Τα παραδείγματα των αγίων, τα συναξάρια, δεν τα διαβάζουμε για να τα εφαρμόσουμε- είναι αδύνατον ό,τι διαβάζουμε να το μεταφέρουμε στη ζωή μας.
Δεν μπορούμε, παραδείγματος χάριν, εμείς που δεν έχουμε το κουράγιο να σταθούμε έστω μία ώρα μέσα στην Εκκλησία, να μιμηθούμε τον άγιο Αλύπιο τον Κιονίτη, που έζησε 53 χρόνια πάνω σε ένα στύλο. Καθώς όμως διαβάζουμε το βίο του, λέμε: «Θεέ μου, τί χάρι έδωσες σε αυτό τον άνθρωπο! Πώς είχε τέτοια αντοχή, υπομονή και ζήλο!
Τί αγάπη πρέπει να είχε η ψυχή του!». Τότε, προσευχόμαστε στον Άγιο: «Άγιε του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών»? και αμέσως επιστρέφουμε προς τον Κύριο και λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς». Αυτή η προσευχή απορρέει με μεγάλη φυσικότητα μέσα από το μεγαλειώδες παράδειγμα ενός ενχριστωμένου και χαριτωμένου ανθρώπου.
Διαβάζουμε λοιπόν ένα κείμενο, που μιλάει για ασκητικά κατορθώματα ή μαρτυρική ζωή, για ύψιστες εκφράσεις της αγάπης προς το Θεό, και συγκρίνουμε ταπεινά τον εαυτό μας με αυτό το μέτρο. Η σύγκριση αυτή μας βάζει πάντοτε στον παρονομαστή. Ο παρονομαστής διευκολύνει την ταπείνωση και η σύγκριση προσελκύει τη χάρι του Θεού. Το θράσος της δήθεν κατανόησης των μυστηρίων του Θεού ή της ψευτοεμπειρίας των ευλογημένων καταστάσεων εξαφανίζεται.
Άλλοτε πάλι, συναντώντας στα ασκητικά βιβλία το σοφό φρόνημα που περικλείει η έκφραση «πάντες σώζονται, εγώ δε μόνος απόλλυμαι», ανεβάζουμε τους άλλους μέσα μας και υποβιβάζουμε το εγώ μας. Στην καρδιά και στη σκέψη μας οι άλλοι υπερτερούν? σώζονται τη στιγμή που εμείς χανόμαστε και καταστρεφόμαστε με δική μας υπαιτιότητα. Μπορεί άραγε μέσα σε αυτό το φρόνημα να ευδοκιμήσει μια κατάκριση , μια έπαρση, μια σκληροκαρδία;
Υπάρχει και ένας άλλος τρόπος να καλλιεργήσει κανείς την εσωτερική ταπείνωση. Το εγώ μας εκφράζεται είτε βουλητικά ως απαίτηση, είτε συναισθηματικά ως δικαίωμα και υπερβολικές ευαισθησίες, ή διανοητικά ως πείσμων άποψη και δύσκαμπτη γνώμη. Θωπεύοντας το εγώ μας δεν μπορούμε να ακούσουμε τον αδελφό μας και γι’ αυτό αδυνατούμε να ακούσουμε τη φωνή του Θεού. Αρνούμαστε να υιοθετήσουμε στη ζωή μας και να κατανοήσουμε το θέλημα του άλλου και γι’ αυτό δυσκολευόμαστε να δεχθούμε το θέλημα του Θεού. Θεού. Οι αδελφοί μας δόθηκαν για να αποτελούν τις αόρατες εικόνες του Θεού στη ζωή μας. Επιτρέποντας το πέρασμα του θελήματός τους στη ζωή μας, διευκολύνουμε το θέλημα του Θεού να υιοθετηθεί απ’ αυτήν. Σκεπτόμενοι τα δικά τους δικαιώματα και όχι τα δικά μας, διακρίνουμε τα δικαιώματα του Θεού στη ζωή μας. Ακούγοντας με σεβασμό τη δική τους άποψη, αφήνουμε το φωτισμό του Θεού να λειτουργήσει μέσα μας. Όταν λοιπόν φοβάται κανείς το θέλημά του, δεν εμπιστεύεται την κρίση του και αρνείται τα δικαιώματά του, μένει προστατευμένος απ’ αυτά και αρχίζει να συστέλλει το εγώ του. Αυτά όλα μας ταπεινώνουν και ταυτόχρονα μας ελευθερώνουν…
Από το βιβλίο: «ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ – Άνθρωπος μεθόριος – Από τα αναπάντητα διλήμματα – Στα περάσματα της «άλλης λογικής» Εκδόσεις: «Εν πλω»