Του Μάριου Παναγιώτη Ευθυμιόπουλου (PhD)*
Μέσω προκλητικών κινήσεων της Τουρκίας στην θαλάσσια περιοχή της Κύπρου, επιδιώκεται να δημιουργηθεί πολιτικό και διπλωματικό θέμα, το οποίο θα θέσει ζήτημα συνεκμετάλλευσης πόρων. Δηλαδή συνεκμετάλλευσης του φυσικού πλούτου, το οποίο ωστόσο ως διεθνώς και γνωστό, ανήκει στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ως δεύτερη επιλογή της Τουρκίας φαντάζει, το θέμα των φυσικών πόρων, να προβάλλεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Κάτι το οποίο θα αποτελέσει μεσολαβητικό παράγοντα, για την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος.
Η πραγματικότητα βεβαίως είναι διαφορετική. Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει όλα τα δικαιώματα και τις επιλογές εκμετάλλευσης κοιτασμάτων στο θαλάσσιο χώρο της συμπεριλαμβανομένης της ΑΟΖ της. Την ΑΟΖ την έχει ήδη καθορίσει. Επιπλέον, ήδη έχει προχωρήσει στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να κάνει χρήση των δικαιωμάτων της, βάσει και των εθνικών της συμφερόντων στην εξόρυξη του φυσικού αυτού πλούτου.
Αναφορικά με το Δίκαιο της Θάλασσας ας σημειωθεί, πως η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982. Αλλά ορίζει την πολιτική της, περί διεκδικήσεων όπως αυτή το εννοεί. Δηλαδή παρανόμως. Στα ίδια πλαίσια που είχε κινηθεί και είχε συνάψει συμφωνία για την ΑΟΖ της το 1986 με την τότε Σοβιετική Ένωση, δηλαδή σε διμερές και βάσει εθνικών και μόνο συμφερόντων της έτσι και τώρα επιδιώκει να θέσει θέμα ώστε να το προβάλει είτε με την πρώτη επιλογή είτε την δεύτερη επιλογή και με υποτιμημένο συνομιλητή, σε επίπεδο κοινότητας, όπως αυτή αναγνωρίζει, την Κυπριακή Δημοκρατία.
Και πρέπει να τονίσουμε ξεκάθαρα: Η Τουρκία δεν έχει κανένα απολύτως δικαίωμα στον θαλάσσιο, εναέριο και χερσαίο χώρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, εξ’ ολοκλήρου της χώρας.
Η Βόρεια Κύπρος τελεί υπό κατοχή και μαζί και η Βόρεια θαλάσσια περιοχή της. Αμφισβητείται η κυριαρχία της και στο θαλάσσιο χώρο αλλά και στο εναέριο. Υποτιμάται η κρατική οντότητα σε κοινότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν πρέπει να δοθεί μια ισχυρή απάντηση;
Μία λύση είναι, να αναρωτηθεί κανείς αν πρέπει πλέον η Κυπριακή Δημοκρατία να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις. Θα ξανά-επανέλθει σε αυτές, που ορθώς αποχώρησε από τις συνομιλίες με τους Τουρκοκύπριους, όταν ανακοινώθηκε η NAVTEX, δηλαδή η οδηγία προς ναυτιλομένους από την Τουρκία, και η δέσμευση της περιοχής μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου 2014;
Αν ναι υπό ποιες συνθήκες;
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, πρέπει να υπάρξουν ξεκάθαρες επιλογές, τακτικής ουσίας και επικοινωνίας. Διαφυλάττοντας την ακεραιότητα, προστασία και ασφάλεια των περιοχών και πολιτών της, Η Κύπρος διαφυλάττει την Ευρωπαϊκή αλλά και διεθνή της υπόσταση, αναβαθμίζοντας την πολιτική της χώρας.
Η κρίση πρέπει να μελετηθεί συνεπώς ως ευκαιρία. Είναι ευκαιρία διαμόρφωσης ενός νέου στρατηγικού πλαισίου πολιτικής, πραγματιστικής πρακτικής.
Χρειάζονται δομικές μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμός. Τολμηρά «μέτρα και αντίμετρα», τα οποία να χρίζουν διαβάθμισης και να ανακοινώνονται όταν χρίζουν αυτά ανάγκης. Τα μέτρα πρέπει να είναι κλιμακωτά, πολυδιάστατα και σύνθετα. Πολιτικά, νομικά, αλλά και εμπορικά, τα οποία να προσδώσουν πίεση.
Πρέπει να υπάρξει ουσιαστικός συντονισμός προσπάθειες εμπλοκής διεθνή παράγοντα και διεθνών οργανισμών. Ωστόσο στα πλαίσια των συμφερόντων της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα οποία να είναι που είναι ήδη για κάποιες χώρες “win-win”.
Η κρίση είναι μια μεγάλη ευκαιρία να ανασυγκρότηση δυνάμεων, αξιολόγηση και αναδόμηση. Προτείνεται να γίνει μια συγκριτική μελέτη του τι έχει επιτευχθεί και τι μπορεί να επιτευχθεί. Πως και με ποιόν τρόπο είναι αυτό εφικτό. Επίσης να γίνει μια συγκριτική μελέτη της ανταπόκρισης άλλων κρατών σε ανάλογες αντίστοιχες περιπτώσεις.
Η πραγματικότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, επιβάλει ομοψυχία, συναίνεση σε κοινό στόχο, σκοπό. Προτάσεις καινοτόμες αλλά και τολμηρές. Υποστήριξη στα μέτρα και αντίμετρα. Και να επισημανθεί σε όλα τα επίπεδα και πλαίσια πολιτικά, κοινωνικά και επιστημονικά αλλά ακόμα και οικονομικά και πολιτιστικά, πως η Κυπριακή Δημοκρατία αναλαμβάνει μέτρα ανάπτυξης που θα επισημάνουν την αξία και την αναδόμηση της πολιτικής, την συμμετοχή στους διεθνείς φορείς και πολιτικές συμμαχιών εναντίον των διεθνών προκλήσεων. Της συμμετοχικής πορείας μαζί με διεθνείς φορείς, στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη και της δυναμικής επανόδου στις αρχές της ανάπτυξης μέσω επενδύσεων.
*Ειδικεύεται στην Στρατηγική, Επικοινωνιακή Πολιτική και Διαμεσολάβηση. Είναι επισκέπτης Καθηγητής στο ίδρυμα Harriman, Columbia University, New York. Πρόεδρος του Ερευνητικού Ινστιτούτου Διεθνών Ευρωπαϊκών Ατλαντικών και Στρατηγικών Μελετών, Strategy International.