Εκείνο το απόγευμα η όμορφη συνοικία της μεγάλης πολιτείας της δυτικής Ελλάδος είχε δεχθεί τη συντονισμένη επίθεση των Χιλιαστών.
Κρατώντας φυλλάδια και βιβλία στα χέρια οι αρνητές της Ορθοδοξίας χτυπούσαν τα κουδούνια των σπιτιών, για να ρίξουν το σπόρο της αιρέσεως στις ψυχές των πιστών.
Ο θεοφοβούμενος ενωμοτάρχης του Αστυνομικού Τμήματος της περιοχής, μη μπορώντας να τους εμποδίσει με τον Νόμο, παίρνει αμέσως στο τηλέφωνο μια γνωστή του κυρία, πιστή Χριστιανή.
— Κυρία Μακετίδου, αυτή την ώρα περνούν από σπίτι σε σπίτι Χιλιαστές. Οργώνουν την περιοχή μας. Κάντε ο, τι μπορείτε.
— Ευχαριστώ πολύ που με θυμηθήκατε, κύριε Ζωγραφάκη. Θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου κι ο θεός βοηθός.
Κλείνει το τηλέφωνο η κυρία Αγλαΐα και πέφτει αμέσως στα γόνατα μπρος στα εικονίσματα του σπιτιού παρακαλώντας τον Κύριο και την Υπεραγία Θεοτόκο να τη βοηθήσουν…
Σηκώνεται σε λίγο και ειδοποιεί με το τηλέφωνο μερικές φίλες της, πιστές Χριστιανές της συνοικίας, που πήγαιναν μαζί στη «Χριστιανική Ένωση».
Και χωρίς να χάσει καιρό βγαίνει από το σπίτι της και μπαίνει στο διπλανό, όπου ήξερε πως είναι άρρωστη στο κρεβάτι η οικοδέσποινα.
Μια άγνωστη κυρία με δυο μικρά παιδιά είναι καθισμένη δίπλα στη ν άρρωστη.
— Είμαστε Μάρτυρες του Ιεχωβά, αρχίζει να λέει με απαλή γλυκιά φωνή η ξένη βλέποντάς την, και ήρθαμε να σας μιλήσουμε για τον Κύριο. Θέλουμε να μάθετε και σεις την άλήθεια για να ζήσετε στη χαρά της Βασιλείας του Ιεχωβά…
— Είστε πλανεμένοι, τη διακόπτει η κυρία Αγλαΐα, ενώ η άρρωστη δείχνει πως ανακουφίσθηκε με την επέμβασή της. Αρνηθήκατε την Πίστη των Πατέρων μας. Μοιάζετε με τον Ιούδα. Μην ξεγελιέσθε! Ο Κύριος θα έρθει σαν δίκαιος τιμωρός και σας περιμένει τιμωρία…
— Πω! Πω! Καλέ τι γλώσσα είναι αυτή; παίρνει χαμογελώντας το λόγο η άλλη. Φαντάζομαι τι θα τραβάει ο άνδρας σου.
— Έτσι μιλάει κι ο άνδρας μου σ’ όσους καταπατούν την πίστη του Χριστού. ‘Εσύ όμως δεν λυπάσαι τα αθώα αυτά πλάσματα που σέρνεις μαζί σου; Τι λόγο θα δώσεις γΓ αυτά που τα μπόλιασες από τέτοια ηλικία με την αίρεση;
— Αυτό είναι το συμφέρον τους.
— Ώστε έτσι; Άντε τώρα! Σηκωθείτε και φύγετε το γρηγορότερο από εδώ, γιατί μολύνετε το σπίτι. Αυτό το σπίτι κι όλα γύρω είναι δικά μου.
— Μπα, είσαι τόσο πλούσια!…
— Δεν μιλάω για τα κτίρια. Μιλάω για τις ψυχές που είναι αδελφές μου. Βαφτιστήκαμε στην ίδια Κολυμβήθρα και κοινωνούμε από το ίδιο Αίμα του Χριστού μας. Δεν θα σας αφήσω να βλάψετε ούτε μία! Φύγετε αμέσως! Δεν χρειαζόμαστε τα φώτα σας. Έχουμε την Εκκλησία μας και το Ευαγγέλιο. Έχουμε την Παναγία μας…
Η Χιλιάστρια όμως δεν φαίνεται να συγκινείται. Μένει απαθής και στρέφεται χαμογελαστή προς την άρρωστη θέλοντας κάτι να της πει.
Βγάζει αμέσως τότε η κυρία Αγλαΐα από την τσέπη της ένα μικρό σταυρό και σταυρώνει στο κεφάλι τα παιδιά της άλλης λέγοντας: «Η Αγία Τριάς, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, να σας φωτίσει να γνωρίσετε την Ορθοδοξία και να γίνετε και κήρυκές της».
Σαν να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα η Μάρτυς του Ιεχωβά τινάζεται αμέσως και πηδάει μπροστά φωνάζοντας:
— Μη! Μη! Μη σταυρώνεις τα παιδιά μου! Μη! Φεύγουμε- εε…
Και ανοίγοντας βιαστικά την πόρτα κατέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια με τα παιδιά της και κρύφτηκε στη στροφή του δρόμου…
Από πίσω της βγήκε και η κ. Μακετίδου· κι αυτό που είδε στη γειτονιά την έκανε ν’ αναγαλλιάσει. Τρεις φίλες της και τέσσερα μεγάλα παιδιά του Λυκείου κρατώντας ξύλινους μεγάλους σταυρούς φώναζαν κάτω από τα μπαλκόνια και τα παράθυρα στις νοικοκυρές να διώξουν τους αιρετικούς, που τους είχαν επισκεφθεί.
— Δόξα σοι ο Θεός, είπε αναστενάζοντας και έκανε το σταυρό της, ενώ το πρόσωπό της λαμποκοπούσε από χαρά.
Δυο-δυο οι Χιλιαστές ξανάσμιξαν σε λίγο στη στάση του αστικού λεωφορείου κι έφυγαν σαν κυνηγημένοι.
Για άλλη μια φορά είχε νικήσει η Ορθοδοξία.
Γεωργίου Γ. Ψαλτάκη· Θεολόγου – Ιεροκήρυκος, Ήταν θαύμα της Παναγίας· 50 αληθινές ιστορίες, Έκδοσις Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», σελ. 31-33, Αθήναι 2013.