Της Δήμητρας Συμεωνίδου
Τις ειδικότερες αντιρρήσεις του επί του νομοσχεδίου παρουσίασε από την Κομοτηνή, ο αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Δημήτρης Χριστόπουλος Ο υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων έθεσε πρόσφατα σε δημόσια διαβούλευση σχέδιο νόμου για την «οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα». Επί του σχεδίου αυτού, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, επισημαίνει τα ακόλουθα:
Στη νομοθετική αυτή προσπάθεια, το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων ουδόλως αξιοποιεί προγενέστερη πλήρη επεξεργασία σχεδίου νόμου της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου για τις σχέσεις Πολιτείας και θρησκευτικών κοινοτήτων που έχει εκπονηθεί ήδη από το έτος 2006. Επισημαίνεται ότι η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου είναι το αρμόδιο θεσμικό όργανο για τη διαμόρφωση προτάσεων πολιτικής σε θέματα δικαιωμάτων του ανθρώπου, λειτουργεί υπό τον εκάστοτε πρωθυπουργό και στην σύνθεσή του μετέχει εκπρόσωπος του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Επί της ουσίας, το προτεινόμενο Σχέδιο Νόμου έχει τόσες κακοτεχνίες και προβληματικές διατάξεις που, αν τελικώς ψηφισθεί από την Βουλή, περισσότερα προβλήματα θα δημιουργήσει παρά θα επιλύσει.
Ειδικότερα: Το Σχέδιο Νόμου αγνοεί τον οικουμενικό χαρακτήρα των θρησκειών (μονοθεϊστικών ή πολυθεϊστικών, παραδοσιακών ή μη) και αναδεικνύει ως υποκείμενο των ρυθμίσεών του τις τοπικές (ούτε καν εθνικές) θρησκευτικές κοινότητες.
Τις ειδικότερες αντιρρήσεις του επί του νομοσχεδίου παρουσίασε από την Κομοτηνή, όπου βρέθηκε το μεσημέρι του Σαββάτου 5 Απριλίου, ο αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων Δημήτρης Χριστόπουλος, επισημαίνοντας, καταρχήν, ότι το νομοσχέδιο παρέχει σε κάποιες μόνο θρησκευτικές κοινότητες Νομική Προσωπικότητα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ). Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, που βρίσκεται σε διαβούλευση, για την ύπαρξη της θρησκευτικής κοινότητας χρειάζεται ικανός αριθμός ανθρώπων εγκατεστημένος σε μια περιοχή. «Αυτά είναι Αλβανία του χότζα και όχι Ελλάδα και Ε.Ε. του 2014», σχολίασε χαρακτηριστικά ο κ. Χριστόπουλος, αναφέροντας πως «η συσχέτιση μιας γεωγραφικής περιοχής με την ύπαρξη μιας κοινότητας θρησκευτικής είναι κάτι το οποίο δεν παραπέμπει σε σύγχρονο φιλελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα. Έχουμε να κάνουμε με ένα νομοσχέδιο προστασίας του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Ειδικότερα ο ορισμός της έννοιας της θρησκευτικής κοινότητας του Σχεδίου Νόμου (άρθρο 1) δε συνάδει με την ΕΣΔΑ διότι περιορίζει αδικαιολόγητα το δικαίωμα συλλογικής άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας στους κατοίκους «καθορισμένης γεωγραφικής περιοχής». Εκτός αυτού αγνοεί κάθε κοινωνική και ιστορική παράμετρο της θρησκευτικής πίστης και της οργανωμένης άσκησής της, με συνέπεια να είναι εντελώς αντιεπιστημονικός.
Σύμφωνα με την Αιτιολογική του Έκθεση (σελ. 10), επιδιώκει, δήθεν, σημειώνει η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, να ομογενοποιήσει την νομική προσωπικότητα των θρησκευτικών κοινοτήτων (αυτοχαρακτηρίζεται «ευρύχωρος» νόμος), στην πράξη ωστόσο, διαμορφώνει ένα πλαίσιο διαφορετικών ταχυτήτων για τις θρησκευτικές κοινότητες και τη λειτουργία τους. Είναι ενδεικτικό ότι επιτρέπει κατ’ αρχήν σε τρεις εκ των υφιστάμενων θρησκευτικών κοινοτήτων (την Εκκλησία της Ελλάδος, τις Ισραηλιτικές Κοινότητες και τις Μουσουλμανικές Κοινότητες) να διατηρήσουν τα μέχρι σήμερα καθεστώτα τους (άρθρο 16 του Σχεδίου). Ωστόσο, αναρωτιέται κανείς: ποιό είναι το υφιστάμενο νομικό καθεστώς των μουσουλμανικών κοινοτήτων; Είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όπως οι άλλες δύο κοινότητες; Από ποιά διάταξη νόμου προκύπτει αυτό; Και περαιτέρω: γιατί απουσιάζει από τον συγκεκριμένο κατάλογο η Καθολική Κοινότητα, το νομικό καθεστώς της οποίας έχει αναγνωρισθεί με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου;
Τέλος δε, το Σχέδιο Νόμου, προβλέπει ευνοϊκές διατάξεις για την αναγνώριση, υπό το καθεστώς που το ίδιο επιδιώκει να εισάγει, άλλων υφιστάμενων Εκκλησιών (Αγγλικανική, Αιθιοπική, Ευαγγελική, Κοπτοθόρδοξη και Αρμενική). Πώς δικαιολογείται δικαιοπολιτικά αυτή η –δεύτερη κατά σειρά- διαφοροποίηση και, τέλος πάντων, σε τι έγκειται εν τέλει η προσπάθεια της ομογενοποίησης της νομοθεσίας; Η ΘΡΑΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ Στο ερώτημα τι σημαίνει το νομοσχέδιο αυτό για τη θρησκευτική μειονότητα της Θράκης ο κ. Χριστόπουλος διευκρίνισε πως «δε μπορείς να συσχετίσεις μια ιστορική μειονότητα όπως αυτή της Θράκης με τις μεταναστευτικές μειονότητες των μουσουλμάνων που είναι στην Αθήνα. Όμως η ρύθμιση της θρησκευτικής κοινότητας δεν αφορά το καθεστώς, ειδικά της μειονότητας, αφορά τους πάντες που βρίσκονται στην Ελλάδα και έχει ο καθένας την πίστη του. Με την έννοια αυτή το να αναγνωρίζουμε ΝΠΔΔ σε μια θρησκευτική κοινότητα δεν σημαίνει ότι συσχετίζουμε ιστορικά, πολιτικά, πολιτειακά και θεσμικά την ιστορική εγκατάσταση της Ροδόπης και της Ξάνθης με τις νέες εγκαταστάσεις της Αθήνας, αλλά αναγνωρίζουμε το να είσαι μουσουλμάνος στην Ελλάδα δεν σημαίνει μόνο Θράκη».
Να σημειωθεί τέλος ότι Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου θεωρεί ως ανυπέρβλητο εμπόδιο για την σύσταση θρησκευτικών νομικών προσώπων, την αίτηση τουλάχιστον τριακοσίων πιστών (άρθρο 2 Σχεδίου Νόμου), όταν το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει νομολογήσει ότι για την ίδρυση χώρων λατρείας επαρκούν επτά πιστοί (ΣτΕ 1842/1992) και βεβαίως αγνοώντας ότι η θρησκευτική πίστη δεν μετράται με αριθμούς, με συνέπεια να είναι προφανέστατος ο σκοπός του εν λόγω ορίου. Επιπλέον, ορίζοντας ως αίτιο διάλυσής του την ανήθικη ή την ενάντια προς τη δημόσια τάξη λειτουργία του (άρθρο 10, παράγραφος γ), αφήνει ανοιχτό το πεδίο για αυθαίρετους ορισμούς περί ηθικού και μη ηθικού, παρέχοντας απλόχερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία -και όχι μόνο- το δικαίωμα να καλλιεργεί κατά το δοκούν ηθικούς πανικούς και το κράτους να προστρέχει ως προστάτης της ηθικής τάξης.