Μετά από λίγο καιρό στις 25 Σεπτεμβρίου του 1969 ο παππούς Χατζηφλουρέντζος επιστρέφοντας από το περβόλι, επισκέφθηκε τη νύμφη του Σαλώμη λέγοντας ότι είναι άρρωστος και ενίωθε ενοχλήσεις στο στομάχι. Εν τω μεταξύ ο γιος του ο Γιακουμής είχε εμφανίσει ένα εξόγκωμα στο λαιμό και οι γιατροί πίστευαν πως ήταν όγκος, γι’ αυτό και ο Γιακουμής μετέβηκε στην Αγγλία για εγχείρηση, χωρίς να το πουν κανένας στον πατέρα του για να μην τον στεναχωρήσουν. Τότε ο παππούς λέει στα παιδιά του: «Δεν μου έχετε πει τίποτα, όμως γνωρίζω πως ο γιος μου ο Γιακουμής είναι στην Αγγλία για να εγχειρήσει το εξόγκωμα που έχει. Μάθετε πως το εξόγκωμα αυτό δεν είναι τίποτε. Ειδοποιείστε τον λοιπόν να έρθει, γιατί θα τον περιμένω μέχρι την Παρασκευή.1 Θα φύγω από αυτό τον κόσμο». «Τι είναι αυτά τα λόγια πατέρα;», του λέει ο γιος του ο Αντωνής. «Το κάθε τι έρχεται με την ώρα του γιέ μου. Θα πεθάνω, γι’ αυτό τηλεφωνείστε στο Γιακουμή να έρθει».
Προηγουμένως η νύφη του παππού η Μερόπη είχε γράψει στον άντρα της το Γιακουμή μία επιστολή λέγοντάς του και για την κατάσταση του πατέρα του χωρίς να το πει στον γέροντα. Όταν αυτή επισκέφθηκε τον πεθερό της αυτός της είπε: «Έγραψες γράμμα στον Κούμα, έτσι δεν είναι; Του έγραψες ότι τέσσερεις μέρες έχουν απομείνει στον πατέρα του; Γνωρίζω ότι ο γιος μου πήγε στην Αγγλία για να κάνει εγχείρηση το κουβάρι στο λαιμό του.» Η Μερόπη έμεινε έκπληκτη και γυρνώντας στο σπίτι της ειδοποίησε τον σύζυγο της τηλεφωνικώς, λέγοντας του κατά γράμμα τα λόγια του πατέρα του. «Αχ βρε Μερόπη, εσύ τα έκανες όλα», της είπε αργότερα ο πεθερός της χαριτολογώντας. «Ο νυμφίος έφτασε και εσύ τον έστειλες (το Γιακουμή) να πάει». Ο Γιακουμής τότε σχεδόν αμέσως και με τη βοήθεια των δικών του στην Αγγλία βρήκε πτήση και επέστρεψε τρεις μέρες αργότερα, τα χαράματα της 10ης Οκτωβρίου 196
Το οσιακό τέλος του Χατζηφλουρέντζου
Επιστρέφοντας το απόγευμα της 25ης Σεπτεμβρίου από το χωράφι ο παππούς ενίωσε αδιαθεσία και έλεγε ότι δεν ήταν καλά. Η Σαλώμη του πρόσφερε φρέσκο κουλούρι, αλλά αυτός έλεγε πως δεν μπορούσε να φάει τίποτε και πως κάτι είχε στο στομάχι. Έφαγε μόνο μισό κουλούρι εκείνη την ημέρα. Από τις 26 του Σεπτέμβρη ως τις 10 του Οκτώβρη δεν έβαλε τροφή στο στόμα του παρά μόνο τρία κουταλάκια τσάι κατόπιν πολλών πιέσεων. «Θα πιώ ένα κουταλάκι τσάι για τη σύζυγό μου, ένα για τη Σαλώμη και ένα για το Αντωνή», τους είπε.
Ο παππούς πλέον ήταν άρρωστος και αδύναμος. Του είπε τότε ο γιος του ο Σιάηλος: «Πατέρα θα κριματιστείς που δεν τρώεις τίποτε. Θέλεις να βγάλεις τη ψυχή σου με το ζόρι;». «Είναι διαταγή γιέ μου», του απάντησε δείχνοντας τον ουρανό. «Ήρθε η ώρα μου. Τούτα τα μωρά που τώρα γεννήθηκαν κατάλαβαν τη στράτα μου και εσείς ακόμα… Είναι διαταγή. Μόνο πάρτέ με στο μοναστήρι να κάνω μπάνιο μέσα στο αγίασμα». Όταν πήγε κοντά του ο γιος του ο Αντωνής, του λέει ο πατέρας του: «Να πάεις να ζητήσεις το κλειδί της Αυγασίδας από τον παπά Αντρέα». «Γέρο, δεν πηγαίνω άλλη φορά να ζητήσω το κλειδί. Πήγα προηγουμένως και το ζήτησα, πήγε και η Σαλώμη με τη Χαρίκλεια και δεν το έδωσε σε κανένα». «Πήγαινε», του λέει «και σήμερα θα σου το δώσει και να του πεις να έρθει ο ίδιος».
Λέει μετά ο παππούς στη Χαρίκλεια και τη Σαλώμη: «Παιδιά μου, το κλειδί θα έρθει σήμερα να πέσει εδώ», δείχνοντάς τους την κούπα με το νερό που είχε για να πλένεται. Βρήκε τότε ο Αντωνής τον π. Αντρέα στο παντοπωλείο και του ζήτησε να του δώσει το κλειδί. «Μα θέλεις να χάσω τη δουλειά μου;», του απαντά ο ιερέας. «Μα αυτός είναι ακίνητος στο κρεβάτι, σχεδόν νεκρός», επέμενε ο Αντωνής. Τον παρακάλεσαν και ο Λεβέντης μαζί με το δάσκαλο το Γιαννάκη που ήταν εκεί και παρακολουθούσαν τη συζήτηση. Τότε αυτός λυπήθηκε, πήγε στο σπίτι του και έφερε το κλειδί. Μόλις το πρόσφερε στον Αντωνή, αυτός θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα του και λέει στον ιερέα: «Μου είπε πρέπει να πάεις εσύ να του το δώσεις». Ξεκίνησαν τότε μαζί με τον π. Αντρέα και τον Αντρέα Λεβέντη για το σπίτι του Χατζηφλουρέντζου. Όταν έφθασαν, ο ιερέας πρόσφερε το κλειδί στο γέρο λέγοντας με χαρά: «Έλα Χατζή και σου το έφερα και ότι θέλεις να μου πεις να σου το κάνω». Τότε αυτός του ζήτησε να το αφήσει μέσα στην κούπα με το νερό. Έτσι έγινε όπως προείπε ο παππούς. Μετά από λίγο σκούπισε το κλειδί και είπε με τη χαμηλή και αδύνατή του φωνή στον ιερέα: «Δάσκαλε, εγώ δεν μπορούσα να πάω και να μην πάρω το κλειδί τούτο. Αυτό είναι το κλειδί της Κύπρου».
Τα παραπάνω λόγια δεν είναι εύκολο να τα καταλάβει κανείς. Το σίγουρο πάντως είναι πως σε όλη του τη ζωή ο Χατζηφλουρέντζος δεν συνήθισε να λέει περιττά η άστοχα λόγια.
Την επομένη, ημέρα του Αγίου Ανδρονίκου, στις 9 Οκτωβρίου, τον μετέφεραν στη μονή της Παναγίας της Αυγασίδας, κατόπιν έντονων παρεναίσεών του. «Δε θα φύγω παιδιά μου, θα μείνω εδώ», είπε στους δικούς του.1 Φορτώνοντάς τον στα χέρια τους ο γιος του Αντωνής και η Σαλώμη, τον πέρασαν από όλες τις εικόνες για να προσκυνήσει. Μόλις προσκύνησε και την τελευταία εικόνα έγινε κατάμαυρος. Φοβήθηκαν τότε οι γυναίκες πως πέθανε και η κόρη του παππού η Χαρίκλεια έκλεγε. «Μη φοβάστε και δεν πέθανε», τους λέει ο Αντωνής.
Τον ξάπλωσαν τότε μπροστά από την εικόνα της Παναγίας και τη νύκτα την πέρασε εκεί. Σιγά-σιγά το χρώμα του επανήλθε. Γύρω στις 4:00 το πρωί επέστρεψε από την Αγγλία και ο Γιακουμής. Το πρωί λοιπόν φώναξαν τον ιερέα της Γύψου π. Νικόλα, μετά από παράκληση του παππού και τον αδελφό του παππού πατήρ Μιχαήλ να τον κοινωνήσουν και να του κάνουν το Άγιο Ευχέλαιο. Μαζί τους πήγε και ο Γιακουμής αλλά του είχαν πει οι υπόλοιποι να μείνει έξω έως ότου τον μεταλάβουν μη τύχει και φύγει από αυτό τον κόσμο ακοινώνητος. Από τους επτά αποστόλους και τα επτά ευαγγέλια είχαν αναγνώσει τους επτά αποστόλους και τα έξι ευαγγέλια. Τότε σταμάτησαν, τον μετάλαβαν γιατί πίστεψαν ότι δεν θα προλάβουν και συνέχισαν. Μετά το Άγιο Ευχέλαιο μπήκε μέσα ο γιος του ο Γιακουμής. Ο παππούς τότε έκανε να τον αγκαλιάσει, πέρασε το χέρι πάνω από τον ώμο του και όπως το προείπε ξεψύχησε αφού περίμενε να δει το γιο του. Ήταν το πρωινό της Παρασκευής 10 Οκτωβρίου 1969.
Μετά την κοίμηση του παππού ο πατήρ Νικόλας είπε τα λόγια τούτα: «Γνωρίζω το δρόμο του ανθρώπου αυτού και σας λέω ότι εάν αυτός ο άνθρωπος δεν πάει στον παράδεισο, τότε κανένας μας δεν πρόκειται να πάει εκτός από αυτά τα νεογέννητα βρέφη». «Μα εσείς οι ιερείς δε θα είσαστε οι πρώτοι στον παράδεισο;», τον ρωτά με περιέργεια ο Σιάηλος. «Εμείς οι ιερείς», του απαντά, «έχουμε τις περισσότερες αμαρτίες από όλο τον κόσμο. Εμείς», είπε, «κουβαλάμε τις αμαρτίες και των υπολοίπων».
Στον επικήδειο λόγο ο Θεολόγος κ. Παρασκευάς είπε μεταξύ άλλων: «Έχει έναν Άγιο η Μηλιά…»
Τα πιο πάνω είναι παρμένα από το βιβλίο “Ο άνθρωπος του Θεού από τη Μηλιά Αμμοχώστου” έκδοση β’ 2011