Κυριακή των Μυροφόρων – (Μαρκ. ιε´ 43 – ιστ´ 8)
Τώ καιρώ εκείνω, ελθών ᾿Ιωσήφ ο από ᾿Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ός καί αυτός ήν προσδεχόμενος τήν βασιλείαν τού Θεού, τολμήσας εισήλθε πρός Πιλάτον καί ητήσατο τό σώμα τού ᾿Ιησού.
῾Ο δέ Πιλάτος εθαύμασεν ει ήδη τέθνηκε, καί προσκαλεσάμενος τόν κεντυρίωνα επηρώτησεν αυτόν ει πάλαι απέθανε• καί γνούς από τού κεντυρίωνος εδωρήσατο τό σώμα τώ ᾿Ιωσήφ. Καί αγοράσας σινδόνα καί καθελών αυτόν ενείλησε τή σινδόνι καί κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ό ήν λελατομημένον εκ πέτρας, καί προσεκύλισε λίθον επί τήν θύραν τού μνημείου.
῾Η δέ Μαρία η Μαγδαληνή καί Μαρία ᾿Ιωσή εθεώρουν πού τίθεται. Καί διαγενομένου τού σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή καί Μαρία η τού ᾿Ιακώβου καί Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν. Καί λίαν πρωΐ τής μιάς σαββάτων έρχονται επί τό μνημείον, ανατείλαντος τού ηλίου.
Καί έλεγον πρός εαυτάς• Τίς αποκυλίσει ημίν τόν λίθον εκ τής θύρας τού μνημείου; Καί αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος• ήν γάρ μέγας σφόδρα. Καί εισελθούσαι εις τό μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοίς δεξιοίς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καί εξεθαμβήθησαν. ῾Ο δέ λέγει αυταίς• Μή εκθαμβείσθε•
᾿Ιησούν ζητείτε τόν Ναζαρηνόν τόν εσταυρωμένον• ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε• ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν. ᾿Αλλ᾿ υπάγετε είπατε τοίς μαθηταίς αυτού καί τώ Πέτρω ότι προάγει υμάς εις τήν Γαλιλαίαν• εκεί αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν. Καί εξελθούσαι έφυγον από τού μνημείου• είχε δέ αυτάς τρόμος καί έκστασις, καί ουδενί ουδέν είπον• εφοβούντο γάρ.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Εκείνο τόν καιρό, ο ᾿Ιωσήφ, ένα αξιοσέβαστο μέλος τού συνεδρίου, πού καταγόταν από τήν ᾿Αριμαθαία, καί περίμενε κι αυτός τή βασιλεία τού Θεού, τόλμησε νά πάει στόν Πιλάτο καί νά τού ζητήσει τό σώμα τού ᾿Ιησού. ῾Ο Πιλάτος απόρησε πού ο ᾿Ιησούς είχε κιόλας πεθάνει.
Κάλεσε τόν εκατόνταρχο καί τόν ρώτησε άν είχε πεθάνει από ώρα. ῞Οταν πήρε τήν απάντηση από τόν εκατόνταρχο, χάρισε τό σώμα στόν ᾿Ιωσήφ. ᾿Εκείνος αγόρασε ένα σεντόνι, κατέβασε τόν ᾿Ιησού, τόν τύλιξε μ’ αυτό καί τόν τοποθέτησε σ’ ένα μνήμα πού ήταν λαξεμένο σέ βράχο• μετά κύλησε ένα λιθάρι κι έκλεισε τήν είσοδο τού μνήματος.
῾Η Μαρία η Μαγδαληνή καί η Μαρία η μητέρα τού ᾿Ιωσή παρακολουθούσαν πού τόν έβαλαν. ῞Οταν πέρασε τό Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή καί η Μαρία η μητέρα τού ᾿Ιακώβου, καί η Σαλώμη, αγόρασαν αρώματα, γιά νά πάνε ν’ αλείψουν τό σώμα τού ᾿Ιησού.
῏Ηρθαν στό μνήμα πολύ πρωί τήν επομένη τού Σαββάτου, μόλις ανέτειλε ο ήλιος. Κι έλεγαν μεταξύ τους• «Ποιός θά μάς κυλήσει τήν πέτρα από τήν είσοδο τού μνήματος;» Γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Μόλις όμως κοίταξαν πρός τά κεί, παρατήρησαν ότι η πέτρα είχε κυλήσει από τόν τόπο της.
Μόλις μπήκαν στό μνήμα, είδαν έναν νεαρό μέ λευκή στολή νά κάθεται στά δεξιά, καί τρόμαξαν. Αυτός όμως τούς είπε• «Μήν τρομάζετε. Ψάχνετε γιά τόν ᾿Ιησού από τή Ναζαρέτ, τόν σταυρωμένο. ᾿Αναστήθηκε. Δέν είναι εδώ. Νά καί τό μέρος όπου τόν είχαν βάλει.
Πηγαίνετε τώρα καί πείτε στούς μαθητές του καί στόν Πέτρο• “πηγαίνει πρίν από σάς στήν Γαλιλαία καί σάς περιμένει• εκεί θά τόν δείτε, όπως σάς τό είπε”». Οι γυναίκες βγήκαν κι έφυγαν από τό μνήμα γεμάτες τρόμο καί δέος• δέν είπαν όμως τίποτα σέ κανέναν, γιατί ήταν φοβισμένες.