του Δημήτρη Λυκούδη-Θεολόγου-Φιλόλογου-Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών -Για το “Αγιορείτικο Βήμα”
Πέρασε αρκετός καιρός για να καταλάβω ότι δεν είναι εύκολο να συνεννοηθείς με τους Χριστιανούς. Απόλυτοι, αδέκαστοι, προσηνείς μα καχύποπτοι, χαμογελαστοί μα μνησίκακοι, ¨ανυπόκριτοι¨ μα κακόβουλοι στην υποκρισία τους.
Τόσοι Χριστιανοί, τόσες θεολογίες, τόσες θεωρίες, τόσα δόγματα, κάθε πιστός και δόγμα, κάθε άνθρωπος και προσωπική εκκλησιαστική αποτύπωση. Ασφαλώς, δεν αναφέρομαι στους πιστούς Χριστιανούς, σε όσους αγωνίζονται με πόνο ψυχής και κοπετό δακρύων για να μη λυπήσουν τον Ουρανό.
Αναφέρομαι στους ¨πιστούς – άπιστους¨, στους νεοφώτιστους και πεφωτισμένους, στους ¨καλώς έχοντες και μηδέν κατέχοντες¨, στους αυτοθέλητα χρισμένους ιεραποστόλους και φωστήρες της οικουμένης, στους ¨πνευματικούς¨ θεολόγους – αθεόλογους, στους ξεμωραμένους κήρυκες της αδιαντροπιάς, στους ¨πιστούς¨ ποδηγέτες της απανταχού παγκοσμιότητας.
Παραμένουν στην πάλαι ποτέ, και αβάσιμη πλέον, θεωρία της ¨εμφυτοκρατίας¨[1] και καμώνονται φίλαυτα ότι προικίσθηκαν με φυσιοκρατικές γνώσεις ή ακόμη χειρότερα, πίστεψαν πως καλλιεργώντας την επικρατούσα σήμερα θεωρία της ¨εμπειριοκρατίας¨[2], σχετικά με τη μάθηση, έμαθαν να δημιουργούν και να συνθλίβουν ανθρώπινες προσωπικότητες και ψυχές όποτε αρέσκονται και ενοχλούνται! Η δε αλήθεια, πόρρω απέχει από τέτοιες συμπεριφορές…
«Όλη του η Θεωρία, που βάση είχε την Αγάπη, τρίκλιζε κ΄ έπεφτε. Φρικτό ξετυλιζότανε τώρα το θέαμα της ζωής μπροστά του.
Τα φυτά συρομαδιούνται και παλεύουνε για ν΄ αρπάσουνε όσο μπορούνε πιότερο φως κι αέρα. Τα έντομα, τα ζώα, οι άνθρωποι κηνυγούνται και σκοτώνονται – πότε φανερά, στήθος με στήθος, σαν εχτροί, πότε κρυφά κι αγκαλιασμένοι, μ΄ ένα φιλί γλυκό, τόσο γλυκό, που σκοτώνει»[3]. Και αναρωτιέσαι για ποιόν γράφει ο ποιητής και ποιόν άραγε κατακεραυνώνει με τη διάδραση της γραφίδας του! Εδώ ταιριάζει αυτό που έγραφε ο φιλόσοφος: «Το άκουσες; Έμαθες; Δεν κάνει να τρώμε ανθρώπους».
Στην Ορθόδοξη ανθρωπολογία ο πιστός ησυχάζει και υπομένει, ετερόκλητος προβαίνει και από-βαίνει όπου ενταχθεί υπέρ της πολυπόθητης διακονίας. Ποια διακονία άραγε! Πλήθυνε ο κόσμος μας από διακόνους, πλήθυνε ο κόσμος συνάμα από ξεδιαντροπιά, απάνθρωπη και βρωμερή δούλεψη , που στο όνομα της ¨αγάπης¨ διαγράφει και Θεό και άνθρωπο και παρόν και παρελθόν και έσχατα. Να ντρέπεσαι ενώπιον του Θεού, να ντρέπεσαι ενώπιον του Ουρανού, και τότε, τότε φαντάζομαι δεν είσαι , δεν είμαι μακριά, μαθαίνουμε να αγαπάμε ανθρώπινα, αρχοντικά, καθάρια και αιώνια. «Διαλέγω τον ανήφορο, γιατί κατά κει με σπρώχνει η καρδιά μου. ¨Απάνω! Απάνω! Απάνω!¨ φωνάζει η καρδιά μου, και την ακολουθώ μ΄εμπιστοσύνη»[4].
Αγωνιζόμαστε για τον Ουρανό και λησμονούμε τα ουράνια. Πασχίζεις να αποκτήσεις φρόνηση Θεού και παραφρονείς τους άλλους και ως παράφρων για τον κόσμο, ως ¨εχέφρων¨ για τον εαυτό σου πολιτογραφείς τ΄ όνομά σου στη χορεία των αρνητών του Χριστού, στη χορεία των αρνητών του ανθρώπου. Και λίγο αντίδοση, και λίγο αντάλλαγμα, και λίγο μιαρότητα και λίγο Θεός και όλα προχωρούν μακάρια και απεργάζεσαι τον παρόντα βίο ¨χριστιανικά¨ και ¨ιλαρός¨ στην όψη, έτοιμος πάντοτε να βάλεις ¨διαβολοταπείνωση¨ με κριτήριο τα μάτια των άλλων, την αριθμητική ποσότητα να σκέπτεσαι όσων σε είδαν και άκουσαν! Άραγε,με αφορμή αυτή τη συμπεριφορά διατύπωσε η Πατερική Θεολογία την οντολογική προτεραιότητα στον όρο ¨σχέσ稨 και ¨πρόσωπο¨;[5]
Οι χριστιανοί που βιώνουν Χριστό φαίνονται, αγωνίζονται να αποποιούνται κάθε καλού και ενάρετου που εξελίσσεται γύρω τους. Σπουδάζουν την αγάπη και θυσιαστικά προχωρούν και έχουν το μεγαλείο το αγγελικό, το πανευφρόσυνο και παναμώμητο θάρρος να καταθέτουν την περιορισμένη γνώση τους και να βροντοφωνάζουν ότι «ουδέν οίδα». Όσοι αυτοχρισμένοι ¨σωτήρες¨, παρακαλώ, με αγάπη Χριστού, ¨σώσατε εαυτούς πρώτον¨, αρκεστείτε σε αγαπολογίες στον καθρέφτη σας και ανασκουμπωθείτε, δεν είναι γήπεδο η Εκκλησία, η Θεολογία δεν κεντρίζει συναισθηματικά και ρομαντικά τις καρδιές των ανθρώπων, δεν τα μάθαμε όλα επί της γης, έχει κόπο ακόμη ¨πιστοί¨ αν επιθυμούμε να γίνουμε. «Με λόγια, με φυσιογνωμία, και με τρόπους μια εξαίρετη θα κάμω πανοπλία. Και θ΄ αντικρύζω τους κακούς ανθρώπους χωρίς να έχω φόβον ή αδυναμία» [6].
¨Φεύγε και σώζου¨ από τους ¨πιστούς – άπιστους¨ εσύ που επιθυμείς και αγωνίζεσαι Χριστόν τον Κύριον της Δόξης για να δεις. Την υποκρισία πολεμώ, όχι την πτώση, την καχυποψία που βλέπω στα μάτια σου. Αν πάλι σε πτώση στέκεις, καλύτερα δύνασαι να κατανοήσεις τα γραφόμενά μου, διότι ¨εν οίδα¨ ότι σε ¨πτώση ειμί¨. Αγωνίζου λοιπόν τον ¨καλόν αγώνα¨ της πίστεως, μην ωραιοποιείς τον πλάνον κόσμο, μην τρως ανθρώπους, μην καταδυναστεύεις ανθρώπινες στο όνομα του Χριστού ψυχές. Στάδιο η παρούσα κατάσταση, αθλητές στέκουμε ενώπιον των αδελφών μας. Και να ενθυμείσαι: «Δε χώνουμαι, μη χαίρεσαι. Μου αρέσει στο φως να πολεμώ παλικαρίσια»[7].
Παραπομπές:
1.Για τη θεωρία της ¨εμφυτοκρατίας¨ βλ. σχ., Παπαδόπουλου Νίκου, Ψυχολογία, Αθήνα 2003, σελ. 276-281.
2.Βλ. σχ., Παπαδόπουλου Ν., Λεξικό της Ψυχολογίας, Σύγχρονη διδακτική, Αθήνα 2005, σελ. 304-307.
3. Καζαντζάκη Νίκου, Σπασμένες Ψυχές, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2007, σελ. 175.
4.Καζαντζάκη Ν., Ασκητική, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1985, σελ. 29.
5.Μπέγζου Μάριου, Ψυχολογία της Θρησκείας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996, σελ. 84-92.
6. Καβάφη Κωνσταντίνου, Άπαντα Ποιητικά, Ύψιλον, Αθήνα 2004, σελ. 108.
7. Καζαντζάκη Ν., Θέατρο, Τραγωδίες με αρχαία θέματα, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1995, σελ. 68.