του Ηλία Βουλγαράκη, Καθηγητή Θεολογικής Σχολής
Η αγάπη αποτελεί την αιτία της υπάρξεως των όντων και το κριτήριο της συμπεριφοράς τους. Σχετικά με το κριτήριο της συμπεριφοράς θυμίζουμε τη διδασκαλία του αποστόλου Παύλου τη γνωστή ως ύμνο της αγάπης (Α΄ Κορ. 13, 1-13)·
Ωστόσο, η αγάπη ως κριτήριο συμπεριφοράς δεν αφορά μόνο την αγαθή συμπεριφορά αλλά και την αντίθετή της, δηλαδή την αμαρτία. Και πράγματι η αμαρτία είναι μορφή αγάπης. Δεν μπορεί δε να είναι τίποτε το διαφορετικό, μια και η αγάπη είναι, το ανώτερο.
Η αμαρτία, βέβαια, είναι μια μορφή αγάπης διάστροφη. Η διαστροφή αυτή συνίσταται. στην αντιστροφή της αποκαλυμμένης, με την ενανθρώπηση, μορφής αγάπης, που λειτουργεί, στο σχήμα: κένωση, μετάβαση, πρόσληψη. Η αμαρτία αποτελεί μια μορφή ψευδοκενώσεως, που οδηγεί αναγκαστικά σε μια ιδιοτελή και καθόλου θετική και δημιουργική πρόσληψη. Αυτός που προσλαμβάνεται δεν αντικρίζεται ως πρόσωπο αλλά ως αντικείμενο προς εκμετάλλευση. Με τον τρόπο όμως αυτό δεν δημιουργείται καμιά αληθινή κοινωνία, γιατί ο αντισυμβαλλόμενος ανακαλύπτει τελικά τη χρησιμοποίησή του και δεν διατίθεται να τη συνεχίσει. Έτσι τελικά η αμαρτωλή πρόσληψη καταπίπτει σε μια αυτοπρόσληψη που δεν οδηγεί, βέβαια, στην κοινωνία αλλά στη μόνωση. Αυτή η αναδίπλωση της αγάπης στον ίδιο της τον εαυτό, δηλαδή η αυταγάπη, δεν είναι άλλο παρά ο εγωισμός. Έτσι ενώ η φυσιολογική αγάπη οδηγεί στην κοινωνία και πλουτίζεται από αυτή, η αμαρτία αποτελεί στην ουσία της αντικοινωνική στάση και συμπεριφορά.
Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο εγωισμός στην απόλυτη μορφή του που περιγράφτηκε παραπάνω, δηλαδή στην καθολική άρνηση των πάντων, σπάνια κάνει την εμφάνισή του. Στην περίπτωση όμως που συμβαίνει αυτό, συντελεί στην αποδιοργάνωση της υπάρξεως, η οποία μπορεί να οδηγήσει τον αμαρτωλό ακόμα και σε αυτή την παραφροσύνη. Αλλά ο εγωισμός, και στην απόλυτη ακόμα μορφή του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμα αντίθετος της αγάπης αλλά παρουσία που αντιτίθεται στην αγάπη μέχρις ενός ορισμένου ορίου. Γιατί αν ο εγωισμός ήταν το ισοδύναμα αντίθετο της αγάπης, τότε η ύπαρξη του εγωιστή, όπως είπαμε και προηγουμένως, θα μεταβαλλόταν σε ανυπαρξία. Το αδύνατο εξαφανίσεως του εγωιστή οφείλεται στην ίδια την ουσία του εγωισμού, που και στην πιο ακραιφνή του μορφή δεν παύει να είναι αγάπη, έστω και διάστροφη. Αυτό το ψήγμα αγάπης δίνει συνοχή στην ύπαρξη.
Η Κόλαση είναι αποτέλεσμα της αγάπης
Ότι η κόλαση είναι αποτέλεσμα της αγάπης γίνεται πιο δύσκολα παραδεκτό από την άποψη της προηγούμενης παραγράφου πως η αμαρτία είναι μορφή αγάπης. Η βασική δυσκολία βρίσκεται στο γεγονός ότι στο νου των ανθρώπων η κόλαση έχει πάρει από παλιά μια συγκεκριμένη μορφή, πίσω από την οποία κυριαρχεί η ιδέα ενός Θεού που τιμωρεί. Από την αντίληψη αυτή ξεκίνησε μια αίρεση και διατυπώνεται μια απορία.
Η αίρεση είναι η λεγόμενη «αποκατάσταση των πάντων», δηλαδή η διατύπωση της πίστεως ότι τελικά τόσο οι αμαρτωλοί όσο και ο διάβολος θα λάβουν την άφεση των αμαρτιών τους από τον Θεό και θα επιστρέψουν σε Αυτόν. Πίσω από τον ισχυρισμό αυτόν κρύβεται η αντίληψη ότι η κρίση του Θεού θα λειτουργήσει ως ένα δικαστήριο όπου η κόλαση θα είναι ο τρομακτικός τόπος της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών, στον οποίο θα οδηγούνται με θρήνους και με μεταμέλεια. Με άλλα λόγια, η «αποκατάσταση των πάντων» διατυπώθηκε για να «περισώσει» την αντίφαση ανάμεσα στην αγαθότητα και τη δικαιοσύνη του Θεού.
Η απορία πάλι που διατυπώνεται σχετικά με την κόλαση κινείται προς την ίδια περίπου κατεύθυνση, μόνο που η αφετηρία της βρίσκεται στην ανθρώπινη εμπειρία. Ιδιαίτερα σήμερα που έχει καταργηθεί η θανατική ποινή, είναι σε πολλούς αδιανόητο ότι είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που αμαρτάνει «εν χρόνω» να τιμωρείται αιώνια.
Οι παραπάνω αντιλήψεις για την κόλαση δεν είναι αδικαιολόγητες. Στην Εκκλησία μας, πολύ συχνά και για ποιμαντικούς λόγους, διδάχτηκε μια τέτοια αντίληψη για την κόλαση. Ωστόσο, ταυτόχρονα διδάχτηκε, αλλά με χαμηλότερο τόνο της φωνής, ότι η πραγματική κόλαση είναι ο χωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό.
Το όλο πρόβλημα ξεκινάει από το νόημα που δίνει κανείς στην αμαρτία. Αν είναι παράβαση εντολής, τότε εισέρχεται ο άνθρωπος σε μια νομική σχέση με τον Θεό, όπου τελικά η κόλαση για τον παραβάτη είναι το φυσιολογικό επακόλουθο. Αν όμως η αμαρτία είναι ένα γεγονός που συμβαίνει στη διαπροσωπική σχέση, με άλλα λόγια ένας τραυματισμός της αγάπης, τότε η τιμωρία δεν είναι κάτι που έρχεται απ’ έξω, αλλά αποτελεί το φυσικό εσωτερικό επακόλουθο της αμαρτίας.
Στην περίπτωση όμως αυτή δεν είναι ο Θεός που τιμωρεί αλλά η παραχάραξη της αγάπης που ενέθεσε στο πλάσμα Του, αίτιος για την οποία είναι μόνο το ίδιο το πλάσμα, το οποίο, στην περίπτωση του ανθρώπου, μπορεί να μετανοήσει. Τούτο σημαίνει ότι, αν τιμωρείται από την αμαρτία του, αποδέχεται την τιμωρία. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή σε καθεμιά συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορεί να λογίζεται ο Θεός ως ο αίτιος της τιμωρίας, εκτός πια αν αναχθεί η ερώτηση στην αιτία που δημιούργησε έτσι τα πλάσματα, ώστε να τιμωρούνται τα ίδια από την παραχάραξη της αγάπης. Το ερώτημα όμως αυτό μετάγει το θέμα σε μια άλλη κατηγορία εννοιών, που δεν έχει στην παράγραφο αυτή θέση για να απαντηθεί.
Αλλά η αγάπη ως τιμωρία δεν λειτουργεί μόνο αρνητικά, δηλαδή ως αποτέλεσμα της παραφθοράς της, αλλά και θετικά, με την έννοια του πόνου που ασκεί στον αμαρτωλό η αμείωτη προσφορά σε αυτόν της αγάπης του Θεού.