“μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών” (Ματθαίος ε, 3).
Την ακόλουθη ιστορία μας τη διηγείται ο Παλλάδιος.
Στη γυναικεία μονή τής Ταβέννης, πού μόναζαν την εποχή εκείνη περισσότερες από τετρακόσιες καλόγριες, έλαμψε με την αρετή της και η παρθένος Ίσιδώρα. Αυτή η μακαρία, για την αγάπη του Χρίστου υποκρινόταν την σαλή, εξευτελίζοντας κάθε μέρα τον εαυτό της. εξυπηρετώντας σαν αγορασμένη δούλη, όλες τις αδελφές, χωρίς εξαίρεση. Εκείνες πάλι, σαν να γύρευαν μ’ αυτό νά την ανταμείψουν, την περιφρόνησαν τόσο, πού κι’ από την τράπεζα κι’ από την Εκκλησία ακόμη την έδιωχναν. Έτσι η Ίσιδώρα έτρωγε τ’ αποφάγια πού περίσσευαν στα Φορούσε κουρέλια κι’ έκανε τις πιο ταπεινωτικές δουλειές του Μοναστηριού,πιάτα, ζαρωμένη στο τζάκι του μαγειρείου κι’ άκουγε την ακολουθία της χειμώνα-καλοκαίρι στα σκαλοπάτια της Εκκλησίας. Ήταν αδύνατο να περάση ήμερα χωρίς νά τη βρίσουν, να την κτυπήσουν ή το λιγότερο να την περιπαίξουν οι άλλες καλόγριες. Κι’ αυτή τα δεχόταν όλα αυτά, σαν δροσάτη ανθοδέσμη με την οποία έπλεκε το αμάραντο στεφάνι της δόξης της. Ποτέ δεν αντιλόγησε, δε φιλονίκησε, δεν έδειξε σημάδι ανυπομονησίας.
Και νά πώς ο Θεός έκανε φανερή σ’ όλους την αρετή της: Στο απέναντι βουνό ασκήτευε ένας Άγιος Ερημίτης, ο Αββάς Πιτηρούν. Περνούσε με μεγάλη στέρηση και παίδευε πολύ το σώμα του. Θα ήταν αυτό ίσως αφορμή πού του ήλθε κάποτε λογισμός: Άραγε είναι άλλος σ’ αυτό τον τόπο πού νά σε φτάνη στην αρετή;Την νύχτα είδε στον ύπνο του Άγγελο Κυρίου.
– Σήκω και πήγαινε στο γυναικείο Μοναστήρι, τον πρόσταξε. Εκεί θα βρής μία παρθένο με διάδημα στο κεφάλι. Αυτή είναι ασύγκριτα ανώτερη σου.
Ο Αββάς Πιτηρούν δεν έχασε καιρό. Μόλις ξημέρωσε, πήρε το ραβδάκι του και τράβηξε για το γυναικείο Μοναστήρι. Οι καλόγριες του έκαναν μεγάλη υποδοχή, γιατί είχε φήμη Αγίου σ’ όλον εκείνο τον τόπο. Ό Αββάς πήγε στην Εκκλησία και ζήτησε από την Προεστώσα νά του παρουσιάσει όλες τις αδελφές, νά τις γνωρίση προσωπικά. Του έγινε αμέσως η επιθυμία. Μία-μία περνούσαν μπροστά απ’ τον Αββά όλες οι καλογριές, έβαζαν μετάνοια και στέκονταν στα στασίδια τους. Εκείνος παρατηρούσε προσεκτικά, μα δεν έμεινε ευχαριστημένος. Δεν είδε ανάμεσα τους εκείνη, πού του είπε ο Άγγελος, και λυπήθηκε.
Σαν πέρασε κι’ η τελευταία, ρώτησε ο Αββας, αν υπήρχε άλλη.
-Όχι, του αποκρίθηκαν, εδώ είμαστε όλες.
-Αδύνατον, είπε ζωηρά ο Αββάς. Πρέπει να ύπαρχη ακόμη μία. Εκείνη, χάριν της όποιας έκανα όλη αυτή την οδοιπορία.
-Έχομε ακόμη μία καλόγρια στο Μοναστήρι, αναγκάστηκε νά φανερώσει ή προεστώσα μπροστά στην επιμονή του Γέροντος, αλλά είναι σαλή, γι’ αυτό δεν την λογαριάζομε με την αδελφότητα.
Ας έλθη κι’ αυτή, είπε ο Αββάς.
Με πολλή βία οδήγησαν την ταπεινή Ίσιδώρα μπροστά στον Όσιο, ξυπόλυτη, κουρελιασμένη, κατάμαυρη από τους καπνούς του μαγειριού. Μόλις την αντίκρισε εκείνος, έμεινε σαν μαρμαρωμένος από την έκπληξη. Το παλιομάντηλο πού σκέπαζε την κεφαλή της και που οι αδελφές της το αηδίαζαν, έλαμψε στα μάτια του σαν ολόχρυση κορώνα. Ύστερα έπεσε στα γόνατα και της είπε, με φωνή που έτρεμε από συγκινήσει:
-Ευλόγησέ με, Όσία.
Αλλά η ταπεινή Ίσιδώρα έσκυψε και του φίλησε τα πόδια.
-Εσύ ευλόγησε με, Άγιε Πάτερ.
Παραξενεμένες οι καλόγριες άπ’ όσα έβλεπαν μπροστά τους, είπαν στον αββά:
-Μην εξευτελίζεις έτσι τον εαυτό σου. Αυτή είναι σαλή. Εκείνος όμως τις κατακεραύνωσε με το αυστηρό του βλέμμα:
-Σεις όλες είσθε σαλές και ανόητες. Αυτή εδώ είναι πολύ ανώτερη κι’ από σας κι’ από μένα. Της αξίζει νά λέγεται Αμμάς (πνευματική μητέρα). Είθε νά μας αξίωση ο Θεός νά βρεθούμε στο πλευρό της στη Δευτέρα Παρουσία.
Κατόπιν διηγήθηκε τι του είχε αποκαλύψει ο Θεός για την μακαρία Ίσιδώρα.
Σαν τ’ άκουσαν οι καλόγριες, έπεσαν στα γόνατα κι’ εζήτησαν συγχώρηση από την αδελφή τους κι’ εξομολογήθηκαν στον Όσιο τα μαρτύρια πού ως τη στιγμή εκείνη της είχαν κάνει.
Άλλη την κορόιδευε από το πρωί ως το βράδυ, άλλη την περιέλουζε με ακάθαρτα νερά, άλλη της έτριβε τη μύτη με σινάπι. Δεν βρέθηκε ούτε μία, που να μην την είχε με κάποιο τρόπο βασανίσει.
Ο Όσιος έκανε προσευχή γι’ αυτές να συγχώρηση ο Θεός τις απερισκεψίες τους.
Ύστερα γύρεψε την Όσία Ίσιδώρα να την παρακάλεση να δώση κι’ αυτή τη συγχώρηση στις αδελφές της, μα δεν την βρήκαν πουθενά. Πρόλαβε κι’ έφυγε κρυφά από το Μοναστήρι, για ν’ αποφύγη τον ανθρώπινο έπαινο, και κανείς δεν έμαθε ποτέ που τελείωσε τη ζωή της.