«Υπάρχουν ωρισμένοι μοναχοί, οι οποίοι ζουν συνήθως έξω από τα μεγάλα μοναστήρια κι έχουν εγκαθιδρύσει δικές τους μικρές κοινότητες.
Μένουν συχνά σε μικροσκοπικά κελλιά, που φαίνονται σαν κολλημένα επάνω στη βραχώδη βουνοπλαγιά.
(παρεμβολή σημειώσεώς μου: Τα είχε ιδεί, εν σεβασμώ, προς το άβατον, εξ αποστάσεως 500 μέτρων το 1963, κατά τους εορτασμούς της Χιλιετηρίδος του αγιορειτικού μοναχισμού, -στους οποίους έλαβαν μέρος ο Παύλος, ο Διάδοχος Κωνσταντίνος και κλιμάκια όλων των πολιτικών κομμάτων- περιπλέουσα επί διήμερο με τις πριγκήπισσες κόρες της τον Άθωνα και όλη την χερσόνησο επί δεόντως σημαιοστολισμένης φρεγάτας του πολεμικού ναυτικού).»
Γνώριζα ένα γέρο Ρώσσο μοναχό, που ήταν άλλοτε αξιωματικός στην Αυτοκρατορική Φρουρά. Ζούσε σ’ ένα απ’ τα κελλιά αυτά κι έτρωγε μόνο ότι του προσέφεραν. Κοιμώταν επάνω σε μιάν ανυψωμένη ξύλινη σανίδα, που κάτω της ήσαν στοιβαγμένα τα κρανία των προκατόχων του. Αυτό φαίνεται πραγματικά φιβερό, εκείνος όμως είχε γίνει φίλος με την μνήμη τους. Στο κάτω-κάτω, όπως έλεγε, κι εκείνοι είχαν ατενίσει την ίδια θέα ψηλά από τη θάλασσα, είχαν πη τις ίδιες προσευχές και είχαν πιστέψει στον ίδιο Θεό. Οι σκέψεις τους είχαν εξαγνισθή με την περισυλλογή, έτσι ώστε τα λείψανά τους να μην έχουν τίποτε το παράλογο ή το νοσηρό.»
Ερχόταν που και που στην Αθήνα, για να επισκεφθή την Πριγκήπισσα Νικολάου, την ρωσσικής καταγωγής Μεγάλη Δούκισσα, την αγαπημένη μου θεία Ελένη. Είχαν πολλά πράγματα να συζητήσουν. Ξέρω ότι εκείνος προσέφερε μεγάλη ανακούφιση στη θεία Ελένη, η οποία υπέφερε πολύ όταν συλλογιζόταν τον κτηνώδη φόνο ολόκληρης της οικογένειάς της στη Ρωσσία. Κάποτε τον ρώτησε ¨Γιατί, μα γιατί, ο Θεός επέτρεψε να συμβή αυτό το πράγμα σε μια τόσο καλή οικογένεια;¨ Ο Γερο-μοναχός απάντησε:¨Για να μπορέσουν να εξαγνισθούν¨. Κι εκείνη ύστερα απ’ αυτό γαλήνεψε». (Βασιλίσσης Φρειδερίκης, Μέτρον κατανοήσεως, Αθήναι 1971, σελ. 306-307).
Από το βιβλίο Ωδή στα αμάραντα, στον Άθωνα
του Επισκόπου Ροδοστόλου κ. Χρυσοστόμου
σελ. 622-623