1. «Όταν δοξολογήσεις, χρησιμοποιώντας περικοπές της Αγ. Γραφής, όσο μπορείς, και απευθύνεις ύμνο στο Θεό, τότε να αρχίσεις και να λες με ταπεινοφροσύνη: «Εγώ, Κύριε, δεν είμαι άξιος να σου μιλήσω, γιατί είμαι πολύ αμαρτωλός».
Ακόμη κι αν η συνείδησή σου δεν σε ελέγχει για κάτι κακό, έτσι πρέπει να λες, γιατί κανείς δεν είναι αναμάρτητος, παρά μόνον ο Θεός. Γιατί, ενώ κάνουμε πολλά αμαρτήματα, τα περισσότερα ούτε τα γνωρίζουμε. Γι’ αυτό ο Απ. Παύλος λέει: «Η συνείδησή μου δεν με ελέγχει για τίποτε, αλλά με αυτό δεν είμαι δικαιωμένος» (Α΄ Κορ. 4, 4). Δηλαδή, πολλά αμαρτήματα κάνω, αλλά δεν τα αντιλαμβάνομαι. Γι’ αυτό και ο προφήτης λέει: «Ποιός θα μπορέσει να αντιληφθεί τα παραπτώματά του;» (Ψαλμ. 18,13).
Ώστε λοιπόν δεν ψεύδεσαι, εάν πεις τον εαυτό σου αμαρτωλό. Γιατί, αν και είσαι λογικός, αμαρτάνεις και μόνο με το να λες ότι δεν είμαι αμαρτωλός! Λέγε λοιπόν καλύτερα: Είμαι αμαρτωλός περισσότερο απ’ όλους τους αμαρτωλούς, γιατί παραβαίνω την εντολή που ορίζει: «Όταν κατορθώσετε όλα όσα σας διέταξε ο Θεός, πρέπει να λέτε ότι είμαστε δούλοι άχρηστοι, γιατί εκείνο που είχαμε χρέος να κάνουμε, αυτό κάναμε» (Λουκ. 17, 10). Έτσι θα πρέπει να σκέπτεσαι πάντοτε, ότι είμαι άχρηστος!
Επίσης και τούτο: «Με την ταπεινοφροσύνη να θεωρεί ο καθένας σας όλους τους άλλους ανώτερους από τον εαυτόν του» (Φιλιπ. 2,3).
Να προσεύχεσαι λοιπόν στο Θεό με φόβο και ταπεινοφροσύνη.
Όταν λοιπόν απευθύνεις λόγο ταπεινοφροσύνης και πεις: «Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, γιατί μακροθύμηοες για τα παραπτώματά μου και με άφησες ατιμώρητο μέχρι τώρα. Γιατί εγώ ήμουν άξιος να πάθω ήδη πολλά δεινά και να απορριφθώ από το πρόσωπό Σου, αλλ’ η ανεξίκακη φιλανθρωπία Σου μακροθύμησε σε μένα. Σ’ ευχαριστώ, αν και δεν είμαι ικανός να ευχαριστήσω την ανεξικακία σου».
Κι όταν τελειώσεις και τα δύο, και τη δοξολογία και την ταπεινοφροσύνη, τότε λοιπόν ζήτησε αυτό που έχεις ανάγκη να ζητήσεις. Όχι πλούτο, όπως προανέφερα, όχι επίγεια δόξα, όχι υγεία τού σώματος. Γιατί Αυτός σε έπλασε και φροντίζει για τη σωτηρία σου και γνωρίζει τι συμφέρει στον καθένα, είτε να υγιαίνει είτε να ασθενεί. Αλλά να ζητάς, σύμφωνα με την εντολή που πήρες, τη βασιλεία του Θεού (Ματθ. 6, 33). Γιατί για τις ανάγκες του σώματός σου, όπως είπα, Αυτός θα φροντίσει».
(Μεγ. Βασιλείου, απ’ το έργο του «Ασκητικαί Διατάξεις»)
2. «Κι αν ακόμη βρίσκεσαι στην αγορά, μπορείς να συγκεντρωθείς και να ψάλλεις στον Θεό, χωρίς να ακούει κανείς, αφού κι ο Μωυσής έτσι προσεύχεται και εισακούστηκε. Γιατί λέγει, «Γιατί φωνάζεις σ’ εμένα;» (Εξ. 14,15). Αν και δεν είπε τίποτα, αλλά φώναζε μέσα του. Γι’ αυτό και μόνο ο Θεός άκουσε.
Γιατί δεν υπάρχει εμπόδιο κι όταν περπατάς να προσεύχεσαι νοερά και να είναι η σκέψη σου στους ουρανούς».
(Αγ. Ιωαν. Χρυσοστόμου, απ’ την Θ΄ Ομιλία του «Προς Κολασσαείς»)
3. «Να μην προσεύχεσαι με παρρησία, έστω κι αν αισθάνεσαι καθαρότητα για τον εαυτό σου, αλλά μάλλον πλησίασε με πολλή ταπεινοφροσύνη, και θα λάβεις περισσότερη παρρησία.
Κι αν ακόμα έχεις ανεβεί όλη την κλίμακα των αρετών, να προσεύχεσαι για την άφεση των αμαρτιών σου, ακούγοντας τον Παύλο να φωνάζει και να λέει για τους αμαρτωλούς, «πρώτος από τους οποίους είμαι εγώ» (Α‘Τιμ. 1,15).
Άλλη η αγαλλίαση που νιώθουν κατά την προσευχή οι αδελφοί που ζουν στα κοινόβια, κι άλλη εκείνη που δημιουργείται στους ησυχαστές. Η πρώτη ίσως να συνοδεύεται κι από κάποια κενοδοξία, ενώ η άλλη είναι γεμάτη από ταπεινοφροσύνη».
(Αγ. Ιωαν. της Κλίμακας, απ’ τον ΚΗ΄ Λόγο του «Περί της ιεράς και μακαρίας προσευχής»)