Γράφει ο Παντελής Πάσχος
Περάσαμε πιά τό πέλαγος τής νηστείας τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Καί τώρα στεκόμαστε μπροστά στή θύρα τής Μεγάλης Εβδομάδος, οπού ονομάζεται Μεγάλη όχι γιατί είναι μεγαλύτερη, ή έχει περισσότερες μέρες, αλλά «επειδή μεγάλα ημίν γέγονεν εν αυτή παρά τού Δεσπότου κατορθώματα. Καί γάρ εν αυτή τή εβδομάδι τή Μεγάλη, όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, η χρονία τού διαβόλου κατελύθη τυραννίς• ο θάνατος εσβέσθη• ο ισχυρός εδέθη• τά σκεύη αυτού διηρπάγη• αμαρτία ανηρέθη• η κατάρα κατελύθη… ο Παράδεισος ανεώχθη• ο Ουρανός βάσιμος γέγονεν• άνθρωποι αγγέλοις ανεμίγησαν• τό μεσότοιχον τού φραγμού ήρθη• τό θριγγίον περιηρέθη• ο τής ειρήνης Θεός ειρηνοποίησε τά άνω καί τά επί τής γής• διά τούτο Μεγάλη καλείται Εβδομάς».
Όντως φοβερά αυτής τής εβδομάδος τά Μυστήρια! Όλη η ποίηση τού Χριστιανισμού καί όλη η δόξα τής Ορθοδοξίας, από αυτή τήν εβδομάδα πηγάζουν. Απ’ τόν καιρό πού, μαθητούδια ακόμη, παίρναμε απ’ τό ζεστό χέρι τής μάνας μας τή σύνοψη καί τό κερί, πού καθώς ήταν αγνό μοσκοβολούσε σάν λιβάνι όταν έκαιγε, καί πηγαίναμε στίς ακολουθίες τού Νυμφίου, ή στίς Μεγάλες Ώρες τών Παθών, τής Μεγ. Πέμπτης καί τής Μεγ. Παρασκευής, όπου κλαίγαμε από καρδιάς μπρός στόν Εσταυρωμένο, καθώς αποθέταμε μέ τρέμοντα δάχτυλα τά παρθενικά αγριολούλουδα, πού μέ μίαν ολόζεστη λαχτάρα τρέχαμε νά μάσουμε στούς κήπους καί στά χωράφια• απ’ τά μικρά μας εκείνα χρόνια, πού προσμέναμε νά ‘ρθει η εβδομάδα τών Παθών, γιά νά δεχτούμε ύστερα καί τήν Ανάσταση, μέχρι τά γηρατειά μας τά βαθιά, αυτή η Εβδομάδα είναι πού μάς κρατάει συντροφιά μέ τόν πόνο της, μέ τά δάκρυά της, μέ τή λύπη της, αλλά καί μέ τή χαρά καί τήν ευφροσύνη τής Αναστάσεως, πού ακολουθεί.
Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη φιλοσοφία τής ζωής, πού η αγία Εκκλησία μας τήν δίνει μέ τόν πιό ωραίο, απλό καί κατανυκτικό τρόπο στή Μεγάλη Εβδομάδα. Καί είναι αλήθεια, ότι αυτή η φιλοσοφία, πού δέν είναι άλλη από τήν υψηλή θεολογία τού Σταυρού, δέν θά μπορέσει ποτέ κανείς νά τήν αφομοιώσει καί νά τήν κατανοήσει έξω από τόν εκκλησιαστικό περίβολο, έξω από τή λειτουργική ζωή τής Εκκλησίας.
Έξω από τήν Εκκλησία, ο Σταυρός ή η Μεγάλη Εβδομάδα γίνεται λογοτεχνία, γίνεται θέατρο ή κινηματογράφος, γίνεται στοχαστική διάλεξη ή δημοσιογραφικό άρθρο, γίνεται ευκαιρία γιά νά δοκιμάσει κανείς τίς ικανότητές του μ’ έναν τρόπο – οποιοδήποτε – επάνω σ’ ένα σοβαρό θέμα. Καί μόνο μέσα από τίς ιερές Ακολουθίες καί τή λειτουργική ζωή τής Εκκλησίας μας, μπορεί ο άνθρωπος νά φτάσει στήν κορφή τής πνευματικής φιλοσοφίας καί στή δόξα τής Αναστάσεως, ανεβαίνοντας τόν ανηφορικό δρόμο τού Γολγοθά καί περνώντας πνευματικά μέσα από τήν αγωνία τής Σταυρώσεως.
O ορθόδοξος χριστιανός, όλη τήν Εβδομάδα έχει ένα μεγάλο δρόμο νά οδοιπορήσει. Μεγάλο, όχι μέ τίς εξωτερικές, αλλά μέ τίς εσωτερικές διαστάσεις. Ένα δρόμο, πού περπάτησε ο ίδιος ο Χριστός. Ναί, κι άς μή φανεί σέ κανέναν αυτό τό πράγμα παράδοξο. Άν δέν «συμπορευθώμεν αυτώ καί συσταυρωθώμεν», δέν θά μπορέσουμε ούτε τή Μεγαλοβδομάδα νά νιώσουμε, ούτε καί στήν Ανάσταση νά φτάσουμε μαζί του. Σ’ αυτό τό δρόμο, πού βρίσκεται πάντα κάτω απ’ τή σκιά τού Σταυρού, καί αντικρύζει στό βάθος τό φωτεινό λόφο τής Αναστάσεως, οι άγιοι Πατέρες έβαλαν μερικά σημάδια σάν ορόσημα, πού μάς βοηθούν κι αυτά μ’ έναν ειδικό τό καθένα τρόπο, γιά νά πετύχουμε τό σκοπό μας.
Τή Μεγάλη Δευτέρα, μετά τό Κοντάκιο καί τόν Οίκο τής ημέρας, θ’ ακούσουμε μαζί μέ τό σύντομο συναξάρι, αυτό τό υπόμνημα: «τή Αγία καί Μεγάλη Δευτέρα, μνείαν ποιούμεθα τού μακαρίου Ιωσήφ τού παγκάλου καί τής υπό τού Κυρίου καταρασθείσης συκής». Δοξάζεται καί τιμάται ο πάγκαλος Ιωσήφ, γιατί «τής Αιγυπτίας τότε ταίς ηδοναίς μή δουλεύσας», εσκλαβώθηκε μέν κατά τό σώμα, αλλά κατά τήν ψυχή έμεινε αδούλωτος, ο αοίδιμος καί σώφρων, καί έτσι αξιώθηκε νά γίνει κυρίαρχος όλης τής Αιγύπτου. «Ο Θεός γάρ παρέχει τοίς δούλοις αυτού στέφος άφθαρτον». Η κατάρα έπειτα τής άκαρπης συκιάς, μάς λέει ν’ αποφεύγουμε τό πάθος καί νά κάνουμε έργα καί καρπούς πνευματικούς, γιά νά μή μάς εύρη ο Χριστός μέ φύλλα μοναχά σάν έρθει, καί μάς δείξει τή φωτιά, σάν μοίρα αναπόφυγη τών ακάρπων μας δέντρων.
Τή Μεγάλη Τρίτη θ? ακούσουμε: «τής τών δέκα παρθένων παραβολής μνείαν ποιούμεθα», δηλ. τών πέντε φρονίμων καί τών πέντε μωρών παρθένων, μέ τίς διδακτικές λαμπάδες τους. Μάς συμβουλεύει κ’ εδώ μέ ύμνους εξαίσιους η Εκκλησία μας, «νά σπουδάσωμεν νά ανάψωμεν τάς νοητάς λαμπάδας τών ψυχών μας, ως αι φρόνιμοι εκείναι παρθένοι. Διατί; Ίνα μέ τό λαμπρόν φώς τών λαμπάδων μας καί μέ ύμνους πνευματικούς, συναπαντήσωμεν τόν αθάνατον νυμφίον τών ψυχών, δηλαδή τόν Δεσπότην μας Ιησούν Χριστόν, όστις θά έλθει εν τή συντελεία τού κόσμου, διά νά εμβάσει τάς δρονίμους ψυχάς μέσα εις τόν ουράνιον νυμφώνα τής αϊδίου τρυφής τεσ καί βασιλείας».
Τή Μεγάλη Τετάρτη: «τής αλειψάσης τόν Κύριον μύρω πόρνης γυναικός μνείαν ποιείσθαι οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν, ότι πρό τού σωτηρίου Πάθους μικρόν τούτο γέγονεν». Ποιός δέν δακρύζει, όταν σκεφθεί ότι, ενώ όλοι αμαρτάνουμε (καί πολλές φορές βαρύτερα από τήν πόρνη) ωστόσο δέν ακολουθούμε τό παράδειγμά της, γιά νά σβήσουμε μέ δάκρυα μετανοίας τό χειρόγραφο, πού είναι φορτωμένο μέ τό πλήθος τών αμαρτιών μας.
Τή Μεγάλη Πέμπτη «εορτάζομεν τόν Ιερόν Νιπτήρα, τόν Μυστικόν Δείπνον, τήν υπερφυά προσευχήν καί τήν Προδοσίαν». Η κυριαρχούσα μορφή – αιώνιο σύμβολο σκότους συνειδήσεως καί παράδειγμα πρός αποφυγήν – είναι η προδοτική όψη τού Ιούδα.
Τή Μεγάλη Παρασκευή «τά Άγια καί Σωτήρια καί Φρικτά Πάθη τού Κυρίου καί Θεού καί Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού επιτελούμεν».
Καί τό Μέγα Σάββατον «τήν Θεόσωμον Ταφήν καί τήν εις Άδου κάθοδον τού Κυρίου καί Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εορτάζομεν».
Είπαμε, ότι πίσω από τά μαρτύριο καί τό Πάθος τής Σταυρώσεως, ο ορθόδοξος χριστιανός βλέπει πάντοτε τό γλυκό φώς τής Αναστάσεως. Είναι αυτό πού τόν εμποδίζει νά ιδεί τά Πάθη μέσα σ? ένα ζοφερό καί καταλυτικό σκοτάδι. Ο ορθόδοξος – καί ο Έλληνας ιδιαίτερα, πού πέρασε τόσα καί τόσα πάθη μέσα στή μακραίωνη πορεία τής ιστορίας του – είναι ντυμένος μέ τό ζεστό ένδυμα τής χαρμολύπης. Πάσχει καί υποφέρει, αλλά όχι μέ ασυγκράτητο σαρκικό πόνο. Η πνευματική φιλοσοφία τού Σταυρού, αυτές τίς ημέρες ειδικώτερα, πρέπει νά είναι ο επιούσιος άρτος μας, ο άρτος τής ζωής μας. Ιδού πώς βλέπουν μερικοί από τούς αγίους Πατέρας τό Σταυρό καί τό μυστήριο τής Σταυρώσεως.
Ο ακάνθινος στέφανος φανέρωσε ότι ο Κύριος εξάλειψε τήν κατάρα πού έλαβε η γή, νά βλαστάνει αγκάθια καί τριβόλια καί ότι ο Χριστός αφάνισε τίς μέριμνες καί τίς οδύνες τής παρούσης ζωής.
«Εξεδύθη τά ιμάτια καί ενεδύθη τήν πορφύραν, διά νά εκδύσει τούς δερματίνους χιτώνας τής νεκρώσεως, οπού εφόρεσεν ο Αδάμ μετά τήν παράβασιν. Κάλαμον έλαβεν ο Κύριος εις τήν δεξιάν, ως σκήπτρον, διά νά θανατώσει τόν αρχαίον όφιν καί δράκοντα• έλαβε κάλαμον, διά νά σβήσει τό χειρόγραφον τών αμαρτιών μας. Έλαβε τόν κάλαμον διά νά υπογράψει βασιλικώς, μέ τό κόκκινον αίμα του, τό γράμμα τής συγχωρήσεως τών αμαρτιών μας, καθότι καί οι βασιλείς μέ κόκκινον κιννάβαρι υπογράφουσιν».
»Εις τό ξύλον εσταυρώθη, διά τό ξύλον τής γνώσεως. Έλαβε τήν γεύσιν τής χολής καί τού όξους, διά τήν γλυκείαν γεύσιν τού καρπού τού απηγορευμένου. Έλαβε τά καρφία διά νά καρφώσει τήν αμαρτίαν. Άπλωσε τάς χείρας εις τόν Σταυρόν, διά νά ιατρεύσει τό άπλωμα τών χειρών τού Αδάμ καί τής Εύας, οπού εποίησαν εις τό απηγορευμένον ξύλον, καί διά νά ενώσει τά μακράν διεστώτα, αγγέλους καί ανθρώπους, ουράνια καί επίγεια. Έλαβε τόν θάνατον, διά νά θανατώσει τόν θάνατον. Ετάφη, διά νά μή στρεφώμεθα πλέον ημείς εις τήν γήν, ως τό πρότερον…».
»Εσκοτίσθησαν οι φωστήρες, διά νά φανερώσουν ότι πενθούσι τόν Σταυρωθέντα. Αι πέτραι εσχίσθησαν, διότι έπασχεν η πέτρα τής ζωής. Εις τό ύψος τού Σταυρού ανέβη, διά τό πτώμα οπού έπαθεν ο Αδάμ. Καί τελευταίον ανέστη, διά τήν ιδικήν μας ανάστασιν!».
Ώ! Ευτυχισμένοι καί τρισμακάριοι, όσοι μπορέσουν ν’ αφήσουν τίς βιοτικές τους μέριμνες αυτές τίς μέρες, κι αρχίσουν από τώρα, από αυτή τήν ώρα κιόλας, τήν ευλογημένη πορεία δίπλα στόν πορευόμενο πρός τό Πάθος Χριστό! «Δεύτε ούν καί ημείς, συμπορευθώμεν αυτώ καί συσταυρωθώμεν, καί νεκρωθώμεν δι? αυτόν, ταίς τού βίου ηδοναίς», «ίνα μή μείνωμεν έξω τού νυμφώνος Χριστού».