Τον έφεραν εις τον τόπον της καταδίκης. Ητοίμασαν την αγχόνην.
– Εσκότωσες τον άνθρωπον!
– Όχι!
– Γίνε Τούρκος!
– Κύριε Ιησού Χριστέ!
Δύο η τρεις Τούρκοι με πλατέα σαρίκια, παριστάμενοι εις τον απαίσιον τόπον, ήρχισαν να νουθετούν τον κατάδικον.
– Έλα εις την αληθινήν πίστιν, άνθρωπε, να γλυτώσης… Δεν λυπάσαι τα νιάτά σου;
– Γίνε, γκιουζέλ Γκιαούρ, γίνε Τούρκος! Δεν έχεις γονείς; Δεν λυπάσαι τη μάννα σου;
– Παντρεμένος είσαι; Δεν λυπάσαι τα παιδιά σου;
Ο Κωσταντής είχεν ολιγοψυχήσει και πάλιν. Εκρατήθη η φωνή του.
– Θα γίνης; Τ? απεφάσισες;
– Όχι! Δεν κολάζω την ψυχή του νοννού μου, που μ? εβάφτισε.
Ο δήμιος έσυρε το σχοινίον.
– Θα γίνης Τούρκος;
– Η τελευταία ώρα σου!
– Όχι! Δεν κολάζω τον νοννό μου!
Ο δήμιος ητοίμασε την θηλειάν.
– Σύρε λοιπόν εις τον Άδην, άπιστε!
– Μνήσθητί μου, Κύριε!
Καί μετ? ολίγα λεπτά, ο νέος ήσπαιρε κρεμάμενος εις την αγχόνην…
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης