του πατρός Στέφανου Φρήμαν
« Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλειπες»
Η κραυγή του Χριστού στο Σταυρό, ή οποία παρέπεμπε στον 22ο Ψαλμό, μπορεί κάλλιστα να είναι η κραυγή του σύγχρονου ανθρώπου στην καθημερινή του ζωή. Γενικά έχουμε μια εμπειρία του κόσμου χωρίς την παρουσία του Θεού. Όταν Τον αντιλαμβανόμαστε, είναι επειδή κάναμε ειδική προσπάθεια και κυρίως επειδή αναφερόμαστε σε αφηρημένες έννοιες και όχι στον ίδιο τον κόσμο. Οι σύγχρονοι Χριστιανοί μένουν σταθερά μακριά από τα Άγια Μυστήρια. Όλο και περισσότερο περιγράφουν την Θεία Ευχαριστία και το Βάπτισμα ως «άδεια» σύμβολα, ή ενέργειες που αναφέρονται σε ιδέες και όχι σε πρακτικά μέσα της χάριτος. Ο Θεός δεν είναι στο νερό, δεν γίνεται ψωμί και κρασί, λένε.
Ωστόσο, η κραυγή του Χριστού στο Σταυρό περιγράφει επίσης μια ιστορική στιγμή, η οποία παρόλο που τώρα είναι γεμάτη θρησκευτικό συναισθηματισμό, αρχικά ήταν χωρίς θρησκευτικό περιεχόμενο. Η σταύρωση του Χριστού ήταν η πολιτική εκτέλεση ενός εγκληματία. Περιείχε τόσο Θεό όσο και δεκάδες άλλες σταυρώσεις που προηγήθηκαν τους προηγούμενους μήνες. Ο κατηγορούμενος είχε σίγουρα θρησκευτικούς οπαδούς και πολλούς θρησκευτικούς εχθρούς. Η αναφορά Του σε μια «Βασιλεία ουκ εκ του κόσμου τούτου» έκανε τον τοπικό άρχοντα να σταματήσει για ένα λεπτό, αλλά δεν ήταν αρκετή να εμποδίσει την εκτέλεσή Του. Αυτός ο δισταγμός μπορεί να οφειλόταν σε κάποια Ρωμαϊκή δεισιδαιμονία (όπως το κακό όνειρο την γυναίκας του Πιλάτου) αντί στην αμφιβολία για την απονομή δικαιοσύνης.
Για τους οπαδούς του Χριστού, ο θάνατός Του στο Σταυρό φαίνεται να ήταν μια στιγμή έντονης απουσίας. Η σύλληψη, ο ξυλοδαρμός και τα βασανιστήρια καθώς και η καταδίκη Του, τους άφησε σε αταξία. Βρίσκονταν σε σύγχυση και απορία για την τροπή που πήραν τα γεγονότα και η οποία ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με τις υποσχέσεις που φανέρωναν τα θαύματά Του. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος που περπατά πάνω στο νερό να βασανίζεται και να σταυρώνεται; Μήπως πλανήθηκαν όταν σκέφτονταν ότι ήταν ο Μεσσίας; Ήταν μήπως κάποιος απατεώνας;
Η ανάσταση του Χριστού τούς φάνηκε το ίδιο απρόσμενη. Κανείς δεν είχε παραμείνει στον τάφο Του περιμένοντάς την ανάστασή Του. Ακόμα και αυτοί που Τον είδαν μετά την ανάστασή Του έπρεπε να μάθουν να κατανοούν. ( Λουκ.24.45)
Ωστόσο για μας ο Σταυρός έχει μεταμορφωθεί- όχι τόσο εξ αιτίας του έργου του Θεού- όσο από στρώματα θρησκευτικού συναισθήματος που κρύβουν την πραγματικότητά του και συγκαλύπτουν την κένωσή του. Ο Απ. Παύλος έγραφε συστηματικά για την αδυναμία του Σταυρού. Όταν περιγράφει το Σταυρό ως τη δύναμη του Θεού, το κάνει για να δείξει τη Θεία ειρωνεία. Σήμερα ο Σταυρός, ως θρησκευτικό σύμβολο έχασε την έννοια την ειρωνείας. Για πολλούς ο Σταυρός δεν σχετίζεται με τη σταύρωση του Αθώου. Είναι περισσότερο ένα πολιτικό σύμβολο και ιδεολογικό σχήμα παρά η αποκάλυψη την κένωσης του Θεού.
Στην τοπική μου επαρχία στο Τενεσσί, η συντηρητική δεξιά κατάφερε να ανεβάσει ένα πανό με τη φράση «Εμπιστευόμαστε το Θεό» έξω από το δικαστήριο. Αποτελεί απόδειξη για το πώς η τοπική Χριστιανική πλειοψηφία κατάφερε να πλήξει τις ενοχλητικές προσπάθειες των τοπικών αθεϊστών και όσων υποστηρίζουν το «διαχωρισμό κράτους και Εκκλησίας». Ωστόσο καμιά ομάδα δεν αντιπροσωπεύει την κένωση του Χριστού στο Σταυρό. Αυτό το κενό είναι πιθανόν να βρίσκεται στους χώρους που κανένας δεν θέλει να αγγίξει: το τεράστιο χάσμα κενότητας είναι ο κατασκότεινος καθρέπτης κάθε ανθρώπινης ψυχής.
Ο Εσταυρωμένος είναι η απόλυτα ψυχρή παρουσίαση της απουσίας του Θεού. Είναι η φαινομενική νίκη του θανάτου έναντι της ζωής- ο θρίαμβος της έλλειψης νοήματος και η εξύψωση της ωμής βίας. Καμία ανθρώπινη εμπειρία απουσίας και κενού, ανομίας και κοινοτοπίας δεν φτάνουν το θάνατο του Χριστού στο Σταυρό. Η αποτυχία να συνδέσουμε τη σταύρωση του Χριστού με το δικό μας κενό εστιάζεται στη δική μας απροθυμία να δούμε αυτό το κενό. Το να δεχόμαστε τον αναστημένο Χριστό χωρίς το κενό του Σταυρού (ή να θέλουμε το Σταυρό να υπάγεται στην ανάσταση), είναι σαν να ελαττώνουμε την ανάσταση από το αληθινό πλήρωμά της. Ωστόσο, έτσι δεν θανατώνουμε τον εαυτό μας με το θάνατο του Χριστού, αλλά ενωνόμαστε με την ανάστασή Του για το δικό μας θρίαμβο. Ο παλαιός άνθρωπος δεν θέλει να πεθάνει- αντιθέτως προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τον αναστημένο Κύριο για να στηρίξει τη δική του αφήγηση.
Για να ενωθούμε με τον αληθινό και ζώντα Θεό κατά τη διάρκεια του ταξιδιού για επίτευξη αυθεντικότητας,, δεν πρέπει να αποφεύγουμε το σκοτάδι της ανθρώπινης δυστυχίας ή την σκοτεινή απειλή της έλλειψης νοήματος, γιατί ο Σταυρός στέκεται ακριβώς σε αυτό το σημείο.
«τούτο φρονείτε εν υμίν ο και εν Χριστώ Ιησού, ος εν μορφή θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα θεώ, αλλά εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος· και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» ( Φιλιππ. 2, 5-8).
Ο εκκοσμικευμένο κόσμος είναι ένας κόσμος σταυρωμένος. Έχοντας αδειάσει από κάθε υπερβατικότητα, κάθε Θείο μυστήριο, ο κόσμος του ανθρώπου έχει απλώσει τα χέρια του στο σκληρό ξύλο του σταυρού, παρόλο που γονατίζει ταυτόχρονα με χαρά για να παίξει στα ζάρια τα δικά του ενδύματα. Είναι ένας κόσμος που δεν έχει εγκαταλειφτεί από το Θεό, αλλά που ο ίδιος έχει εγκαταλείψει το Θεό. Και όμως παρόλα αυτά, ο Χριστός κρεμάται στο μέσο της κοσμικότητας γιατί ο Σταυρός είναι η κατ’ εξοχήν κοσμική στιγμή. Αυτό το ταυτόχρονο Θεανθρώπινο θαύμα της Σάρκωσης αποτελεί την απόλυτη ειρωνεία. Λόγω της εγκατάλειψης του Θεού από τον κόσμο, ο ίδιος ο κόσμος ενώνεται με Τη Σταύρωση Του.
«τον μη γνόντα αμαρτίαν υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν, ίνα ημείς γενώμεθα δικαιοσύνη θεού εν αυτώ» (Β΄ Κορ. 5, 21)
Αν μη τι άλλο πρέπει να φυλάσσουμε τους εαυτούς μας από το είδος της αγιότητας που ωραιοποιεί την παγερότητα του Σταυρού ή πανεύκολα μεταστρέφει το γεγονός αυτό σε δογματικό. Το κύριο πρόβλημα του ανθρώπου δεν είναι διανοητικό αλλά υπαρξιακό. Όπως έλεγε ο γέροντας Σωφρόνιος:
«Να στέκεσαι στο χείλος της αβύσσου ώσπου να μην μπορείς να αντέξεις. Ύστερα, πιες ένα φλιτζάνι τσάι».