Πληθώρα μηνυμάτων προς πάσα κατεύθυνση περιελάμβανε η εισήγηση του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου κατά την έναρξη των εργασιών της Σύναξης των Ορθοδόξων στο Φανάρι.
“Βασικήν προϋπόθεσιν διά να πείσωμεν τον κόσμον αποτελεί πρώτιστα πάντων η ιδική μας εσωτερική ενότης. Είναι θλιβερόν και επικίνδυνον διά το κύρος της Ορθοδόξου Εκκλησίας το να εμφανιζώμεθα πολλάκις έναντι των εκτός αυτής διηρημένοι και αντιδικούντες.” τόνισε με νόημα….
Μίλησε ακόμη για τις διώξεις των Χριστιανών, τον κίνδυνο εκκοσμίκευσης, για τη σχέση ηθικής και τεχνολογίας, την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και για πιο…καυτά εσωτερικά θέματα όπως οι αυτοκέφαλες εκκλησίες όταν και ζήτησε τη δημιουργία οργάνου για τις διαφορές των κατά τόπους Εκκλησιών!
Βεβαίως αναφέρθηκε και στην προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενώ σημαντική και η φράση του “Παραδοσιακή Εκκλησία δεν σημαίνει απολιθωμένη Εκκλησία”
Ολόκληρη η εισήγηση του Οικουμενικού Πατριάρχου έχει ως εξής:
Μακαριώτατοι και τιμιώτατοι εν Χριστώ Αδελφοί, Προκαθήμενοι των Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών μετά των τιμίων συνοδών υμών,
Ως ευ παρέστητε εν ταίς αυλαίς της Εκκλησίας ημών, του μαρτυρικού και ιστορικού Οικουμενικού Πατριαρχείου, του ταπεινού τούτου διακόνου της εν Χριστώ ενότητος πάντων ημών. Από μέσης καρδίας ευχαριστούμεν υμίν διά τον κόπον της αγάπης, ήτις έφερεν υμάς ενταύθα εις πρόθυμον ανταπόκρισιν εις την πρόσκλησιν ημών.
Δόξαν και αίνον αναπέμπομεν τω εν Τριάδι προσκυνητώ Θεώ ημών, ότι ηξίωσεν ημάς, ίνα και πάλιν συνέλθωμεν επί το αυτό εις μίαν εισέτι Σύναξιν ημών, των εμπεπιστευμένων υπό της χάριτος και του ελέους Αυτού την ευθύνην της ηγεσίας των κατά τόπους αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, πέμπτην κατά σειράν, αφ᾿ ου ήρξατο το ευλογημένον τούτο έθος εν έτει 1992, ολίγον μετά την εις τον Θρόνον της του Κωνσταντίνου Πόλεως ανάρρησιν της ημετέρας Μετριότητος.
«Ιδού δη τι καλόν ή τι τερπνόν αλλ᾿ ή το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό», αναφωνούμεν και ημείς μετά του ιερού Ψαλμωδού. Η καρδία ημών πεπλήρωται χαράς και αγαλλιάσεως υποδεχομένη υμάς και περιπτυσσομένη ένα έκαστον εξ υμών εν αγάπη ανυποκρίτω, εν τιμή βαθεία και εν προσδοκίαις αισίαις εκ της συναντήσεως ημών.
Όντως μέγα, ευλογημένον και, θα ελέγομεν, ιστορικόν το γεγονός της συναντήσεως ημών! Η πνοή του Παρακλήτου συνήγαγεν ημάς, και τα όμματα των τε εντός και των εκτός της Εκκλησίας ημών εν αγωνία στρέφονται προς την Σύναξιν ταύτην, εν αναμονή του λόγου οικοδομής και παρακλήσεως, του οποίου τόσην ανάγκην έχει σήμερον ο άνθρωπος.
Τούτο αυξάνει και επιτείνει την ευθύνην ημών, και καθιστά εντονωτέραν την ανάγκην, όπως εκζητήσωμεν εν προσευχή θερμή την άνωθεν βοήθειαν εις το προκείμενον ημίν έργον, άνευ της οποίας ουδέν δυνάμεθα ποιείν (πρβλ. Ιωάν. ιε΄ 5). Διό και ημείς ταπεινώς δεόμεθα του Δομήτορος της Εκκλησίας Κυρίου, όπως ευλογήση πλουσίως το έργον ημών και κατευθύνη διά του Παρακλήτου τας καρδίας, διανοίας και αποφάσεις ημών εις εκπλήρωσιν του αγίου θελήματος Αυτού, σύσφιγξιν και σφυρηλάτησιν της ενότητος ημών και δόξαν του Αγίου εν Τριάδι Θεού.
Αναμιμνησκόμενοι τας προηγηθείσας Συνάξεις των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αίτινες άπασαι, χάριτι θεία, εστέφθησαν υπό πλήρους επιτυχίας, φέρομεν εις την μνήμην ημών εν ευγνωμοσύνη τους προαπελθόντας και μακαρία ήδη τη λήξει γενομένους εκ των μετασχόντων εις τας Συνάξεις ταύτας Προκαθημένους, τους αοιδίμους Πατριάρχας Αλεξανδρείας Παρθένιον και Πέτρον, Αντιοχείας Ιγνάτιον, Ιεροσολύμων Διόδωρον, Μόσχας Αλέξιον, Σερβίας Παύλον, Ρουμανίας Θεόκτιστον, Βουλγαρίας Μάξιμον, και Αρχιεπισκόπους Κύπρου Χρυσόστομον, Αθηνών Σεραφείμ και Χριστόδουλον, Πολωνίας Βασίλειον και Τσεχίας και Σλοβακίας Δωρόθεον, ων η συμβολή εις την επιτυχίαν των γενομένων Συνάξεων υπήρξε τα μέγιστα εποικοδομητική και υπόκειται και ημίν, και δη και τοις διαδόχοις αυτών, υπόδειγμα προς μίμησιν και παρακαταθήκη προς διαφύλαξιν. Είη αυτών η μνήμη αιωνία!
Οι λόγοι οι οδηγήσαντες ημάς εις την πρωτοβουλίαν της συγκλήσεως της παρούσης Συνάξεως τυγχάνουν ήδη γνωστοί εις υμάς εκ του προσκλητηρίου Γράμματος, το οποίον απηυθύναμεν εις την αγάπην υμών. «Έξωθεν μάχαι˙ έσωθεν φόβοι», εγράφομεν υμίν απηχούντες τους λόγους του Αποστόλου (Β΄ Κορ. ζ΄ 6). Η Αγία ημών Εκκλησία, εν τω κόσμω παροικούσα, υφίσταται πάντοτε τους κλυδωνισμούς των ιστορικών αναταράξεων, αι οποίαι ενίοτε είναι πολύ ισχυραί. Κατά τους κρισίμους καιρούς, τους οποίους ήδη διερχόμεθα, αι αναταράξεις αύται είναι ιδιαιτέρως αισθηταί εις τας γεωγραφικάς περιοχάς, όπου εγεννήθη, ηνδρώθη και ήκμασεν η Χριστιανική Εκκλησία, εις τα παλαίφατα πρεσβυγενή Πατριαρχεία της Αγιωτάτης Ορθοδόξου Εκκλησίας, ένθα η βία, εν ονόματι πολλάκις της θρησκείας, κυριαρχεί και απειλεί πάντας τους εις Χριστόν πιστεύοντας ανεξαρτήτως ομολογιακής ταυτότητος.
Εν θλίψει και ανησυχία πολλή παρακολουθούμεν διώξεις χριστιανών, καταστροφάς και βεβηλώσεις ιερών ναών, απαγωγάς ή και φόνους κληρικών και μοναχών, ακόμη δε και αρχιερέων, ως οι προ μακρού απαχθέντες και έκτοτε αγνοούμενοι Μητροπολίται Χαλεπίου Παύλος, του παλαιφάτου Πατριαρχείου Αντιοχείας, και Yuhanna Ibrahim της Συροιακωβιτικής Εκκλησίας.
Ενώπιον του απειλητικού δι᾿ αυτήν ταύτην την υπόστασιν των Ορθοδόξων Εκκλησιών φαινομένου τούτου καλούμεθα να υψώσωμεν την φωνήν της διαμαρτυρίας ημών, όχι ως μεμονωμένα πρόσωπα ή Εκκλησίαι, αλλ᾿ ως η ηνωμένη μία ανά την οικουμένην Ορθόδοξος Εκκλησία.
Αλλ᾿ ο διωγμός κατά της εις Χριστόν πίστεως εις την εποχήν ημών δεν περιορίζεται εις τας ως άνω μορφάς απροκαλύπτων διώξεων. Μέγας είναι επίσης, ο κίνδυνος, ο προερχόμενος εκ της ραγδαίας εκκοσμικεύσεως των άλλοτε χριστιανικών κοινωνιών, ένθα η Εκκλησία του Χριστού τίθεται εις το περιθώριον του δημοσίου βίου, και θεμελιώδεις πνευματικαί και ηθικαί αρχαί του Ευαγγελίου εξοβελίζονται από την ζωήν των ανθρώπων.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία, βεβαίως, ουδέποτε ετάχθη υπέρ της βιαίας επιβολής των ευαγγελικών αρχών εις τους ανθρώπους, τοποθετούσα την ελευθερίαν του ανθρωπίνου προσώπου υπεράνω αντικειμενικών κανόνων και αξιών. Δεν ανήκει εις την φύσιν και το ήθος της Ορθοδοξίας ο καταναγκασμός οιασδήτινος μορφής. Τα του ηθικού βίου των ανθρώπων αντιμετωπίζονται υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως προσωπικά θέματα ενός εκάστου διευθετούμενα διά της προσωπικής σχέσεως εκάστου των πιστών εν ελευθερία μετά του πνευματικού αυτού πατρός, και όχι διά της σπάθης του νόμου. Αλλά τούτο ουδόλως αφαιρεί από την Εκκλησίαν το καθήκον να προβάλλη τας ευαγγελικάς αρχάς εις τον σύγχρονον κόσμον, έστω και εάν αύται έρχωνται ενίοτε εις σύγκρουσιν προς τας κρατούσας αντιλήψεις.
Η Αγία ημών Ορθόδοξος Εκκλησία χαρακτηρίζεται εκ της προσηλώσεως αυτής εις τας παραδόσεις του παρελθόντος, και τούτο οφείλει να πράττη πάντοτε, διότι «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ΄ 8). Αλλ᾿ η ιστορία κινείται, και η Εκκλησία οφείλει να ενωτίζεται τους προβληματισμούς του ανθρώπου κάθε εποχής. Παραδοσιακή Εκκλησία δεν σημαίνει απολιθωμένη Εκκλησία, αδιάφορος εις τας εκάστοτε προκλήσεις της ιστορίας. Καί αι προκλήσεις αυταί είναι ιδιαιτέρως έντονοι εις τας ημέρας ημών, και οφείλομεν να τας προσέξωμεν.
Μία εξ αυτών προέρχεται από την ραγδαίαν ανάπτυξιν της τεχνολογίας και της επ᾿ αυτής στηριζομένης παγκοσμιοποιήσεως. Η Ορθόδοξος Εκκλησία υπήρξε πάντοτε οικουμενική εις την νοοτροπίαν και την δομήν αυτής. Αποστολή της ήτο πάντοτε να προσεγγίση και περιλάβη εις το σώμα του Χριστού «πάντα τα έθνη», ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος ή άλλων φυσικών ιδιοτήτων. Αλλ᾿ η οικουμενική αύτη προσέγγισις εγένετο πάντοτε υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά σεβασμού προς την ιδιαιτερότητα εκάστου λαού, την νοοτροπίαν και τας παραδόσεις του.
Η τεχνολογία σήμερον ενώνει τους λαούς, και τούτο έχει αναμφιβόλως ευεργετικάς συνεπείας εις την διάδοσιν της γνώσεως και της πληροφορίας. Αποτελεί όμως συγχρόνως δίαυλον μεταδόσεως και εμμέσως επιβολής συγκεκριμένων πολιτισμικών προτύπων, τα οποία δεν συνάδουν πάντοτε προς τας ιδιαιτέρας παραδόσεις των λαών. Η χρήσις της τεχνολογίας δεν πρέπει να γίνηται αδιακρίτως και άνευ επιγνώσεως των κινδύνων, τους οποίους συνεπάγεται. Η Εκκλησία οφείλει να επαγρυπνή ως προς το θέμα τούτο.
Συναφές προς τούτο είναι και το θέμα της, εν πολλοίς τη βοηθεία και της τεχνολογίας, ραγδαίας αναπτύξεως των επιστημονικών επιτευγμάτων, ιδία εις τον χώρον της βιοτεχνολογίας. Αι δυνατότητες της συγχρόνου επιστήμης εξικνούνται μέχρι παρεμβάσεων εις τα ενδότατα της φύσεως και εις γενετικάς τροποποιήσεις δυναμένας να οδηγήσουν εις θεραπείας ασθενειών, δημιουργούσαι όμως σοβαρά ηθικά προβλήματα, επί των οποίων η Εκκλησία δύναται και υποχρεούται να έχη λόγον.
Οφείλομεν να ομολογήσωμεν ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν έχει επιδείξει την δέουσαν ευαισθησίαν ως προς το θέμα τούτο. Κατά την προηγουμένην Σύναξιν ημών εν έτει 2008 απεφασίσθη η συγκρότησις Διορθοδόξου Επιτροπής Βιοηθικής, ήτις και, τη πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, συνήλθεν εν Κρήτη εις πρώτην συνεδρίαν, αλλ᾿ η ανταπόκρισις των αδελφών Εκκλησιών δεν υπήρξε τοιαύτη ώστε να επιτρέψη την συνέχισιν της προσπαθείας. Ελπίζομεν τούτο να συμβή εις το αμέσως προσεχές μέλλον ώστε η φωνή της Ορθοδοξίας να ακουσθή και επί ενός τόσον σημαντικού θέματος.
Ενωτιζομένη τα τρέχοντα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου η Ορθοδοξία πρέπει να συνεχίση και εκείνη τας προσπαθείας αυτής και διά την προστασίαν του φυσικού περιβάλλοντος. Ότε το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, πρώτον εξ όλου του χριστιανικού κόσμου, ανέδειξε την κρισιμότητα του θέματος τούτου, ήδη επί του μακαριστού προκατόχου ημών Πατριάρχου Δημητρίου, εν έτει 1989, και διά σειράς διεθνών επιστημονικών συμποσίων υπό την αιγίδα ημών εσυνέχισε την προσπάθειαν ταύτην, η Ορθόδοξος Εκκλησία παρέμεινεν επί πολύ η μόνη χριστιανική φωνή επί του σοβαρού τούτου θέματος.
Σήμερον και άλλαι χριστιανικαί εκκλησίαι και ομολογίαι αποδίδουν την δέουσαν σημασίαν εις το κρίσιμον τούτο ζήτημα, αλλ᾿ η Ορθοδοξία παραμένει πάντοτε η κατ᾿ εξοχήν αρμοδία, ως εκ της λειτουργικής και ασκητικής παραδόσεως αυτής, διά να συμβάλη εις την αντιμετώπισιν της κρίσεως αυτής, η οποία, ως εκ της πλεονεξίας και του ευδαιμονισμού του συγχρόνου ανθρώπου, απειλεί με καταστροφήν την δημιουργίαν του Θεού.
Τέλος, η Αγιωτάτη ημών Εκκλησία οφείλει να ενωτισθή μετά προσοχής και συμπαθείας τα προβλήματα, τα οποία δημιουργεί διά τον άνθρωπον η οικονομική δομή του συγχρόνου κόσμου. Όλοι παριστάμεθα μάρτυρες των αρνητικών συνεπειών διά την αξιοπρέπειαν και την επιβίωσιν του ανθρωπίνου προσώπου ως εκ των οικονομικών κρίσεων, αι οποίαι συνθλίβουν τον άνθρωπον εις πολλάς περιοχάς της γης και μάλιστα εις χώρας εκ των θεωρουμένων ως οικονομικώς «ανεπτυγμένων». Ανεργία των νέων, αύξησις του αριθμού των πτωχών, αβεβαιότης διά την αύριον, πάντα ταύτα μαρτυρούν ότι πολύ απέχει η σύγχρονος ανθρωπότης εκ της εφαρμογής των αρχών του Ευαγγελίου, τούτο δε ουχί άνευ ευθύνης και ημών, οίτινες εξαντλούντες πολλάκις την ποιμαντικήν μέριμναν ημών περί τα «πνευματικά» λησμονούμεν ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκην τροφής και στοιχειωδών υλικών μέσων, διά να ζήση εν αξιοπρεπεία, ως πρόσωπον – εικών Θεού. Είναι ανάγκη να ακουσθή η φωνή της Ορθοδοξίας και επί των θεμάτων τούτων, διά να καταδειχθή ότι όντως κατέχει την αλήθειαν και παραμένει πιστή εις τας αρχάς του Ευαγγελίου.
Αλλά, διά να συμβούν πάντα ταύτα, πεφιλημένοι εν Κυρίω Αδελφοί, απαιτείται μία εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη. Καί αύτη είναι η ενότης της Εκκλησίας ημών και η δυνατότης να αρθρώση ενιαίον λόγον προς τον σύγχρονον άνθρωπον. Τούτο πρέπει να απασχολήση και την παρούσαν Σύναξιν ημών ως εμπεπιστευμένων την ευθύνην της ενότητος της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας.
Ως γνωστόν, η Ορθόδοξος Εκκλησία συνίσταται εξ αυτοκεφάλων κατά τόπους Εκκλησιών, αίτινες κινούνται εντός ορίων καθωρισμένων υπό των Ιερών Κανόνων και των χορηγησάντων την αυτοκεφαλίαν Τόμων, έχουσαι το δικαίωμα πλήρους αυτοδιοικήσεως άνευ οιασδήτινος έξωθεν επεμβάσεως. Το σύστημα τούτο, το οποίον εκληροδότησαν εις ημάς οι Πατέρες ημών, αποτελεί ευλογίαν, την οποίαν δέον να τηρήσωμεν ως κόρην οφθαλμού. Διά του συστήματος τούτου αποφεύγεται πάσα εκτροπή εις ξένας προς την Ορθόδοξον εκκλησιολογίαν αντιλήψεις περί ασκήσεως παγκοσμίου εξουσίας υφ᾿ οιασδήτινος κατά τόπον Εκκλησίας ή Προκαθημένου αυτής. Η Ορθόδοξος Εκκλησία αποτελεί κοινωνίαν αυτοκεφάλων και αυτοδιοικουμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Αλλ᾿ εις τούτο το σημείον ακριβώς υπόκειται εν σοβαρόν ερώτημα. Πως και διά ποίου τρόπου εκφράζεται η κοινωνία των Ορθοδόξων Εκκλησιών; Η ιστορική πείρα κατέδειξεν ότι πολλάκις αι αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι φέρονται ως αυτάρκεις Εκκλησίαι, ωσάν να λέγουν προς τας λοιπάς Εκκλησίας «χρείαν σου ουκ έχω» (Α΄ Κορ. 12, 21). Αντί να επιζητήσουν συνεργασίαν μετά των άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών επί θεμάτων αφορώντων εις σύνολον την Ορθοδοξίαν, ενεργούν αυτοβούλως αναπτύσσουσαι διμερείς σχέσεις μετά των εκτός της Ορθοδοξίας, ενίοτε μάλιστα μετά τινος πνεύματος ανταγωνισμού. Άλλαι αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι διαφοροποιούν την στάσιν αυτών έναντι των μη Ορθοδόξων μη μετέχουσαι ενεργώς εις πανορθοδόξως αποφασισθείσας ενεργείας.
Συμβαίνει μάλιστα προσφάτως και πανορθοδόξως προσυνοδικώς ληφθείσαι αποφάσεις να μη τηρώνται υπό τινων Εκκλησιών παρά το ότι αύται συνυπέγραψαν τας αποφάσεις ταύτας. Τι δε να είπωμεν διά περιπτώσεις αυτοβούλων αμφισβητήσεων κανονικών ορίων μεταξύ αδελφών Εκκλησιών, προκαλουσών παραπικασμούς και ενίοτε διαταραχήν της κοινωνίας αυτών; Πάντα ταύτα καθιστούν εμφανή την ανάγκην ενός οργάνου, θεσμικώς ή μη κατοχυρουμένου, το οποίον να επιλύη τας ανακυπτούσας διαφοράς και τα δημιουργούμενα εκάστοτε προβλήματα, ώστε να μη οδηγώμεθα εις διαιρέσεις και συγκρούσεις.
Εκ τούτων καταφαίνεται η καιρία σπουδαιότης της συνοδικότητος εν τη Εκκλησία. Ο συνοδικός θεσμός απετέλεσεν εξ αρχής θεμελιώδη πτυχήν της ζωής της Εκκλησίας. Πάσα διαφορά ή αμφισβήτησις τόσον εις θέματα πίστεως όσον και κανονικής τάξεως ετίθετο υπό την κρίσιν της Συνόδου. Χαρακτηριστικόν παράδειγμα η στάσις του Μ. Βασιλείου έναντι του ζητήματος του αναβαπτισμού των αιρετικών και των σχισματικών, περί του οποίου είχε παραλάβει την αυστηράν παράδοσιν των προκατόχων του εν Καππαδοκία: το ζήτημα δέον να κριθή υπό συνόδου επισκόπων, οίτινες και δύνανται να τροποποιήσουν την προγενεστέραν παράδοσιν (κανόνες 1 και 47). Πάσαι αι διαφοραί μεταξύ των Εκκλησιών ή εκτός αυτών εκρίνοντο τελεσιδίκως υπό Συνόδων, εις τας αποφάσεις των οποίων τελικώς υπήκουον και οι διαφωνούντες («Η ψήφος των πλειόνων κρατείτω» Καν. 6 της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου).
Το συνοδικόν τούτο σύστημα ετηρήθη και τηρείται κατά το μάλλον ή ήττον ευλαβώς, εντός των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, απουσιάζει όμως ολοσχερώς εις τας μεταξύ αυτών σχέσεις. Τούτο αποτελεί πηγήν μειζόνων προβλημάτων. Τούτο δημιουργεί την εικόνα μιάς Ορθοδοξίας πολλών Εκκλησιών και ουχί μιάς Εκκλησίας. Τούτο ουδόλως συνάδει προς την Ορθόδοξον εκκλησιολογίαν˙ αποτελεί εκτροπήν εξ αυτής και πηγήν δεινών. Οφείλομεν να ενισχύσωμεν τον συνοδικόν θεσμόν και πέραν των ορίων εκάστης των Εκκλησιών ημών. Οφείλομεν να αναπτύξωμεν την συνείδησιν μιάς Ορθοδόξου Εκκλησίας, και τούτο μόνον διά της συνοδικότητος δύναται να επιτευχθή.
Προ πεντηκονταετίας και πλέον, ότε ο αοίδιμος οραματιστής Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας έκαμε τα πρώτα βήματα, διά να ενώση την Ορθοδοξίαν, καθιερώθη ο θεσμός των Πανορθοδόξων Διασκέψεων, από τας οποίας προέκυψαν αποφάσεις κοιναί των Ορθοδόξων ως προς τα θέματα τα απτόμενα των σχέσεων μετά των μη Ορθοδόξων. Αι αποφάσεις αύται εθεωρήθησαν δεσμευτικαί δι᾿ όλας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας ενσωματωθείσαι, οιονεί, εις το «εσωτερικόν δίκαιον» εκάστης εξ αυτών. Σήμερον αι αποφάσεις αύται αμφισβητούνται ή και βάλλονται όλως αυθαιρέτως και αντικανονικώς υπό μερίδων εντός των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αι οποίαι μερίδες, δίκην οικουμενικής συνόδου, αμφισβητούν αυτάς προκαλούσαι αναστάτωσιν εις τους κόλπους των πιστών. Ατυχώς, το φαινόμενον τούτο γίνεται ανεκτόν και υπό των εκκλησιαστικών αρχών Εκκλησιών τινων με απροβλέπτους συνεπείας διά την ενότητα του ποιμνίου των. Αλλά αι συνοδικαί αποφάσεις δέον να είναι σεβασταί υπό πάντων, διότι μόνον τοιουτοτρόπως θα διατηρηθή η ενότης της Εκκλησίας.
Αλλ᾿ αι Πανορθόδοξοι Διασκέψεις δεν εξήντλησαν εις εαυτάς την προσπάθειαν ενώσεως της Ορθοδοξίας. Λίαν ενωρίς εκρίθη υπ᾿ αυτών ως απολύτως αναγκαία η συγκρότησις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και τούτο εξηγγέλθη επισήμως προς πάντα τον χριστιανικόν κόσμον και ήρξατο η προπαρασκευή του μεγάλου και ιστορικού τούτου γεγονότος. Η θεματολογία της Συνόδου περιωρίσθη τελικώς εις δέκα θέματα, εκ των οποίων τα οκτώ έχουν ήδη ολοκληρώσει το στάδιον της προπαρασκευής και κείνται ενώπιον ημών προς κρίσιν υπό της μελλούσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Τα υπολειφθέντα δύο θέματα, ήτοι του τρόπου ανακηρύξεως Εκκλησίας τινος ως αυτοκεφάλου και της σειράς μνημονεύσεως των Εκκλησιών εις τα ιερά Δίπτυχα προσέκρουσαν εις σοβαράς δυσκολίας κατά την προπαρασκευήν αυτών, διό και προεκρίθη υπό της πλειονότητος των αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως μη αποτελέσωσιν εμπόδιον εις την σύγκλησιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου περιοριζομένης εις τα ήδη προπαρασκευασθέντα θέματα (ενός εξ αυτών, του περί ανακηρύξεως Εκκλησίας τινός ως αυτονόμου, χρήζοντος εισέτι εγκρίσεως υπό Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως).
Αλλά και τα ήδη προετοιμασθέντα πανορθοδόξως θέματα περιλαμβάνουν μεταξύ αυτών και τινα, τα οποία χρήζουν ποιάς τινος αναθεωρήσεως και εκσυγχρονισμού ως διατυπωθέντα και συμφωνηθέντα εις εποχήν παλαιοτέραν, ότε ίσχυον διάφοροι συνθήκαι και προϋποθέσεις. Τοιαύτα είναι, επί παραδείγματι, τα αφορώντα εις τας κοινωνικάς συνθήκας του κόσμου, ως και εις τα των σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τους μη Ορθοδόξους Χριστιανούς, την Οικουμενικήν Κίνησιν κ.τ.τ.. Τα κείμενα ταύτα δέον να αναθεωρηθούν υπό ειδικής προς τούτο συγκροτουμένης Διορθοδόξου Επιτροπής ώστε να έλθουν εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον προσηρμοσμένα εις την σημερινήν πραγματικότητα.
Καί ταύτα μεν ως προς την θεματολογίαν της Συνόδου. Αλλ᾿ ως είναι εμφανές, πάντα τα προβλεφθέντα θέματα της Συνόδου αφορούν εις ζητήματα εσωτερικής ζωής και οργανώσεως της Εκκλησίας ημών. Οι καθορίσαντες την θεματολογίαν της Συνόδου προκάτοχοι ημών έκριναν ορθώς ότι εάν η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν τακτοποιήση τα του οίκου της δεν δύναται να απευθυνθή μετ᾿ αυθεντίας και κύρους εις τον κόσμον. Αλλ᾿ αι προσδοκίαι του κόσμου εκ της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου θα περιλαμβάνουν ασφαλώς και την αναφοράν αυτής εις θέματα απασχολούντα τους ανθρώπους της εποχής ημών εις τον καθημερινόν των βίον, και διά τούτο επιβάλλεται όπως η Σύνοδος αύτη εκπέμψη Μήνυμα υπαρξιακής σημασίας διά τον άνθρωπον της εποχής ημών. Το Μήνυμα τούτο, καλώς προητοιμασμένον και πάλιν υπό ειδικής Διορθοδόξου Επιτροπής, διαμορφουμένου και εγκρινομένου υπό των Πατέρων της Συνόδου, θέλει αποτελέσει την φωνήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον, τον λόγον παρακλήσεως, παραμυθίας και ζωής, τον οποίον αναμένει ο σύγχρονος άνθρωπος από την Ορθόδοξον Εκκλησίαν.
Αλλ᾿ η συγκρότησις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου θέλει απαιτήσει και ωρισμένας οργανωτικής φύσεως διευθετήσεις, επί των οποίων καλούμεθα να σκεφθώμεν και αποφασίσωμεν κατά την παρούσαν Σύναξιν ημών, ως των πλέον αρμοδίων και υπευθύνων προς τούτο. Ούτω, θα πρέπει να σκεφθώμεν και αποφασίσωμεν περί του τρόπου συγκροτήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ήτοι περί του τρόπου εκπροσωπήσεως εις αυτήν των Αγιωτάτων αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών κατά τρόπον δίκαιον και σύμφωνον προς τας αρχάς της εκκλησιολογικής παραδόσεως ημών. Κατά την πρώτην χιλιετίαν της ιστορίας της Εκκλησίας ημών, ότε ίσχυεν ο θεσμός της Πενταρχίας των παλαιφάτων Πατριαρχείων, εθεωρείτο απολύτως αναγκαίον όπως εκπροσωπηθούν εις τας Αγίας και Οικουμενικάς Συνόδους άπαντα τα παλαίφατα Πατριαρχεία έστω και διά μικρού αριθμού εκπροσώπων.
Το βάρος έπιπτεν όχι εις τον αριθμόν των παρόντων, αλλά εις την εξασφάλισιν της εκπροσωπήσεως πάντων των Αποστολικών Θρόνων. Κατά την διάρκειαν της δευτέρας μ.Χ. χιλιετίας προσετέθησαν και άλλα Πατριαρχεία και αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι επ᾿ αναφορά προς την κύρωσιν του καθεστώτος αυτών υπό μελλοντικής τινος Οικουμενικής Συνόδου (δι᾿ όσας εξ αυτών δεν εδόθη τοιαύτη κύρωσις κατά το παρελθόν). Κατ᾿ αναλογίαν, συνεπώς, προς την αρχαίαν παράδοσιν, ευκταίον θα είναι και εις την περίπτωσιν της μελετωμένης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου όπως εκπροσωπηθούν κατ᾿ αυτήν πάσαι αι σήμερον ανεγνωρισμέναι αυτοκέφαλοι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι υπό αριθμού αντιπροσώπων καθορισθησομένου υφ᾿ ημών, ει δυνατόν εν τη Συνάξει ταύτη.
Έτερον θέμα οργανωτικής φύσεως, το οποίον χρήζει αντιμετωπίσεως υφ᾿ ημών, είναι το αναφερόμενον εις τον τρόπον λήψεως των αποφάσεων υπό της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Διά λόγους δικαιοσύνης έναντι εκάστης αυτοκεφάλου Εκκλησίας ανεξαρτήτως του αριθμού των εκπροσώπων αυτής επιβάλλεται όπως εκάστη αυτοκέφαλος Εκκλησία διαθέτη μίαν μόνον ψήφον κατά την λήψιν των τελικών αποφάσεων, την οποίαν θα εκθέτη ο Προκαθήμενος αυτής κατά την ψηφοφορίαν.
Κρίσιμον παραμένει το ερώτημα εάν αι τελικαί αποφάσεις της Συνόδου θα λαμβάνωνται καθ᾿ ομοφωνίαν ή κατά πλειονοψηφίαν των μετεχουσών της Συνόδου Εκκλησιών. Εάν ληφθή ως κριτήριον της επιλογής ημών η αρχαία κανονική παράδοσις της Εκκλησίας, η κανονική τάξις επιβάλλει όπως τελικώς επικρατή εις τας αποφάσεις της Συνόδου «η ψήφος των πλειόνων» (Καν. 6 της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου). Τούτο θα πρέπει να ίσχυεν εν τη αρχαία Εκκλησία ακόμη και περί θεμάτων πίστεως, δοθέντος ότι εις πολλάς εκ των μεγάλων Συνόδων, ως η Γ΄ Οικουμενική και άλλαι, μετείχον και οι εν τέλει ανακηρυχθέντες υπό της Συνόδου αιρετικοί και αποβλητέοι της Εκκλησίας, οίτινες απετέλεσαν την μειονοψηφίαν. Προκειμένου, πάντως, περί θεμάτων κανονικής φύσεως, αναμφιβόλως η ενδεδειγμένη υπό της παραδόσεως τάξις οδηγεί εις την διά πλειονοψηφίας λήψιν των τελικών αποφάσεων χωρίς βεβαίως τούτο να αποκλείη και την πάντοτε ευκταίαν ομοφωνίαν. Εναπόκειται εις ημάς να αποφασίσωμεν και περί του θέματος τούτου.
Αγαπητοί εν Χριστώ Αδελφοί,
Η παρούσα Σύναξις ημών είναι καιρίας σπουδαιότητος. Έρχεται εις μίαν ιστορικήν συγκυρίαν κατά την οποίαν η Εκκλησία υφίσταται ισχυρούς κλυδωνισμούς και κρίνεται η δυνατότης αυτής να ασκήση την σωτήριον αποστολήν της. Τίποτε δεν είναι πλέον δεδομένον, ως ήτο εις άλλας εποχάς˙ όλα ημπορούν να αλλάξουν από την μίαν στιγμήν εις την άλλην. Ο εφησυχασμός είναι πηγή καταστροφής. Ούτε κρατικαί εξουσίαι δύνανται να διασφαλίσουν την Εκκλησίαν, ούτε πλούτος ή δύναμις κοσμική, ούτε αι κοινωνίαι αποδέχονται το κήρυγμα του Ευαγγελίου άνευ αμφισβητήσεων και αντιρρήσεων. Σήμερον πρέπει να πείσωμεν τους ανθρώπους ότι διαθέτομεν λόγον ζωής, μήνυμα ελπίδος και βίωμα αγάπης. Πρέπει προς τούτο να διαθέτωμεν κύρος και αξιοπιστίαν.
Βασικήν προϋπόθεσιν διά να πείσωμεν τον κόσμον αποτελεί πρώτιστα πάντων η ιδική μας εσωτερική ενότης. Είναι θλιβερόν και επικίνδυνον διά το κύρος της Ορθοδόξου Εκκλησίας το να εμφανιζώμεθα πολλάκις έναντι των εκτός αυτής διηρημένοι και αντιδικούντες. Έχομεν και διδάσκομεν την τελειοτέραν εκκλησιολογίαν, αλλ᾿ αρνούμεθα ενίοτε να την εφαρμόσωμεν. Έχομεν μίαν ακριβή τάξιν εν τη Εκκλησία καθωρισμένην υπό των Ιερών Κανόνων των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, αλλά δίδομεν ενίοτε την εντύπωσιν προς τους έξω ότι διαφωνούμεν ακόμη και περί του ποίος είναι «πρώτος» εν ημίν. Έχομεν τον συνοδικόν θεσμόν ως αυθεντίαν, προς την οποίαν πάντες δέον να συμμορφώνωνται, αλλ᾿ επιτρέπομεν δι᾿ ολιγωρίαν ή κακώς νοουμένην σκοπιμότητα, υποκρύπτουσαν πολλάκις ατομικήν αυτοπροστασίαν, να καταπατώνται αι συνοδικαί αποφάσεις υπό μερίδων των ποιμνίων ημών διεκδικουσών το αλάθητον της πίστεως. Γενικώς ειπείν, εμφανίζομεν σημεία διαλύσεως. Καιρός να δώσωμεν προτεραιότητα εις την ενότητα τόσον εντός εκάστης των Εκκλησιών ημών, όσον και μεταξύ τούτων.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία, εις την οποίαν χάριτι θεού ανήκομεν, δεν διαθέτει άλλο όργανον διασφαλίσεως της ενότητος αυτής πλην της συνοδικότητος. Διά τον λόγον αυτόν η περαιτέρω αναβολή της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας πλήττει σοβαρώς την ενότητα αυτής. Η ευθύνη ημών διά τούτο είναι μεγάλη. Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία καθ᾿ όλην την διάρκειαν της ιστορίας αυτής μετά το μετά της Ρώμης μέγα Σχίσμα, υπηρέτησε την ενότητα της Ορθοδοξίας συγκαλούσα κατ᾿ επανάληψιν πανορθοδόξους Συνόδους, αισθάνεται και σήμερον βαρύ το χρέος αυτής έναντι της πανορθοδόξου ενότητος. Αλλ᾿ ευτυχώς εις τούτο δεν είναι μόνη. Καί αι λοιπαί αυτοκέφαλοι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι απέδειξαν προ πεντηκονταετίας και πλέον ότι επιθυμούν σύγκλησιν Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Εκκλησίας ημών.
Ήδη επέστη ο καιρός, και «οι καροί ου μενετοί». Το τέλειον της προπαρασκευής δεν έχει τέλος. Ας αρκεσθώμεν εις τα άχρι τούδε συμπεφωνημένα. Ας λύσωμεν άνευ χρονοτριβής εν αγάπη και κατά τους Ιερούς Κανόνας όσας τυχόν διαφοράς εισέτι έχομεν εις τας μεταξύ ημών σχέσεις. Ας «αγαπήσωμεν αλλήλους, ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν» τον ένα εν τριάδι Θεόν και τον υπέρ πάντων ανεξαιρέτως παθόντα και αναστάντα Κύριον εις ένα κόσμον, ο οποίος έχει τόσην ανάγκην του κηρύγματος της αγάπης του Θεού. Ας χωρήσωμεν εις την σύγκλησιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου το ταχύτερον δυνατόν, και ας αφήσωμεν τον Παράκλητον να ομιλήση, επαφιέμενοι εις την πνοήν Του.
Ταύτα, πεφιλημένοι εν Κυρίω Αδελφοί, από αδελφικής καρδίας επί τη ενάρξει των εργασιών της Συνάξεως ημών.
“Τω δε δυναμένω υπέρ πάντα ποιήσαι υπερεκπερισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν, κατά την δύναμιν την ενεργουμένην εν ημίν, αυτώ η δόξα εν τη Εκκλησία εν Χριστώ Ιησού εις πάσας τας γενεάς του αιώνος των αιώνων. Αμήν” (Εφεσ. 3, 20-21).