Ο ταπεινός στο φρόνημα και μεγάλος στην αρετή, θεοπρόβλητος και λαοφίλητος επίσκοπος Ευρίπου Τιμόθεος αποτελεί πρότυπο αγαθού, ανεξίκακου και συγχωρητικού ησυχαστή. Καυχάται για τα σπάργανά του ο Κάλαμος της Αττικής, για την φιλόθεη ποιμαντορία του η νήσος του Ευρίπου, για τον κτίτορά της η Μονή της Πεντέλης, για τον χαρισματικό ησυχαστή της η Βραυρώνα και για τον καθαγιαστή της η μικρή νήσος της Κέας.
Πάνω απ’ όλα όμως τα μέρη που είχαν την ευλογία του οσιακού απ’αυτά περάσματος του αγίου Τιμοθέου καυχάται η του Χριστού Εκκλησία για τον ποιμένα της, τον «εις τύπον και τόπον Χριστού», τον προικισμένο με τα προσόντα, τα οποία μας απαριθμεί ο θείος απόστολος Παύλος για τον αληθή ποιμένα, που οφείλει να είναι «όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών» (Εβρ. ζ΄ 26).
Ο όσιος Τιμόθεος σ’ όλη του τη ζωή απευθυνόταν προς τον φιλάνθρωπο Κύριο είτε ζητώντας την αρωγή Του είτε δοξολογώντας Τον για τις ευεργεσίες Του εφαρμόζοντας το λόγιον: «Τη προσευχή προσκαρτερείτε» (Κολασ. δ΄ 2). Συμπονούσε κάθε ένα που είχε ανάγκη, έσπευδε να έλθει αρωγός σε όλους τους δοκιμαζομένους, μακροθυμούσε στην κακή συμπεριφορά των άλλων, ανεχόταν τις αδυναμίες τους και αυτών ακόμη που φέρονταν εχθρικά απέναντί του και όλους τους συγχωρούσε ακολουθώντας το παράδειγμα του Χριστού μας, ο οποίος χαρίσθηκε σε μας και μας συγχώρησε τις ανομίες. Εφάρμοζε στην πράξη την προτροπή: «Ενδύσασθε σπλάγχνα οικτιρμού, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, μακροθυμίαν, ανεχόμενοι αλλήλων και χαριζόμενοι εαυτοίς, εάν τις προς τινα έχη μομφήν» (Κολασ. γ΄ 12-13).
Ο ανεξίκακος, αυστηρός στον εαυτό του και επιεικής στους γύρω του ιεράρχης, κατά την αποστολική προτροπή, «το επιεικές υμών γνωσθήτω πάσιν ανθρώποις» (Φιλιπ. δ΄ 5), γεννήθηκε στον Κάλαμο της Αττικής το έτος 1510. Χειροτονήθηκε για τον ένθεο ζήλο του επίσκοπος Ωρεών της Ευβοίας και αργότερα καταστάθηκε μητροπολίτης Ευρίπου, όπου, σαν τον λύχνο που τίθεται πάνω στη λυχνία, έλαμψε με τις αρετές του όχι μόνο σε όλη την θεόσωστη επαρχία του, άλλά και σε όλη την ορθόδοξη ελληνική επικράτεια.
Η παρρησία του, με την οποία έλεγξε τους άπιστους Αγαρηνούς για τη μετατροπή των χριστιανικών ναών της επαρχίας του σε τεμένη, κίνησε το μίσος των εχθρών της πίστεως και για να αποφύγει την θηριώδη μανία τους κατέφυγε στην Αττική, όπου μετά από την εύρεση της εικόνας της Γλυκοφιλούσας Θεοτόκου στο όρος των Αμώμων έκτισε την περίδοξη Μονή της Πεντέλης. Ο ησυχαστής όμως επίσκοπος ζητούσε την ερημία και ο κόσμος που έτρεχε να επισκεφθεί την οσιότητά του τον κούραζε. Έτσι, κατέφυγε πρώτα στην ερημία του σπηλαίου του Γαργητού και αργότερα στο μικρό απόμακρο σπήλαιο της Σκήτης του αγίου Γεωργίου της Βραυρώνος. Εκεί σκληραγωγούμενος και προσευχόμενος νύκτα και ημέρα έφθασε σε μέτρα αρετής υψηλά και αξιώθηκε και θαυματουργικού χαρίσματος. Εδώ επέτρεψε ο Θεός να φανεί και η ανεξικακία του, η οποία και του σφράγισε την επίγεια ζωή του.
Κάποια ημέρα άδικοι πειρατές επέδραμαν στην περιοχή και άρπαξαν το παιδί μιάς πλούσιας Οθωμανίδας, η οποία όριζε κτηματικά μεγάλο μέρος της Βραυρώνος. Εκείνη στην απελπισία της κατέφυγε στον μεγάλο ησυχαστή, ο οποίος με την προσευχή του κατόρθωσε να ελευθερώσει το παιδί από το στόμα των άγριων λύκων. Από ευχαρίστηση τότε η άπιστη Αγαρηνή δώρησε μεγάλη κτηματική περιουσία στον όσιο Τιμόθεο. Η κίνησή της όμως αυτή προκάλεσε τον φθόνο των άλλων γαιοκτημόνων της περιοχής, οι οποίοι φοβήθηκαν ότι ο ασκητής θα έπαιρνε και τα κτήματά τους, για να αυξήσει την περιουσία του. Δεν γνώριζαν ότι εκείνος ήταν ουρανοπολίτης και πιστός τηρητής των λόγων του αποστόλου Παύλου: «Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επεζητούμεν» (Εβρ. ιγ΄ 14). Έτσι, για να τον αναγκάσουν να φύγει από την περιοχή τους και να τους αφήσει και την έκταση που που δώρησε η πλούσια ευεργέτις του, έβαλαν φωτιά και κατέκαυσαν την μικρή βάρκα, με την οποία αυτός ψάρευε.
Ο συγχωρητικός όσιος Τιμόθεος πικράθηκε βέβαια, αλλά μακροθυμώντας ακολούθησε την φιλοσοφία του οσίου Μαρτινιανού και σιγοψελλίζοντας «φεύγε και σώζου»εγκατέλειψε το αγαπημένο του σπήλαιο και κατευθύνθηκε προς την παραλία. Εκεί έρριξε το ασκητικό του ράσο στο νερό, έκανε το σημείο του Σταυρού και χρησιμοποιώντας το για βάρκα έφυγε για το νησί της Κέας, όπου συνέχισε την αδιάλειπτη ψυχοτρόφο άσκηση μέχρι το ειρηνικό και οσιακό του τέλος, το έτος 1590.
Ο ανεξίκακος ησυχαστής, ο σπηλαιώτης ασκητής επίσκοπος, ο μιμητής της συγχωρητικότητος του Χριστού μας και του πρωτομάρτυρος Στεφάνου, δεν ανταπέδωσε τον κακό διά του κακού σ’ αυτούς που τον φθόνησαν, αλλά διά του καλού εφαρμόζοντας το Παύλειο «Μη νικώ υπό του κακού, αλλά νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» (Ρωμ. ιβ΄ 21), το οποίο αγαθό στην περίπτωσή του ήταν η θερμή συγχωρητική προσευχή του και η εκούσια φυγή του, αφού εφάρμοζε αυτό το οποίο ένας άλλος μεγάλος σύγχρονος ησυχαστής έλεγε επιγραμματικά: «Ωφελού η ωφέλει η φεύγε».
Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.
Ασκητήν ιεράρχην Ευρίπου σώσαντα
ευχαίς αυτού διαθέρμοις εξ αρπαγής πειρατών
γαιοκτήμονος Βραυρώνος παίδα μέλψωμεν
ως Μεσογαίας ασκητήν θεοείκελον λαμπρώς,
Τιμόθεον, εκβοώντες· εξ έρκους πλάνου οδόντων
τους υμνηπόλους σου εξάρπασον.
Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ΄. Τη Υπερμάχω.
Τον ευσυμπάθητον, μακρόθυμον, φιλεύσπλαγχνον,
επιεική και ανεξίκακον τιμήσωμεν
ιεράρχην τον ασκήσαντα εν Βραυρώνι
ως δοχείον θείας χάριτος πολύτιμον
και ταμείον οσιότητος αδάπανον
πόθω κράζοντες· Χαίροις, μάκαρ Τιμόθεε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις, του Ευρίπου σεπτός ποιμήν,
ο εν τη Βραυρώνι ενασκήσας θεοπρεπώς
και θαυματουργήσας ως Παρακλήτου σκεύος
και αρετών δοχείον, μάκαρ Τιμόθεε.
Χαράλαμπου Μπούσσια