Θα λέγαμε πώς υπάρχει στο κυριακοδρόμιο της Εκκλησίας μας μια φθινοπωρινή τριλογία σχετικά με το πάθος του πλουτισμού και τον ίδιο τον πλούτο, της οποίας τριλογίας μέρος είναι η αυριανή παραβολή του άφρονα πλούσιου.
Τα άλλα δύο μέρη αναφέρονται στην παραβολή του πλούσιου γείτονα του δικαίου Λαζάρου πού είδαμε προ δεκαπέντε ημερών και του πλούσιου νέου της ιγ΄Κυριακής πού θα συναντήσουμε σε λίγες μέρες. Ο λόγος είναι προφανής και έχει ξαναδιατυπωθεί από δώ.
Ο χειμώνας είναι βαρύς για κάθε φτωχό και πένητα και ο άνθρωπος κάθε εποχής, δεν έχει το δικαίωμα να περιχαρακώνεται ειδωλολατρικά στην θεραπεία και λατρεία του εαυτού του και της απληστίας του, αλλά να κοιτάζει τον αδελφό του πού στερείται, γιατί κάθε εποχή ακμής ή παρακμής, κάθε χειμώνας, σε καιρό ειρήνης ή πολέμου είναι δυσβάσταχτος για τον ταπεινό λαό της γης.
Οι διατάξαντες την σειρά των περικοπών πατέρες και ερμηνείς του χρόνου στην Εκκλησία μας, ορθώς μιμούνται τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος προ του βαρέως χειμώνος και του λιμού της Ιουδαίας, προέβαλλε ως επαίτης δια Χριστόν την επαινετή λογία, τον έρανο για τους πάσχοντες και υστερούμενους αδελφούς.
Καν ο Ιερός Χρυσόστομος ορίζει τον πλούτο ως κάτι το άψυχο και αδιάβλητο, το οποίο δεν μπορεί να είναι κακό, παρά μόνον στην άκριτη διαχείριση του από τον καθένα μας, ο ίδιος ωστόσο πατέρας παραδέχεται πώς οι πλούσιοι είναι ελεεινότεροι ζητιάνοι από τους φτωχούς, γιατί αναπτύσσουν μια αρρωστημένη εξάρτηση από τα υλικά αγαθά, από την ακόρεστη δίψα για πλούτο και έτσι εξαχρειώνονται και γίνονται δούλοι της ύλης.
Ο ίδιος ο Χριστός αντιδιαστέλλει μεταξύ Θεού και μαμμωνά, της χαλδαϊκής θεότητας του πλούτου, διακηρύσσοντας πώς κάθε άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι ή δούλος στον Θεό ή δούλος στον μαμμωνά.
Η πρόκριση αυτού του δαιμονίου, αυτού του πάθους, έναντι όλων των άλλων σε αντιδιαστολή με την λατρεία του Θεού, αποδεικνύει τον μεγάλο και επικίνδυνο πειρασμό, αυτού του σκοτεινού έρωτα. Ρίζα πάντων κακών η φιλαργυρία. Η απληστία στην πράξη της κατήντησε τα έθνη υπόδουλα και δυστυχισμένα, ενώ η πονηρή μεθοδεία των οικονομιστών εξαθλίωσε συνειδήσεις, λαούς και πρόσωπα.
Και πόσο ακριβά το πληρώνουμε όλοι σήμερα, την εποχή της περιβόητης οικονομικής κρίσης! Όταν υποδουλωθήκαμε στο χρήμα, υποδουλωθήκαμε στην θεραπεία ποικίλλων παθών και αλλοίμονο χάσαμε και την πνευματική και την σωματική μας περιουσία και ελευθερία.
Αδηφάγος ο άνθρωπος, καταστροφικός για την φύση, καταστροφικός για τον αδελφό του, επινοητικός στην εύρεση τρόπων, ώστε να πληρώσει τον οφθαλμό και την κοιλία με αγαθά υλικά και πρόσκαιρα, εις βάρος κάθε συνειδησιακής ηθικής, κάθε αξίας, έναντι και ενάντια του Δικαιοκρίτου Θεού! Και το τραγικότερο όλων;
Όταν αναπτύσσουμε συζήτηση ή διδασκαλία ή απλώς διανοούμαστε επί της παραβολής πού θα διαβαστεί αύριο, πλάθουμε αυτομάτως και έχουμε προ οφθαλμών μας έναν απρόσωπο πλούσιο άνθρωπο, δυστυχισμένο και τάχα διαφορετικό από εμάς τους καθαρούς πένητες. Με απλά λόγια εντελώς διαφορετικό από τον ενάρετο και πτωχό μας εαυτό.
Είναι ξεκάθαρο και κατανοητό πώς ορισμένοι άνθρωποι είναι περισσότερο ικανοί προς το πλουτίζειν με έντιμούς ή ανέντιμους τρόπους. Και άλλοι φαντάζουν πιό ευνοημένοι από τα συμβάντα και τα γεγονότα, ενώ ο γραφικός φιλάργυρος και μεγαλοκαρχαρίας είναι ευδιάκριτα πρόσωπα στο κοινωνικό στερέωμα.
Ποιος όμως θα διακρίνει την αφροσύνη της απληστίας και της ικανοποίησης του εγώ στις καθημερινές μέριμνες και στα μικροσυμφέροντα μας; Ποιός όμως θα έχει το θάρρος και την διάκριση να κατατάξει τον εαυτό του μετά του άφρονος πλούσιου, έστω και αν οι δικές του επιθυμίες και δραστηριότητες, έστω και οι θυσίες των αξιών και της προσωπικότητας του μοιάζουν ελαχιστότερες από το «καπιταλιστικό κτήνος»;
Ο Χριστός δεν μίλησε για ποσότητες αλλά για ποιότητα χαρακτήρα, βιώματος, επιλογών. Η απληστία, η αδιαφορία για τον άλλο, η θεραπεία της αυτού μεγαλειότητας του εαυτού μας, η σύλληψη μεγαλόπνοων σχεδίων χωρίς μνήμη θανάτου και ταπείνωσης, δεν αφορά αποκλειστικά τα υψηλά οικονομικά στρώματα,τα οποία συχνά αφορίζουμε από την σωτηρία λόγω κοινού φθόνου, αλλά το καθένα μας, τον καθένα άνθρωπο, τον άνθρωπο του μέσου όρου, επιρρεπή πάντα στα πάθη του.
Η Εκκλησία αυτή την περίοδο προβάλλει το εκκλησιαστικό αγαθό της νηστείας. Το ονομάζουμε αγαθό γιατί είναι από πολλές απόψεις. Και εκκλησιαστικό γιατί δεν είναι επιλογή προσωπική, αλλά κοινωνική έκφραση ολόκληρου του σώματος, κοινή εξωτερική έκφραση πού ερμηνεύεται ως δόσιμο της Εκκλησίας και του καθένα μας χωριστά προς τον κόσμο πού στερείται και πάσχει. Όταν νηστεύω εκτιμώ την αξία της ολιγάρκειας, εκτιμώ το δίκαιο και την αδικία ταυτόχρονα, γιατί γίνομαι σπλαχνικότερος στους λιγότερο ευνοημένους.
Η στέρηση με βοηθά στην ταπείνωση, στην μνήμη του πρόσκαιρου, με φέρνει στην θέση αυτού πού στερείται και αδικείται, αυτού πού μοιράζεται την κοινή φύση και πορεία με μένα, στην φιλοσοφία και υπέρβαση του θανάτου. Ο θάνατος τρομάζει τους υλοπαθείς και τους αμαρτωλούς, αυτούς πού αγαπούν τον εαυτό τους και όχι τους φιλοσόφους των ουσιαστικών πραγμάτων αυτού του βίου. Και πάνω απ’ όλα με την νηστεία ξεριζώνω την καταραμένη φιλαργυρία. Δεν ζω για μένα, αλλά ο Χριστός πού μορφώνεται και ζεί μέσα μου, αρχίζει και ζει για τον άλλο, γίνεται ο άλλος.
Μοιράζομαι το ψωμί μου και κάτι περισσότερο: το στερούμαι για να το διανείμω. Η αφροσύνη της απληστίας, η τρέλα του ειδώλου εγώ θεραπεύεται με αυτό το μοίρασμα και το δώσιμο.
Ας βγούμε λοιπόν από την φυλακή του εαυτού μας, μήπως βρούμε την πραγματική ελευθερία. Η Εκκλησία μας δίνει συνεχώς πνευματικές ευκαιρίες και αφορμές με έμπρακτα παραδείγματα και μακρές περιόδους επιστροφής, όπως αυτή η σαρακοστή των χριστουγέννων. Ας την εκμεταλλευτούμε στο έπακρον!