Πατέρα-Αφέντη της παγκοσμιοποιημένης Αγοράς. Η εορταστική περίοδος των Χριστουγέννων τού έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά. Δεν υπάρχει διαφήμιση που να μην εμφανίζεται, κατάστημα που να μην τον έχει στολίσει στη βιτρίνα του, ή πλατεία που να μην τριγυρίζουν οι σωσίες του για να φωτογραφηθούν με τα παιδιά που έχουν βγει για ψώνια. Τα πολυκαταστήματα και τα Malls είναι οι ναοί του, οι εμπορικοί δρόμοι και οι αγορές είναι οι τόποι της δαπανηρής λατρείας του. Πρέπει να το πούμε ανοιχτά: ο Santa Cola είναι ένα κεντρικό σύμβολο του πνεύματος της ευζωίας που απήλαυσε η αστική τάξη στις δυτικές κοινωνίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν η συμβολική απεικόνιση της κουλτούρας της εμπορευματοποίησης όλων των όψεων της ζωής, του πολιτισμού της κατανάλωσης ως συνολικού τρόπου διάρθρωσης της καθημερινότητας. Ενός τρόπου ζωής που παρόλη την επιφανειακή του λάμψη είναι εξαιρετικά μίζερος και αλλοτριωμένος, αφού παγιδεύει το άτομο στα δεσμά κατασκευασμένων επιθυμιών, παραδίδοντάς το στην εθελούσια σκλαβιά, την ακηδία και την κατάθλιψη. Και αποδεικνύεται ένα σύμβολο εξαιρετικά ανθεκτικό –όπως άλλωστε είναι και το περιεχόμενό του.
Διότι ακόμη και σήμερα, στην εποχή της πολύπλευρης κατάρρευσης του σύγχρονου κόσμου, ο Santa Claus – Cola συνεχίζει να αποτελεί σημείο αναφοράς του αγοραίου ήθους και της καταναλωτικής νοοτροπίας. Αυτό, σε επίπεδο σημειολογικό, αποδεικνύει ότι ενώ οι ρυθμοί κατανάλωσης έχουν σχετικά περιοριστεί εξ ανάγκης, λόγω της οικονομικής κρίσης, το ήθος και το φρόνιμα που τη στηρίζει έχουν μείνει ανέπαφα. Μ’ άλλα λόγια: ίσως να έχουμε σταματήσει να καταναλώνουμε, αλλά δεν έχουμε πάψει να θέλουμε να καταναλώσουμε. Αν μας δινόταν η ευκαιρία, με πολύ μεγάλη χαρά θα αφηνόμασταν και πάλι στην αποχαύνωση της αγοραστικής μας κραιπάλης. Από την άποψη αυτή, ο Santa Claus – Cola είναι ο άγιος που μας αξίζει…
ΑΪ ΒΑΣΙΛΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ SANTA CLAUS
Παραμένει όμως και ένα τελευταίο ερώτημα: Αφού ο Santa Claus αποτελεί προέκταση –αν και διαστρεβλωμένη, όπως είπαμε– της μορφής του Αγίου Νικολάου γιατί στη χώρα μας τον αποκαλούμε Αϊ Βασίλη; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο και στο χώρο. Θα κλείσουμε έτσι τον κύκλο του Αϊ-Βασίλη, όπως τον αποκαλέσαμε στην αρχή, τον κύκλος ενός πολιτισμικού συμβόλου με μεγάλη δημοτικότητα και σημαντική κοινωνική διείσδυση.
Από το σήμερα, λοιπόν, θα μεταφερθούμε στα μέσα του 4ου μ.Χ. αιώνος και από την Ευρώπη και την Αμερική θα ξαναγυρίσουμε στη Μικρά Ασία. Εκεί στην περιοχή της Καππαδοκίας θα συναντήσουμε την επιβλητική και σεβάσμια μορφή του Βασιλείου, επισκόπου Καισαρείας, μεγάλου Πατέρα της Εκκλησίας.
Η κορυφαία αυτή πνευματική προσωπικότητα δεν ήταν μονάχα ένας πανεπιστήμονας της εποχής. Υπήρξε και ο αναμορφωτής του κοινοβιακού μοναχισμού, όντας ο ίδιος ταυτόχρονα μεγάλος θεολόγος και αυστηρός ασκητής. Μα πάνω απ’ όλα υπήρξε ένας άνθρωπος της πίστης στο Χριστό, της αγάπης και της προσφοράς. Γόνος πολύ πλούσιας οικογένειας, αληθινό πριγκιπόπουλο της ιστορίας, δεν δίστασε να ξοδέψει ολόκληρη την περιουσία του για να ανοικοδομήσει την περίφημη «Βασιλειάδα», τον πρώτο στον κόσμο οργανωμένο φορέα κοινωνικής πρόνοιας. Νοσοκομεία, γηροκομεία, πτωχοκομεία και σχολεία αποτελούσαν ένα συγκρότημα παροχής υπηρεσιών που σκοπό είχε να ανακουφίσει τον ανθρώπινο πόνο και να καλύψει τις ανάγκες των ταπεινών και των καταφρονεμένων. Μάλιστα, όντας γιατρός ο ίδιος, ο Βασίλειος είχε αναλάβει προσωπικά τη φροντίδα των λεπρών, των ασθενών δηλαδή εκείνων που κανείς δεν ήθελε να πλησιάσει για να μην μολυνθεί. Αυτό το θυσιαστικό ήθος της προσφοράς και της αλληλεγγύης είναι που περισσότερο χαρακτηρίσει τον Άγιο, αναδεικνύοντας τον σε πρότυπο φιλανθρωπίας στο όνομα του Χριστού. Έτσι καταγράφηκε ο Βασίλειος στη συνείδηση της Εκκλησίας ως Μέγας. Στη μνήμη του λαού, όμως, έμεινε και για ένα ακόμη περιστατικό που δείχνει τη φιλανθρωπία και τη δικαιοσύνη του. Είναι η γνωστή ιστορία με τη Βασιλόπιτα. Όταν κάποτε ο Έπαρχος της Καππαδοκίας ήρθε με άγριες διαθέσεις στην Καισάρεια, με συνοδεία στρατιωτών για να μαζέψει τους φόρους, ο Επίσκοπος της πόλης Βασίλειος συμβούλεψε τους κατοίκους που είχαν οικονομική δυνατότητα να συγκεντρώσουν όσα χρυσά νομίσματα και άλλα τιμαλφή είχαν και να του τα δώσουν για να τον εξευμενίσουν.
Όταν όμως συναντήθηκε με τον Έπαρχο τον έπεισε να ελαττώσει τις φορολογικές του απαιτήσεις, με αποτέλεσμα τα πολύτιμα αντικείμενα να μείνουν σε αυτόν. Εκείνος έπρεπε τώρα να τα επιστρέψει στους ιδιοκτήτες τους, όμως υπήρχε ένα πρόβλημα: δεν ήξερε ποιος τού είχε δώσει τι. Σκέφτηκε τότε ένα τέχνασμα: μια άτυπη αναδιανομή εισοδήματος, θα λέγαμε σήμερα. Παράγγειλε να του φτιάξουν μικρές πίτες και μέσα σε κάθε μία έβαλε και από ένα αντικείμενο. Έπειτα τα μοίρασε στο λαό. Και ο θρύλος λέει ότι ο καθένας βρήκε με τρόπο θαυμαστό στην πίτα του το αντικείμενο που είχε αρχικά παραχωρήσει. Έτσι δημιουργήθηκε το έθιμο της Βασιλόπιτας που κόβουμε την πρωτοχρονιά και έτσι συνδέθηκε το πρόσωπο του Μεγάλου Βασιλείου με την προσφορά δώρων.
Ποια σχέση όμως έχει ο ασκητής και διανοούμενος Βασίλειος, τον οποίο η παράδοση της Εκκλησίας περιγράφει ως ψηλό, εξαιρετικά λεπτό, με πολλές ρυτίδες στο μέτωπο και με ύφος μονίμως συλλογισμένο και στοχαστικό, με το χαζοχαρούμενο, ξεχειλωμένο από το φαΐ και την καλοπέραση, ξωτικό της Coca Cola; Καμία απολύτως. Ο Santa Claus είναι το ακριβώς αντίθετο του, Μικρασιάτη Πατέρα της Εκκλησίας, καθώς αντιπροσωπεύει ό,τι εκείνος απεχθανόταν και καταδίκαζε: το κέρδος και το συμφέρον, τη φιληδονία, την πλεονεξία και την επιπολαιότητα. Όμως όταν έγινε η εισαγωγή του στην Ελλάδα, μαζί με άλλα καταναλωτικά σύμβολα κατά τη δεκαετία του 1950, ο λαός επικεντρώθηκε στο σημείο της προσφοράς δώρων στα παιδιά, και έτσι τον ταύτισε με τον φιλάνθρωπο Άγιο της παράδοσής μας, τον Μέγα Βασίλειο.
Όπως δείξαμε πρόκειται για μια τεράστια παρανόηση. Το ορθό θα ήταν ο Santa Claus του καταναλωτισμού να ονομάζεται όχι Αϊ-Βασίλης, αλλά Αντί-Αϊ-Βασίλης, αφού είναι το ανίερο διάστροφο του Μεγάλου Βασιλείου, κατά τον ίδιο τρόπο που η κουλτούρα της κατανάλωσης είναι η ανίερη αντιστροφή του εκκλησιαστικού ήθους της ελευθερίας, της ασκητικότητας και της θυσιαστικής αγάπης προς τον πλησίον μας, που έχει ανάγκη. Αντάξιοι ενός τέτοιου ήθους οφείλουμε να φανούμε, εάν θέλουμε να ξαναβρούμε το αληθινό νόημα των Χριστουγέννων –το αληθινό νόημα της ζωής– και να σταθούμε όρθιοι μέσα στα ερείπια ενός παρακμασμένου κόσμου.
*(Το κείμενο αποτέλεσε τη βάση παρουσίασης που έγινε στο ΛΙΒΑΝΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΡΔΑΜΥΛΩΝ ΧΙΟΥ, στο πλαίσιο της σχολικής εορτής στις 21/12/2012)