Ό Γέροντας της Καλύβας του αγίου Ακάκιου του νέου, Ιερόθεος Μοναχός, μας διηγήθηκε, ότι μεταξύ της Μονής Μεγίστης Λαύρας και της Σκήτης των Καύσο καλυβιών, στην περιφέρεια αυτή, ασκήτευε ένας ερημίτης, γνωστός με το όνομα Πανάρετος, ό όποιος μια μέρα, μετά από την καθιερωμένη προσευχή και τον κανόνα του, του ήρθε ή ιδέα να φτιάξει, μπροστά στη σπηλιά του, ένα μικρό κηπάκι, για να έχει σωματική άσκηση και απασχόληση και λίγη παράκληση από τα κηπευτικά πού θα καλλιεργούσε.
Μετά από πολλές μέρες αγώνα και με πολύ κόπο, επειδή τα μέρη εκείνα είναι πετρώδη, έσκαψε αρκετό μέρος και έφτασε σε ένα σημείο πού βρήκε μια πλάκα, ή οποία τον δυσκόλευε να προχωρήσει. Ήταν βραδάκι, ό Γέροντας αυτός, από την πολλή εργασία κουράστηκε και είπε με τη σκέψη του να σταματήσει ως εκεί το σκάψιμο. Ή περιέργεια όμως να μάθει, τι πλάκα είναι εκείνη και τι κρύβει μέσα, δεν τον άφηνε ήσυχο κι έτσι πήρε ένα σίδερο, το έβαλε σε μια γωνιά κι όταν σήκωσε λίγο την πλάκα, βγήκε από μέσα εύωδία άρρητη, πλημμύρισε όλος ό τόπος από ουράνιο άρωμα.
Ό ήλιος, από ώρα είχε βασιλέψει κι έπαιρνε να σκοτεινιάζει, τότε ό Γέροντας ερημίτης εκείνος, ξέχασε την κούραση πού είχε και βάλθηκε να σηκώσει όλη την πλάκα, την οποία τελικά κατόρθωσε να σηκώσει και τι να δει μέσα; Ή πλάκα έκρυβε κανονικό τάφο μέσα στον όποιον ήταν σώμα σε σχήμα κοιμωμένου άνθρωπου, πού ήταν ντυμένος Ιερά άμφια, ποιος ξέρει από πόσα χρόνια και φαινόταν σαν να είχε πεθάνει και ενταφιασθεί την προηγούμενη μέρα.
Στο μέρος εκείνο, μόνο ό Γέρων Πανάρετος είχε πολλά χρόνια πού ασκήτευε και δεν έτυχε να γνωρίζει κανείς εκεί γύρω, πού είχανε, άλλος 50 κι άλλος 60 χρόνια ασκητική ζωή και κανείς τους δε γνώριζε τίποτα για την άσκηση ή το θάνατο μεγάλου ασκητή και ερημίτη, όπως έδειχνε να ήταν ό ευλογημένος αυτός Άγιος.
Ό ερημίτης αυτός Μοναχός Πανάρετος, από τη χαρά για το εύρημα του κι από την πολλή εύωδία πού έβγαινε από το άγιο εκείνο λείψανο, έμεινε για πολλή ώρα ακίνητος, κατάπληκτος, κι όταν συνήλθε, από την πρώτη αυτή συγκίνηση, άρχισε με δάκρυα να προσεύχεται, να παρακαλεί και να λέγει: «Άγιε του Θεού σε ευχαριστώ πού φανερώθηκες σε μένα τον ανάξιο και αμαρτωλό, παρακαλώ την αγιοσύνη σου, πες μου ποιος είσαι; και πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε πού τελείωσες τον Ιερό αγώνα σου; Πού αφήκες τον έρημο τούτο τόπο και βρίσκεσαι στην αιώνια μακαριότητα; Έφ’ όσον ευδόκησε ό Θεός να σε βρω κι αξιώθηκα να δω την όψη σου, πες μου σε παρακαλώ ποιο είναι τ’ όνομά σου;»
Για μια στιγμή σκέφτηκε πώς πρέπει να πάει στο Μοναστήρι της Λαύρας, να αναφέρει το γεγονός και να ‘ρθουν οι Πατέρες της Μονής να παραλάβουν το άγιο αυτό λείψανο, με δόξες και τιμές όπως πρέπει σε έναν τέτοιο μεγάλο άγιο.
Μ’ αύτη τη σκέψη, προσευχόμενος, έμεινε πολλές ώρες ό Γέρων Πανάρετος. Κόντευε να ξημερώσει, από τον πολύ κόπο και την αγρυπνία, απόκαμε, τον πήρε για λίγο ένας ελαφρός ύπνος και τότε βλέπει τον Άγιο αυτόν να παρουσιάζεται μπρος του και με πολύ θυμωμένο πρόσωπο και αυστηρό ύφος να του λέγει:
«— Δε μου λες αββά, τι σκέφτεσαι να κάνεις;»
Ό Γέρων, με πολύ φόβο απάντησε:
«— Άγιε του Θεού, σκέφτηκα να ειδοποιήσω, άμα φέξει ό θεός την ήμερα, το Μοναστήρι της Λαύρας, για ναρθούν να σε πάρουν και να μην είσαι ‘δώ στην έρημο περιφρονημένος!»
Ό άγιος, πού ή στολή του έλαμπε σαν τον ήλιο, του είπε με αυστηρό και πάλι ύφος:
«— Δε μου λες Γέροντα, μαζί κάναμε εδώ τους αγώνες και την υπομονή, πού θέλεις εσύ να κανονίσεις για μένα και το λείψανο μου; Πώς θέλεις τώρα να με πάρουν από τον άγιο τούτο τόπο, στον όποιον, με τη δύναμη και τη χάρι του Θεού, αγωνίστηκα να -τον αποκτήσω περισσότερα από 50 χρόνια σκληρής και στερημένης ζωής;
Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να διαταράξεις τη μακαριά ησυχία, πού με τη δωρεά του Θεού το σώμα μου απολαμβάνει εδώ, ως την ήμερα τη μεγάλη εκείνη και επιφανή, της δευτέρας του Χριστού ενδόξου παρουσίας, πού θα λάβει ή ψυχή με το σώμα την αιώνια αμοιβή, από τον δίκαιο μισθαποδότη και κριτή Δεσπότη Χριστό και Θεό μας. Και τώρα σε παρακαλώ να βάλεις πάλι την πλάκα στη θέση της, όπως τη βρήκες και μέχρι την ήμερα πού θα σε πάρει ό Κύριος από τη ζωή αυτή, δε θα φανερώσεις τίποτα, από όσα είδες και άκουσες! Πρόσεξε, αν παρακούσεις θα πάθεις μεγάλο κακό από τον Κύριο».
Μ’ αυτά ξύπνησε ό Γέρο – Πανάρετος τρομαγμένος και παρακάλεσε τον άγνωστο και ανώνυμο εκείνον άγιο, να τον συγχωρέσει και θα κάνει κατά την επιθυμία του. Κάλυψε αμέσως τον τάφο, όπως του είπε ό άγιος και όταν γέρασε πολύ, άφησε το μέρος εκείνο και πήγε στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων οπού έζησε αρκετά χρόνια.
Ό Γέρο – Πανάρετος, πού είδε με τα μάτια του και έζησε το γεγονός αυτό, όταν προείδε το θάνατο του, τις τελευταίες μέρες της ζωής του, κάλεσε τους Πατέρες της Σκήτης, στους οποίους έκαμε γνωστό το γεγονός αυτό, χωρίς να φανερώσει λεπτομέρειες και την τοποθεσία.. Έτσι από το επιτίμιο αυτό του αγίου εκείνου ερημίτη, έμεινε και θα μείνει για πάντα άγνωστος, ό ευλογημένος και χαριτωμένος εκείνος Μοναχός και άγιος Ασκητής, στους ανθρώπους, αλλά γνωστός και με μεγάλη παρρησία στο Θεό.