Από τις προσευχές που μας παρέδωσαν οι άγιοι, η ευχή του Ιησού, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», είναι η πιο εύχρηστη, λόγω της συντομίας της, και η πιό καρποφόρα, όταν επιτελείται αδιάλειπτα μέσα στην καρδιά. Αλλά για να κατορθωθεί και να καρποφορήσει η ευχή του Ιησού -και να καρποφορήσει σημαίνει να εξορίσει από την καρδιά τα πάθη και τους δαίμονες και να εγκαταστήσει σ’ αυτήν το Χριστό- χρειάζεται πολύς καιρός και πολλή βία, δηλαδή, εντατικός ψυχοσωματικός αγώνας.
Με τη βία φτάνει ο άνθρωπος από τη μη καθαρή προσευχή -εκείνη που συμπλέκεται με τις εμπαθείς μνήμες και τους λογισμούς- στην καθαρή και αρρέμβαστη προσευχή. Σ’ αυτή την προσευχή, τη μόνη αληθινή, ο νους, παραμένοντας μέσα στην καρδιά, είναι προσκολλημένος αποκλειστικά στο Θεό, αφού κατόρθωσε ν’ απαλλαγεί από κάθε περισπασμό.
Οι μικρές προσευχές, οι λιγόλογες και περιεκτικές, βοηθούν πολύ το νου να συγκεντρωθεί, γι’ αυτό οι άγιοι πατέρες συνήθιζαν να τις επαναλαμβάνουν αδιάλειπτα. Με τη συνεχή επανάληψη ανάγκαζαν το νου τους να παραμένει δεμένος με το όνομα του Κυρίου και σκόρπιζαν όλους τους λογισμούς. Οι μικρές αυτές προσευχές ήταν διάφορες. Ο αββάς Κασσιανός μας πληροφορεί, ότι στην Αίγυπτο χρησιμοποιούσαν τον ψαλμικό στίχο: «Ο Θεός, εις την βοήθειάν μου πρόσχες- Κύριε, εις το βοηθήσαί μοι σπεύσον» (Ψαλμ. 69:2).
Ο άγιος Ιωαννίκιος δοξολογούσε συνέχεια την Αγία Τριάδα: «Η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον. Τριάς Αγία, δόξα σοι». Και ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος γράφει για έναν ασκητή, που νύχτα-μέρα προσευχόταν με τούτα μόνο τα λόγια: «Εγώ ως άνθρωπος ήμαρτον, συ δε ως Θεός συγχώρησον». Αναμφίβολα θα υπήρχαν και πολλές άλλες σύντομες προσευχές. Τελικά, όμως, επικράτησε η ευχή του Ιησού, που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα από μοναχούς και λαϊκούς.
Μεγάλη είναι η σπουδαιότητα της ευχής, γιατί, με τη σωστή άσκησή της, επιτυγχάνεται η επιστροφή του νου στην καρδιά -ή, μ’ άλλα λόγια, η ενοποίηση της ουσίας του νου με την ενέργειά του, που διασκορπίζεται προς τα έξω μέσω των αισθητηρίων- και στη συνέχεια η ανάβασή του ως το Θεό. Αν ο νους, μετά την ανάβασή του στο Θεό, παραμένει σταθερά σ’ Αυτόν, αποκτά την αδιάλειπτη μνήμη Του.
Στην πιστή καρδιά η μνήμη του Θεού συνοδεύεται φυσιολογικά από τα αισθήματα της ευσέβειας, της ευγνωμοσύνης, της ελπίδας, της απόλυτης εμπιστοσύνης στο θείο θέλημα και άλλα παρόμοια. Επειδή τα αισθήματα αυτά είναι πνευματικά, η ευχή του Ιησού, που γεννά και συγκρατεί τη μνήμη του Θεού, ονομάζεται πνευματική προσευχή.
Όταν, όμως, δεν συνοδεύεται από πνευματικά αισθήματα, είναι απλά μια λογική προσευχή. Η προσεκτική, καθαρή και αρρέμβαστη ευχή γεννάει κάποια θερμότητα μέσα μας. Είναι η φωτιά που ανάβει ο Θεός στα χωράφια των καρδιών μας, κατακαίγοντας τα αγκάθια των παθών και των δαιμόνων και γεμίζοντάς τα με το πνεύμα και τη χάρη Του. Μέσα σ’ αυτή τη θερμότητα και την καθαρή προσευχή γεννιέται στην καρδιά ο θείος έρωτας για τον Ιησού. Βλέπετε, από όλες τις αρετές πιο πολύ η προσευχή εμπνέει στον άνθρωπο τον θειο έρωτα, επειδή φτερώνει το νου και τον ανεβάζει ως το Θεό.
(Αγ. Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Ο δρόμος της ζωής», Ι.Μ.Παρακλήτου)