Του πρωτοπρεσβύτερου π.Βασίλειου Ε. Βολουδάκη
Θρηνητική εορτή κατήντησε εδώ και χρόνια η αντιστασιακή και ένδοξη επέτειος του Έθνους μας της 28ης Οκτωβρίου 1940 εναντίον του Άξονος Παπισμού – Σιωνισμού με προκάλυμμα τη Γερμανία, εξ αιτίας της τωρινής καταστάσεως της Πατρίδος μας.
Φέτος, μάλιστα, χρειάζεται να προστεθή στον θρήνο «κλαυθμός και οδυρμός πολύς», γιατί η Ελλάς «κλαίουσα τα τέκνα της ούκ ήθελε παρακληθήναι», αφού δεν έχει πλέον υπερασπιστάς ούτε της Πίστεώς της ούτε της Πατρίδος της!
Ο οδυρμός δεν οφείλεται μόνο στο ότι οι συνθήκες του σήμερα –ρετουσαρισμένες, βέβαια, με το μακιγιάζ της εποχής– είναι απόλυτα ταιριαστές με τις συνθήκες του τότε –συνθήκες κατάμαυρες, εκκλησιαστικώς και πολιτειακώς– αλλά στο ότι σήμερα απουσιάζει, σχεδόν παντελώς, από τον λαό μας η αντιστασιακή του δύναμη και από τον πολιτικό χώρο δεν βρίσκεται ούτε ένας με την πίστη και την ψυχή του Μεταξά, για να φανερώση ξανά στο Εσωτερικό και στο Εξωτερικό την ειδοποιό διαφορά της Ελληνικής ψυχής, που έκανε την Ελλάδα να μην πεθαίνη, ακόμη και όταν τα έθνη την καταδίκαζαν και την οδηγούσαν σε μυρίους θανάτους.
Την Ελληνική ψυχή, μέχρι χθες, δεν μπορούσε να την απειλήση κανείς επίγειος φόβος, γιατί ήταν συνυφασμένη με τον αθάνατο Χριστό και γι’ αυτό είχε και απόλυτη βεβαιότητα για την αθανασία της.
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τα Μνημόνια του 1940, που είχε το σθένος να αρνηθή ο Μεταξάς –καθώς με αδιάσειστα στοιχεία αποδεικνύει η μακαριστή κόρη του Λουκία, πνευματικό τέκνο του μεγάλου εκκλησιαστικού ανδρός π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου– τα υπέγραψαν και τα υπογράφουν με μεγάλη προθυμία οι σημερινοί πολιτικοί μας άρχοντες και σπεύδουν να πουλήσουν τον Χριστό για να λάβουν χρυσό!
Οι ίδιοι Άξονες Βατικανό – Ντούτσε τότε, Βατικανό με απάτριδα Πάπα και αιχμή του δόρατός του την Γερμανίδα Μέρκελ σήμερα, ζητούν τα πάντα από την χώρα μας για να μας κόψουν χάρτινα νομίσματα, σαν να είμαστε εμείς ανίκανοι να κόψουμε τα δικά μας χαρτονομίσματα, όπως κάναμε πάντοτε, τότε που δεν είχαμε κανέναν ανάγκη.
Τότε, το ’40 που δεν υποκύψαμε και είπαμε ΟΧΙ, μας απείλησαν με πόλεμο, αλλά τότε πιστεύαμε στον Χριστό και στην Παναγία μας και όχι μόνο στο ότι είμαστε μικρή Χώρα και γι’ αυτό πρέπει να λέμε ΝΑΙ! Ο Σταυρός που προσευχήθηκε το βράδυ εκείνο του Οκτωβρίου του 1940 ο Μεταξάς για να ειπή το ΟΧΙ, σώζεται μέχρι σήμερα σε ένα πολύ πνευματικό Μοναστήρι. Καί τότε, το ’40, ανέλαβε πάλι τον αγώνα η Παναγία μας ως Υπέρμαχος Στρατηγός και ενεφανίσθη πολλές φορές και σε πολλούς! Οι μάρτυρες των γεγονότων αυτών ζούν μέχρι τις μέρες μας.
Τώρα, όμως, τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Ούτε πολιτικοί με το σθένος και την Πίστη του ’40 βρίσκονται στην Ελληνική Βουλή, ούτε είναι σίγουρο πως αν σε ένα ενδεχόμενο πόλεμο εμφανισθή η Παναγία μας, οι στρατιώτες μας θα την αναγνωρίσουν! Τόσο πολύ έχουμε αλλοτριωθεί, που γίναμε αγνώριστοι και στους ίδιους μας τους εαυτούς!
Σήμερα, λοιπόν, με αυτό μας το κατάντημα, έχει γίνει πιά χειροπιαστή η ευθύνη όλων των εκκλησιαστικών προσώπων και ιδιαιτέρως των τιτλούχων της Εκκλησίας. «Ύπνος βαρύς στα μάτια μας απλώνεται ολοένα» ενώ τα πάντα σείονται και χάνεται η Ψυχή της ψυχής μας. Οι πολιτικοί ασελγούν στο ήθος του λαού μας με τον διαβόητο Αντιρατσιστικό άνομο νόμο τους και οι εκκλησιαστικοί Φύλακες της Πίστεως δεν βρίσκουν σ’ αυτόν κανένα ψεγάδι και τον συνυπογράφουν άλλοι μετά κρότου και άλλοι μετά σιωπής! Κάποια ξεπετάγματα απ’ το βαρύ ύπνο Επισκόπων – Ποιμένων μεγιστοποιούν την ευθύνη τους, αφού οι οργισμένες εξάρσεις δεν οδηγούν πουθενά πέρα από τη δημιουργία εντυπώσεων σε αφελείς.
Αλήθεια, πως πιστεύουν ότι θα αποτιναχθή η πολιτική κατάντια της Βουλής, όσοι κατά καιρούς παρωτρύνουν τα νειάτα να εξεγερθούν και να επαναστατήσουν στο κατεστημένο; Με επανάσταση όπλων ή με δικτατορία; Με ποιά δύναμη τα παιδιά θα παλέψουν το Υπουργείο Παιδείας, το οποίο –με κόλπα που θα ζήλευε και ο διάβολος– κατώρθωσε να θεωρείται το μάθημα των Θρησκευτικών ως προσβολή της συνειδήσεως των βαπτισμένων μαθητών για να επιτύχουν την απαλλαγή τους; Πως θα ειπούν ΟΧΙ τα παιδιά στην πολύπλευρη στυγνή δικτατορία, όταν οι ίδιοι οι Ιεράρχες τρέμουν και χάνουν τα λόγια τους μπροστά στους πολιτικούς;
Με αρχιερατικούς εξορκισμούς του κακού και εθνικές κορώνες μπορεί να υπάρξη αλλαγή, αν η Εκκλησία δεν εκθρέψη πολιτικούς με το ανόθευτο πνεύμα Της, για να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της Πατρίδος μας και να αναστήσουν την Ελληνική ψυχή;
Είναι ώρα να διερωτηθούν οι Ιεράρχες μας –μόνοι μόνω Θεώ- αν είναι αποφασισμένοι να μετανοήσουν έμπρακτα για την μέχρι σήμερα ποιμαντική τους, γιατί η μετάνοια –όπως πολλάκις ετόνισε ο Αρχιεπίσκοπός μας– είναι η αρχή για την λύση των προβλημάτων μας; Να διερωτηθούν αν θέλουν, τελικά, πνευματικούς ανθρώπους για πολιτικούς ή αν βολεύονται στην άσκηση του λειτουργήματός τους με τους αμοραλιστές πολιτικούς. Να διερωτηθούν, αρκετοί Ιεράρχες μας, το γιατί έχουν στο περιβάλλον τους και στις εκκλησιαστικές Υπηρεσίες ανθρώπους κάθε άλλο παρά ευλαβείς και αποφεύγουν, σαν μολυσμένους, ανθρώπους με ήθος και μεμαρτυρημένη ευσέβεια; Πόσα, άραγε, ευσεβή παιδιά ιερέων ή εκκλησιαστικών εθελοντών βρίσκουν εργασία σε εκκλησιαστικούς οργανισμούς;
Ο λαός μας βγάζει συμπεράσματα. Όταν βλέπη Ιεράρχες να ευνοούν διαπλεκομένους ανθρώπους και ασχέτους με την πνευματική ζωή, παραδίδοντάς τους εκκλησιαστικές Υπηρεσίες υψίστης σημασίας και εκκλησιαστική Διαχείριση, τότε αβίαστα συμπεραίνει ότι οι Ιεράρχες αυτοί επιλέγουν, ενισχύουν και συντάσσονται απολύτως μόνο με πολιτικούς της ίδιας ποιότητος.
Ο λαός συμπεραίνει, ότι οι πολιτικοί που έχουμε την τελευταία 50ετία δεν προέκυψαν τυχαία αλλά είναι αποτέλεσμα συνεργίας και της εκκλησιαστικής διοικήσεως!
Δεν είναι δικές μας συκοφαντίες αυτά που γράφουμε για την κατάσταση των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Τα έχει από το 1975 καταγγείλει δημοσίως στο βιβλίο του «Το δράμα ενός Αρχιεπισκόπου» ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ο Α΄. Μας πληροφορεί ότι η κακοδαιμονία της Πατρίδος μας οφείλεται κυρίως στην εκλογή αναξίων επισκόπων, οι οποίοι έχουν δημιουργήσει ένα «εκκλησιαστικό κατεστημένο» ανάλογο με των πολιτικών:
Γράφει επί λέξει: «Αυτό το κατεστημένο έχει τα εξής χαρακτηριστικά: 1) μίαν ελευθεριότητα περί τα γενετήσια, που φθάνει όχι μόνον μέχρι του να την ανέχεται, αλλά και του να υποθάλπη ακόμη τας σεξουαλικάς διαστροφάς, 2) την διά παντός επιδίωξιν αποκτήσεως υλικών αγαθών και απολαύσεων, ακόμη και διά διαρπαγής της ιεράς περιουσίας της Εκκλησίας, 3) ένα άκρατον δεσποτισμόν, που εκράτει και κρατεί τους υπολοίπους κληρικούς εις την θέσιν των μουζίκων και 4) την δημιουργίαν και διατήρησιν ενός στενού κύκλου προσώπων, που εφρόντιζαν και ακόμη και σήμερα φροντίζουν με κάθε μέσον να μην διαφύγη από τας χείρας των η διοίκησις της Εκκλησίας. Επί του τελευταίου τούτου θα μου επιτραπή να αναφέρω μίαν συνομιλίαν μου με κάποιον μακαρίτην τώρα Μητροπολίτην. Η συνομιλία αυτή πρέπει να είχε γίνει περί το 1940, ήτοι προ 35 ετών, μου είχεν όμως κάμει τόσην εντύπωσιν, ώστε την ενθυμούμαι σαν να έγινε χθες. Καίτοι ήμουν ακόμη νεοχειροτόνητος, αλλά επειδή ήμουν αρκετά μεστωμένος εις την ηλικίαν, δεν εδίσταζα να εκφράζω προς τους πάντας απολύτως ελευθέρως τας σκέψεις και γνώμας μου. Συνεζήτουν, λοιπόν, με τον μακαρίτην διά την ανάγκην να εκλέγωνται ως επίσκοποι οι κληρικοί εκείνοι, που διέθεταν προ παντός ήθος, αλλά και πραγματικήν μόρφωσιν και αποδεδειγμένας ικανότητας και είχαν ήδη εργασθή ευεργετικώς υπέρ της Εκκλησίας. Η συζήτησίς μας είχε γίνει εις το Γραφείον μου εντός του κτιρίου της Ιεράς Συνόδου, όπου τότε υπηρέτουν ως Γραμματεύς και την συνεχίζαμεν ακόμη, καθ’ ην ώραν ο μακαρίτης έφευγε. Κατέβαινε την σκάλαν και εστραμμένος προς εμέ, που ευρισκόμην εις το επάνω πλατύσκαλον μου είπε με την διακρίνουσαν αυτόν ελευθεροστομίαν τα εξής, που δεν μπορώ να τα λησμονήσω: «Βρε Ιερώνυμε, άκου να σού πω· εμείς θα κάνουμε δεσποτάδες κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν δική μας. Θα είναι σαρξ εκ της σαρκός μας και οστούν εκ των οστών μας. Κατάλαβες;» Κατάλαβα … το «εκκλησιαστικό κατεστημένο» είχε την αξίωσιν να διαιωνίση την μονοκρατορίαν του.»! (ο. α. σελ. 134-135)
Η ευθύνη είναι τεράστια. Μας βαρύνει όλους. Πρώτα τους Επισκόπους και κατόπιν εμάς τους Πρεσβυτέρους που κρατάμε το στόμα μας κλειστό!
Είμαστε το συνέδριο των Επισκόπων μας. Είτε το θέλουν είτε όχι! Δεν είμαστε υπάλληλοι! Καί οφείλουμε με αφορμή την εθνική μας επέτειο να ειπούμε το δικό μας πνευματικό ΟΧΙ! Να ειπούμε με κάθε σεβασμό προς την Ιεραρχία μας ότι πρέπει να πείση τον λαό μας ότι αγαπά την Αλήθεια και όχι μόνο λόγια αληθείας. Να πείση τον λαό μας ότι μάχεται το σαθρό «κατεστημένο», που περιέγραψε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος.
Μιά Ιεραρχία, όμως, που δεν θα προσπαθήσει ούτε το αυτονόητο: να επιβάλη τα έντυπα ψηφοδέλτια στις αρχιεπισκοπικές και επισκοπικές εκλογές αλλά θα εξακολουθήση στον 21ο αιώνα τη χειρόγραφη ψηφοφορία(!), για να ελέγχονται ποιοί Ιεράρχες ψήφισαν ποιόν, σαφώς δεν θα μπορέση να πείση τον λαό, ούτε θα μπορέση να του προσφέρη αυτό που πραγματικά χρειάζεται, ιδίως σ’ αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες μέρες!
Από το ΟΧΙ του 1940 μέχρι σήμερα δεν έχει ακουσθή άλλο ΟΧΙ τόσο ηχηρό, αποτελεσματικό και σωτήριο για την υπόσταση του Γένους μας. Είναι ευχή εγκάρδια όλων μας και ικετευτική προς την Μητέρα του Θεού και Παναγία μας το ΟΧΙ αυτό να μην είναι και το τελευταίο!