Το καλοκαίρι του 1993, ο καθηγητής του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και πρώην σύμβουλος εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ, Σάμιουελ Χάντινγκτον, παρουσίασε, με ένα άρθρο στο περιοδικό Foreign Affairs, την άποψη του σχετικά με τον μέλλον των διεθνών σχέσεων και τον επαναπροσδιορισμό της παγκόσμιας τάξης στην εποχή μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Χρίστο Ιακώβου, Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Σχεδόν τρία χρόνια αργότερα, την παρουσίασε ολοκληρωμένη στο βιβλίο του «Η Σύγκρουση των Πολιτισμών» (The Clash of Civilizations). Έκτοτε, η άποψη αυτή υπήρξε ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα στο επιστημονικό πεδίο των διεθνών σχέσεων.
Αφετηρία της άποψης του Χάντινγκτον είναι ότι ο κόσμος έχει νόημα μόνο ως πεδίο συγκρούσεων γιατί η «φυσική αρμονία» αποτελεί επικίνδυνο όραμα και τα κενά εξουσίας αναπόφευκτα πληρούνται απ’ αυτούς που διαθέτουν τα μέσα, τη θέληση, την ταχύτητα και την κατάλληλη ηγεσία. Το κεντρικό σημείο της άποψης Χάντινγκτον είναι ότι τα γεωπολιτικά ρήγματα μεταξύ πολιτισμών αντικαθιστούν τα πολιτικά και ιδεολογικά σύνορα του Ψυχρού Πολέμου, ως έναυσμα κρίσεων. Για τον Χάντινγκτον, ο κόσμος είναι ένα σύνολο σεισμικών ζωνών στις οποίες «πολιτισμικές περιοχές» συγκρούονται με ολοένα αυξανόμενη συχνότητα σεισμικής δράσης, για να καταλήξει με την πρόβλεψη ότι «…ο επόμενος παγκόσμιος πόλεμος, αν συμβεί, θα είναι πόλεμος μεταξύ πολιτισμών».
Πολλοί έσπευσαν, τη δεκαετία του 1990 να χαρακτηρίσουν την άποψη του Χάντινγκτον ως ένα επιφανειακά ευφάνταστο συμπέρασμα, πλην όμως εγκεφαλικό κατασκεύασμα, το οποίο πάσχει από υπεραπλουστεύσεις, γενικεύσεις και ιστορικές παρερμηνείες. Οι επικριτές κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η άποψη αυτή περιείχε αξιώματα που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν, αν γίνονταν πολιτικές επιλογές με δυσμενείς επιπτώσεις στο διεθνές σύστημα.
Συμφωνώ με το Χάντινγκτον ότι ο πολιτισμός καθορίζεται με αντικειμενικά κριτήρια όπως: η γλώσσα, η ιστορία, η θρησκεία, τα έθιμα οι θεσμοί καθώς και από υποκειμενικά, όπως το πως αντιλαμβάνεται ο κάθε λαός την ταυτότητά του. Αν υπάρχει ένα σημείο στο οποίο κάποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει είναι ο συγκεχυμένος τρόπος με τον οποίο χωρίζει τους πολιτισμούς, ιδιαίτερα η γεωπολιτιστική κατανομή Δύσης-Ανατολής.
Ένα άλλο σημείο στο οποίο θα συμφωνήσουν οι περισσότεροι ερευνητές των διεθνών σχέσεων σήμερα, είναι ότι η ιστορία δεν πρόκειται να τελειώσει στην μεταψυχροπολεμική περίοδο.
Τι είναι, όμως εκείνο που καθιστά τον Χάντινγκτον, σήμερα επίκαιρο; Ενώ οι διεθνείς συγκρούσεις συνεχίζουν να είναι ανάμικτης ποικιλίας, μετά την «Αραβική Άνοιξη» ολοένα και περισσότερο η διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ισλάμ και Δύσης γίνεται πιο ευδιάκριτη. Μέχρι προσφάτως, πολλοί θεωρούσαν ότι τα κυριότερα προβλήματα του 21ου αιώνα θα εμφανιστούν από την ανισότητα μεταξύ Βορρά-Νότου. Mία ενδελεχής ανάλυση, όμως, των ποιοτικών στοιχείων που βαθμιαία και σταθερά κυριαρχούν στη Μέση Ανατολή, μετά το πρώτο κύμα της «Αραβικής Άνοιξης», καταδεικνύει ότι η περιοχή βαδίζει, μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον, προς ένα συντηρητικό ισλαμικό χειμώνα, ο οποίος εκλαμβάνει το Δυτικό πολιτισμό ως απειλή. Γιατί όμως;
Στη σύγχρονη Μέση Ανατολή, η οποία διαμορφώθηκε μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας , ο πρυτανεύων παράγοντας στη συνείδηση της πλειοψηφίας των κατοίκων υπήρξε η διείσδυση και επιρροή της Ευρώπης, και αργότερα της Αμερικής, ως προέκτασης της Ευρώπης, καθώς επίσης ο μετασχηματισμός που προκάλεσε στις μουσουλμανικές κοινωνίες της περιοχής. Στην ουσία, ιστορία της Μέσης Ανατολής κατά τον 20ο αιώνα είναι μια ιστορία ταχυτάτης μεταβολής, η οποία προκλήθηκε εκ των έξω καθώς επίσης και του τρόπου που εσωτερικεύθηκε η μεταβολή αυτή, μοιράζοντας τους ανθρώπους σε αυτούς που την αποδέχθηκαν και σε αυτούς που την απέρριψαν. Αν και η μεταβολή επέφερε σαρωτικές αλλαγές, η υπόγεια αντιπαράθεση μεταξύ αυτών που επιθυμούν οι αλλαγές να συνεχιστούν και σε αυτούς που τις απορρίπτουν, εν ονόματι του Ισλάμ, υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει.
Η «Αραβική Άνοιξη» δείχνει πως αυτή η αντιπαράθεση γέρνει προς το μέρος των δευτέρων.
Για τους συντηρητικούς και ριζοσπάστες ισλαμιστές, η «Αραβική Άνοιξη» είναι κατά βάθος μία εκπεφρασμένη επιθυμία να συνεχίσει η αναστροφή της επιρροής του δυτικού πολιτισμού, όπου στη θεολογική και φιλοσοφική τους σκέψη αποτελεί τη μεγαλύτερη καταστροφή που έλαβε χώρα στον κόσμο του Ισλάμ. Κατά το παρελθόν, ο όρος «ιμπεριαλισμός» χρησιμοποιείτο για να προσδιορίσει τη Δυτική επιρροή. Σήμερα, ο όρος αυτός εγκατελείφθη, αφού πλέον δεν γίνεται πειστικός λόγω του ότι η βραχεία περίοδος της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας στην περιοχή έχει καταστεί μακρινό παρελθόν, με μοναδική εξαίρεση την εμπλοκή των ΗΠΑ στο Ιράκ. Τον όρο «Ιμπεριαλισμός», ως μορφή δυτικής επιρροής, αντικατέστησε ένας άλλος, τον οποίο εφηύρε ο Αγιατόλαχ Χομείνι τη δεκαετία του 1980 για τις ΗΠΑ: «Μεγάλος Σατανάς».
Ο «Μεγάλος Σατανάς», γι΄ αυτούς, δεν είναι πλέον ο εδαφικός κατακτητής αλλά ο πολιτιστικός ισοπεδωτής του Ισλάμ. Εδώ αξίζει κάποιος να διαβάσει το θρησκευτικό λόγο που αναπτύχθηκε επ’ εσχάτων από τους ριζοσπάστες ισλαμιστές σε σχέση με τις δημόσιες καρατομήσεις δυτικών ομήρων. Ένας λόγος, που έχει τη βάση του στη σύγκρουση δύο πολιτισμών, όπου στα μάτια των απορριπτικών μουσουλμάνων αυτή η μάχη έχει το χαρακτήρα μίσους και φόβου για την δελεαστική, μα πάνω απ’ όλα διαβρωτική δύναμη του δυτικού τρόπου ζωής.
Αυτή η πάλη στη Μουσουλμανικό Κόσμο, στην παρούσα ιστορική φάση, βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο. Βρίσκεται στο στάδιο της σταθεροποίησης. Αλλάζουν σταδιακά οι πηγές της πολιτικής και κοινωνικής νομιμότητας, με το Ισλάμ να αποκτά ολοένα και πιο κεντρικό ρόλο. Όταν πλέον ολοκληρωθεί το μεταβατικό στάδιο από την «Αραβική Άνοιξη» στον «Ισλαμικό Χειμώνα», τότε μόνο θα αντιληφθούμε αυτό που ο Χάντινγκτον έγραψε τη δεκαετία του 1990, ότι δηλαδή οι πολιτισμικές περιοχές θα γίνουν πιο ευδιάκριτες λόγω του συγκρουσιακού χαρακτήρα που θα λάβουν.