Σεβασμιώτατε[*] δέσποτα, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί και συλλειτουργοί, ευχαριστώ πολύ που με καλέσατε για να σας ομιλήσω. Δεν έρχομαι εν σοφία λόγων, ούτε ως επιστήμων θεολόγος, ούτε για να τριχάσω την τρίχα.
Είμαι ένας καλογερόπαπας και απευθύνομαι σε παπάδες, με την παλαιά έννοια του όρου «παπάς», κι όχι με την μειωτική που μας αποδίδουν σήμερα με την λέξι «παπαδαριό». «Παπάς» είναι λέξις τιμητική και είναι χαϊδευτικό της λέξεως «πατήρ», και μετάφρασις της αραμαϊκής λέξεως «αββάς». Και η λέξις «παπάς» ή «παπίας» δεν είναι μακρυά ετυμολογικώς από την λέξι «πάπας» που τόσον έχει παρεξηγηθή εξ αιτίας της χρήσεώς της από τον επίσκοπο Ρώμης.
Τονίζω ότι ιερομόναχοι και έγγαμοι πρεσβύτεροι είμεθα ένα· άνευ διακρίσεως «αγιότητος». Είμαι παπάς, είσθε παπάδες. Είμαι πρεσβύτερος, είσθε πρεσβύτεροι.
Δεν υπάρχει στην Εκκλησία του Χριστού διάκρισις μεταξύ έγγαμου και άγαμου κλήρου. Όπου υπάρχει διάκρισις, εκεί υπάρχει αίρεσις. Διότι μια φορά, θυμάμαι, κάποιοι αρχιερείς οι οποίοι προέρχονταν από οργανώσεις είχαν επισκεφθεί το Μοναστήρι που ήμουν καλόγηρος. Και λέγει τότε ο οικείος επίσκοπος, μακαριστός πλέον τώρα, πως την επομένη ημέρα θα ετελείτο μια «παρθενική Λειτουργία». Του λέγω:
-Τι εννοείτε; Μου απαντά:
-Θα λειτουργήσουμε μόνον εμείς οι άγαμοι.
-Συγγνώμη, μα εγώ δεν θα λειτουργήσω, δεν θα έρθω.
-Γιατί; ερωτά. Και του απαντώ:
-Πρώτον, διότι αυτό είναι εγκρατιτική αίρεσις, δεύτερον διότι οι Κανόνες της Εκκλησίας απαγορεύουν την διάκρισι μεταξύ άγαμου και έγγαμου επί ποινή αφορισμού, και τρίτον διότι εγώ δεν είμαι παρθένος.
Εκεί τινάχτηκε! Λέει:
—Τί εννοείς;
—Εννοώ πως αν ο Μέγας Βασίλειος λέγει ότι «Και γυναίκα ού γινώσκω και παρθένος ούκ ειμί», εγώ δεν μπορώ να ισχυρισθώ πως είμαι παρθένος. Εξάλλου η Εκκλησία του Χριστού, εκ των ανδρών μόνον ένα ονόμασε Παρθένο? τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και Ευαγγελιστή. Οι υπόλοιποι είμαστε καθ’ υπόνοιαν «παρθένοι».
Γι’ αυτό λοιπόν, αγαπητοί μου, αισθάνομαι πολλήν την οικειότητα ανάμεσά σας. Άλλωστε να ξέρετε πως οι καλύτεροί μου φίλοι είναι οι έγγαμοι κληρικοί. Και χαίρω ιδιαιτέρως όταν έρχονται στο Μοναστήρι μας και λειτουργούν. Διότι δεν είναι σωστό κάποιοι αρχιμανδρίτες των 20 και 25 χρόνων να περιφρονούν κληρικούς έγγαμους 80 – 85 χρόνων.
Αλλά «περί την νύσσαν τον πώλον κεντώ» για να θυμηθώ το άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο
Ο νους μου πετά προς την Κωνσταντινούπολι την αγαπημένη. Εκεί θέλω να μεταφέρω και την αγάπη σας. Δεν θα σας μιλήσω για τους ναούς της, ούτε για τ’ αγιάσματά της, ούτε για τα κάστρα της. Δεν θα σας μιλήσω ούτε για τον Πατριάρχη και την Πατριαρχική αυλή. Γι’ αυτά μιλούν πολλοί και έχουν γράψει πολλά και γράφουν εισέτι.
Θα σας απασχολήσω με κάτι που κανείς μέχρι τώρα δεν καταπιάστηκε. Θα σας μιλήσω για συναδέλφους. Για τους δικούς σας ανθρώπους. Για τους παπάδες της Πόλης. Γι’ αυτούς τους ήρωες για τους οποίους κανείς δεν ομιλεί, κανείς δεν γράφει. Θα σας μιλήσω για όσα έχω ακούσει, για όσα έχω δή, για όσα οι ίδιοι μου έχουν διηγηθή. Ιερείς με οικογένειες, σε μακρυνές ξεχασμένες ενορίες, χωρίς ενορίτες, σ’ ένα περιβάλλον εχθρικό. Ιστορίες άγνωστες, άλλες συγκινητικές, άλλες ηρωικές, αλλά όλες ενδιαφέρουσες. Φυσικά θα αναφερθώ ενδεικτικά, σε πολύ λίγα, διότι δεν θα ήτο δυνατόν να αναφέρω στην αγάπη σας όλα όσα γνωρίζω.
Για να κάνουμε και μια σύγκρισι μεταξύ αυτών και ημών. Διότι παραπονούμεθα πολλάκις αλλά χωρίς λόγο και αιτία.
Ζούν οι ταπεινοί λευίτες της Κωνσταντινουπόλεως σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Δεν γνωρίζουν από που και από ποιόν θα έρθη η βρισιά, η πέτρα, το φτύσιμο. Λίγο να διαταραχθούν οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, αυτοί πληρώνουν τα σπασμένα.
Επίσης γνωρίζουν ότι εκεί είναι μόνιμοι. Κάθε φυγή προς τα εδώ ή το εξωτερικό σημαίνει καθαίρεσις. Και όμως μένουν εκεί από του χρέους μη κινούντες. Ωσάν τον στρατιώτη μιας πύλης στην Πομπηΐα. Η λάβα του Βεζούβιου ήρθε και τον εκάλυψε, μα εκείνος έμεινε ακίνητος φρουρός μιάς διαταγής· να μη εγκατάλειψη την πύλη. Και στις ανασκαφές βρέθηκε πετρωμένος απ’ την λάβα με το δόρυ στο χέρι, στην πύλη.
Ο εφημέριος της Παναγίας στο Πέραν μου έλεγε πριν μερικά χρόνια: «Είμαι εδώ εφημέριος επί 54 χρόνια». Αν ζη πρέπει να έχη ξεπεράση τα 60 χρόνια ιερατικής διακονίας. Και είδε δόξες να περνούν και να χάνονται…
Εμείς πολλές φορές έχουμε σαν όνειρο την συνταξιοδότησι. Να πάρουμε σύνταξι να γλυτώσουμε από τριμηνίες, προϋπολογισμούς και απολογισμούς. Γνώρισα τον πατέρα Φιλόθεο στην ηλικία των 92 ετών. Ήτο εφημέριος στον Άγιο Γεώργιο Εδίρνε Καπού (στην Πύλη της Αδριανουπόλεως). Ενορίτες; Αυτός, η παπαδιά του και μία κόρη, αν δεν απατώμαι. Ψάλαμε μαζύ σε μια Προηγιασμένη στο Αγίασμα των Βλαχερνών. Εθαύμασα την αντοχή του στο ψάλσιμο, παρ’ όλη την προχωρημένη ηλικία του. Μετά την απόλυσι, τον ερώτησα:
-Είσθε συνταξιούχος; Μου απήντησε:
Εμείς εδώ δεν γνωρίζουμε τι έστι σύνταξις· πεθαίνουμε στο Θυσιαστήριο!
Μετά τρία έτη έμαθα ότι εκοιμήθη. Όμως εκοιμήθη ως λειτουργός. Στο Θυσιαστήριο, από του χρέους μη κινών.
Ύστερα από το διάταγμα του Κεμάλ το 1934 η ρασοφορία εκτός του ναού απαγορεύεται. Οπότε οι ιερείς κυκλοφορούν με πολιτικά και εισερχόμενοι εις τον ναόν φορούν ράσο και καλυμαύχι. Διευκρινίζω πως η ρασοφορία έκτοτε απαγορεύθηκε για τους τούρκους υπηκόους και μόνον, κι όχι δι’ όσους απλώς επισκέπτονται την Τουρκία (εξ Ελλάδος φερ’ ειπείν ή όπου αλλού). Ενθυμούμαι, λοιπόν, τον μακαριστόν π. Μελέτιο Σακκουλίδη, τον Μεγάλον Οικονόμον. Ήτο εφημέριος σε 11 ναούς της περιφερείας Υψωμαθείων. Έζησε τα δραματικά γεγονότα του ’55 στους Αγίους Θεοδώρους Βλάγκας. Αυτός ποτέ δεν εκάθισε σε ώρα ακολουθίας η Θείας Λειτουργίας. Μέχρι τέλους. Και εντύπωσι μου είχε κάνει μεγάλη διότι δεν έκρυβε ποτέ την ιερωσύνη του. Και γένεια έτρεφε και κόμη διατηρούσε. Μάλιστα δε ο μακάριος εκείνος στο αριστερό πέτο του σακακιού του είχε πάντοτε καρφιτσωμένο ένα χρυσό σταυρό. Και πάντα έτσι κυκλοφορούσε εν μέσω αλλογενών και αλλοθρήσκων· με τον σταυρό να λάμπει.
Αυτό το διάταγμα του Κεμάλ, έφερε σε πολύ δύσκολι θέσι τους εφημέριους τότε, αλλά και τους πιστούς. Έχει καταγραφεί ότι ο Πατριάρχης Φώτιος ο Β’ (επί του οποίου βγήκε το διάταγμα) ουδέποτε εξήλθε του Πατριαρχείου, αρνούμενος και μη ανεχόμενος να συνοδεύεται από παντελονοφόρους κληρικούς.
Ο μακαριστός π. Γεώργιος Οκουμούσης εφημέριος στην Ίμβρο (εκοιμήθη πέρυσι) μου εδιηγείτο τα εξής: «Ο πατέρας μου ήταν παπάς. Όταν ήλθε ειδοποίησις από το Πατριαρχείο να βγάλουν οι ιερείς τα ράσα, να περιορίσουν κατά το δυνατόν την γενειάδα και να κόψουν την κοτσίδα (για να μη δίδουν στόχο, διότι τα πράγματα τότε ήσαν πολύ άγρια και επικίνδυνα) έπεσε θρήνος στο σπίτι μας. Ο πατέρας μου ήταν ιερεύς στους Αγ. Θεοδώρους και έπρεπε να συμμορφωθή. Με κλάμματα η μητέρα μου παπαδιά πήρε το ψαλίδι, έκοψε την κοτσίδα και την τοποθέτησε σ’ ένα κουτί. Την έβαλε κάτω άπ’ τα εικονίσματα, και όταν ο πατέρας μου εκοιμήθη, το μόνο κτέρισμα που τον συνώδευσε στον τάφο ήσαν τα μαλλιά του, η κοτσίδα του»…
Είπα και προηγουμένως· οι κίνδυνοι ελλοχεύουν πάντοτε. Οι ιερείς είναι στο στόχαστρο. Ας κυκλοφορούν με πολιτικά, τους διακρίνουν αμέσως. Ακόμα, θυμηθείτε, αγνοείται η τύχη του πτώματος του Ηγουμένου του Μπαλουκλή Χρύσανθου. Κάποιο πηγάδι κρατάει το μυστικό του βασανισμού του… Ο τέως Μέγας Εκκλησιάρχης π. Σεραφείμ όταν ήτο διάκονος, λειτουργούσε σε κάποιο ναό της περιφερείας του Βοσπόρου. Θες από άγνοια του κινδύνου, θες από αφέλεια φόρεσε γαλάζια διακονική στολή. Ήταν η εποχή μετά τα Σεπτεμβριανά. Ξαφνικά εισβάλλουν στον ναό τραμπούκοι εγκάθετοι και απήτησαν με κραυγές, βρίζοντας και απειλώντας, να βγάλη τα άμφια που θύμιζαν Ελλάδα…
Μου έλεγεν ο μακαρίτης παπα-Νεόφυτος εφημέριος στο Μπαλουκλή: «Κάποιος Χριστιανός με χάρισε ένα ρολόι χειρός που είχε στο κέντρο την Παναγία. Το φόρεσα και μπήκα στο λεωφορείο για να πάω στο σπίτι μου στα Ταταύλα. Το λεωφορείο γεμάτο ήταν, θέσεις δεν είχε, και στεκόμουν όρθιος. Πιάστηκα από την χειρολαβή να μη πέσω, τραβήχτηκε το μανίκι καί φάνηκε το ρολόϊ. Σαν κοράκια, σαν όρνια έπεσαν επάνω μου να με γδάρουν. Είδα κι έλαβα να γλυτώσω από τα χέρια τους. Και από τότε το έχω στην τσέπη του σακακιού μου». Εκείνο, αδελφοί μου, που είναι πολλές φορές ανυπόφορο για τους ιερείς της Πόλεως είναι η μοναξιά. Χωρίς οικογένεια, χωρίς ενορίτες.
Περιμένω μια φορά στον διάδρομο έξω από το Πατριαρχικό Γραφείο να με δεχθή ο Πατριάρχης. Δίπλα μου κάθεται ένας ηλικιωμένος ιερεύς. Περιμένει να δη κι αυτός τον Πατριάρχη. Πιάνουμε κουβέντα. «Είμαι Ίμβριος και εφημερεύω στον Άγιο Φωκά στο Ορτάκιοϊ (Μεσοχώρι). Έχω 15 ενορίτες, απ’ τους οποίους οι μισοί είναι κατάκοιτοι. Δύο θυγατέρες έχω, αλλά στην Αθήνα μένουν. Εδώ πιά μόνος μένω. Έχασα την παπαδιά μου εδώ και δέκα επτά χρόνια. Μόλις πέθανε η παπαδιά μου σκέφθηκα να φύγω. Πως να έμενα πιά μόνος μου, με προβλήματα υγείας… Την ώρα που της έριχνα λίγο χώμα στον τάφο της, πάτερ μου, σαν να άκουσα την φωνή της: -Παπά μου, τόσα χρόνια σε υπηρετούσα πιστά, και τώρα φεύγεις και με αφήνεις μόνη; Ποιος θα μου ανάβη το καντήλι στον τάφο; Κι έτσι, πάτερ, αποφάσισα κι έμεινα μόνος μου δέκα επτά χρόνια, σ’ ένα κελλάκι του ναού, στο οποίο γυναίκα δεν πάτησε? μόνος μου τακτοποιούμαι και συντηρούμαι. Όμως έχει πολλά σκαλιά και δεν μπορώ πιά ν’ ανεβοκατεβαίνω. Δεν με βαστούν τα πόδια μου. Έχω και πολλές αρρώστιες… Γι’ αυτό ήλθα στον Πατριάρχη να με αφήση να φύγω, να πάω στις κόρες μου»…
Μπαίνει πρώτος στον Πατριάρχη. Εγώ δεύτερος. Μου λέγει ο Πατριάρχης: «Τον λυπούμαι, έχει πολλές αρρώστιες, είναι ηλικιωμένος, αλλά εάν φύγει θα κλείση ο Άγιος Φωκάς». Απαντώ: «Παναγιώτατε, ολοι έχουμε αρρώστιες. Άλλος λίγες, άλλος πολλές. Αλλά ο πατήρ έχει μια αρρώστια ανίατη? την μοναξιά!»…
Μετά από δύο χρόνια εκοιμήθη. Ένας νέος κληρικός εύελπις τον διεδέχθη και λειτουργεί τώρα στον Άγιο Φωκά στο Μεσοχώρι.
Κουβεντιάζω, πριν από χρόνια, με τον τότε εφημέριο της Παναγίας Χαντζεριώτισσας, τον μακαρίτη επίσης π. Γεώργιο. Ενορίται; Ουδείς. Μόνον οι νεωκόροι και αυτοί αραβόφωνοι. Χήρος με μια κόρη με ειδικές ανάγκες. Μου αφηγείται: «Ήλθε, πάτερ, η ημέρα της Πεντηκοστής. Χτύπησα την καμπάνα γιατί έπρεπε να την χτυπήσω· διότι αν δεν την χτυπήσω θεωρείται η εκκλησία έρημη, mazbut, και καταλαμβάνεται από την Γενική Διεύθυνση Βακουφιών. Διάβασα όσα διάβασα, μόνος κι έρημος. Έφθασα στις ευχές της γονυκλισίας. Γονάτισα. Κουτσά – στραβά τις διάβασα. Πήγα να σηκωθώ. Αδύνατον! Τα γόνατά μου δεν με ακολουθούσαν! Σύρθηκα σαν χελώνα μέσα στο ιερό. Βρήκα μια καρέκλα. Πιάστηκα και επιτέλους σηκώθηκα»…
Με μια συντροφιά πήγα προσκυνητής στον ναό του Ευαγγελισμού στο Βαφεοχώριον ή στους Ταξιάρχες Μεγάλου Ρεύματος, δεν ενθυμούμαι καλώς. Μεγάλη χαρά είχε ο εφημέριος που μας είδε. «Ελάτε να σας βλέπουμε! Να ακούμε ελληνικά! Δεν θέλουμε τίποτε. Μόνο λίγο λιβάνι, δυο καθαρές λαμπάδες, ένα πρόσφορο!».
Όμως υπάρχουν στην Πόλι και πολλοί τούρκοι, ίσως οι πλείστοι, που είναι άνθρωποι ταπεινοί, ευλαβείς. Και πολλές φορές ωφελείσαι απ’ αυτούς.
Όταν ο νύν Μητροπολίτης Καλλιουπόλεως και Μαδύτου Στέφανος ήτο Αρχιδιάκονος, μπήκε σ’ ένα ταξί για να πάη στους γονείς του, στα Ταταύλα. Κυκλοφορούσε, φυσικά, με τα πολιτικά. Ο ταξιτζής τον κοιτάζει από το καθρεφτάκι και τον ρωτάει, στα τούρκικα βεβαίως:
—Παπάς είσθε;
—Ναι, άπαντα απορημένος (που τον κατάλαβε) ο Αρχιδιάκονος. Ο ταξιτζής κουνώντας το κεφάλι του συνεχίζει:
Εσείς έχετε πολύ δύσκολη δουλειά.
—Εσείς ίσως δυσκολότερη, που όλη μέρα είσθε στο τιμόνι, στους δρόμους.
—Όχι, παπάζ εφέντη, η δική σας δουλειά είναι πιο δύσκολη. Εγώ αν κάνω καμμιά ζημιά θα πληρώσω στο συνεργείο ή στην τροχαία, κι αν κάνω κάτι σοβαρότερο ίσως μπώ και φυλακή. Εσείς, όμως, αν δεν κάνετε όπως πρέπει τα καθήκοντα σας, θα έχετε να κάνετε με τον Αλλάχ! Έκπληξις!
Άλλη περίπτωσις. Στην Αντιγόνη ήταν ένας εφημέριος με πέντε παιδιά. Τα ‘μπλεξε με μιάν Αρμένισσα και παρατάει την οικογένειά του. Το μαθαίνει ο χότζας του νησιού, τον πλησιάζει και τον νουθετεί: «Μεγάλη αμαρτία κάνεις, παπάζ εφέντη! Είσαι ιερεύς. Αυτό είναι μεγάλη υπόθεσις! Έχεις ευθύνη στον Θεό και στο Γένος σου. Τίποτε δεν σας λείπει. Ξέρουμε ότι το Πατριαρχείο σας φροντίζει. Ξανασκέψου το! Ντροπή, γιατί το κάνης αυτό;». Δυστυχώς ο ταλαίπωρος δεν τον άκουσε και καθηρέθη. Το παράδοξον και λυπηρόν του πράγματος είναι ότι αυτός τώρα κάνει τον ξεναγό στην Πόλι, ακόμα και μέσα στο Πατριαρχείο!
Γνωρίζω, όμως, και μια εντελώς αντίθετη ιστορία. Την έζησα προσωπικώς. Μια ιστορία μεγάλης μετανοίας. Φυσικά, δεν θα αναφερθώ σε ονόματα ή ναούς.
Βρίσκομαι σ’ ένα πανηγυρίζοντα ιερό ναό κάπου στην Πόλι. Μέσα στο ιερό βήμα βλέπω ένα (για νεωκόρος μου φάνηκε) που εγνώριζε τα πάντα από τάξη. Άριστος στην διακονία του. Στο τέλος, με την απόλυσι, τον πλησιάζω και τον συγχαίρω:
—Μπράβο! Είσαι ο καλύτερος νεωκόρος που έχω συναντήση!
Αμέσως αυτός άρχισε να κλαίη!
—Μήπως σε προσέβαλα, ζητώ συγγνώμη, του λέγω.
—Όχι, πάτερ. Αλλά δεν είμαι νεωκόρος. Είμαι καθηρημένος διάκονος, και μένω στην Ελλάδα χρόνια τώρα, δουλεύοντας ως καθηγητής.
Συζητήσαμε επ’ αρκετόν. Κατάλαβα ότι δεν υπήρχαν ηθικοί λόγοι. Μόνον λόγοι ανυπακοής.
—Άκου, του λέγω, αν διετηρήθης καθαρός, πήγαινε στον Πατριάρχη. Βάλε μετάνοια. Ζήτησε συγγνώμη. Αυτός θα σε δεχθή και θα σε επαναφέρη.
Είπαμε κι άλλα πολλά. Σκορπίσαμε. Μετά από 2-3 χρόνια βρέθηκα πάλι στην Πόλι σε κάποιον άλλο ναό. Διακονούσε ένας διάκονος. Δεν μου πήγε στο νού τίποτε. Μετά την απόλυσι με πλησιάζει, με αγκαλιάζει, με φιλάει, δακρύζει.
—Δεν με θυμάσαι; Είμαι ο τάδε, κι όλα έγιναν όπως μου είπες!
Τώρα πλέον ως ιερεύς άμισθος υπηρετεί με ζήλο πολύ σε εκκλησία της Πόλης! Καλή του ώρα!
Έχω δε διαπιστώσει ότι καλοί εφημέριοι διεμβολίζουν τους αλλόθρησκους και πολλάκις οι σχέσεις τους είναι φιλικές· εξαιρούνται βεβαίως οι γκρίζοι λύκοι.
Στα Σεπτεμβριανά όλες οι εκκλησίες της Πόλεως και των ομόρων Μητροπόλεων υπέστησαν δηώσεις, καταστροφές και ιεροσυλίες αφάνταστες. Μια, όμως, εγλύτωσε. Ποιά; Οι Άγιοι Απόστολοι στο Φερίκιοϊ.
Το τι θα συνέβαινε εκείνη την φοβερή αποφράδα νύχτα, στους λεγάμενους (στους τούρκους δηλαδή) ήταν γνωστό από ημερών πολλών. Έγινε θέμα συζητήσεως στους θαμώνες του απέναντι του ιερού ναού καφενείου. Ψιλοκουβεντιάζουν οι τούρκοι μεταξύ τους. Άλλοι υπέρ, άλλοι κατά. Κάποιος επεμβαίνει.
—Πρέπει να προστατέψουμε την ρωμαίϊκη εκκλησία, διότι σ’ αυτήν, το ξέρετε όλοι, είναι ένας παπάς που μας βοηθάει στις ανάγκες μας, στις αρρώστιες μας, στην ανέχειά μας.
—Πάψε, ρε! Παραμύθια! λένε οι φωνασκούντες αντιτιθέμενοι.
—Θα σας το αποδείξω! Αμέσως κιόλας. Δεν έχω ούτε μια λίρα πάνω μου, ψάξτε με! Θα πάω στο σπίτι του παπά και θα σας φέρω 500 λίρες!
Πάει, λοιπόν, και χτυπάει την πόρτα. Ζητάει τα χρήματα παρακαλώντας, λέγοντας πως έχει μεγάλη ανάγκη, άρρωστη γυναίκα και άλλα τέτοια. Ο παπάς απαντά:
—Βρε παιδί μου, δεν έχω τόσα χρήματα πάνω μου, και μάλιστα τέτοια ώρα. Θα ζητήσω και από τις αδελφές μου, όμως. Περίμενε!
Συγκεντρώνει το ποσόν και του το δίδει. Τότε ο τούρκος τρέχει στο καφενείο και κρατώντας τα χρήματα στα χέρια του ψηλά και δείχνοντας τα φωνάζει στους ομοφύλους του:
—Βλέπετε, όλοι; Αυτός είναι ο παπάς!
Έτσι, λοιπόν, εκείνο το φρικτό βράδυ του 1955, όλοι οι τούρκοι γείτονες περικύκλωσαν την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και όταν άρχισαν να έρχονται οι παρακρατικοί τραμπούκοι και ο μαινόμενος όχλος με ρόπαλα και μαχαίρια, βρήκαν τους ομοθρήσκους τους να προασπίζονται αποφασισμένοι τον ιερό ναό· «θα περάσετε πάνω άπ’ τα πτώματά μας και ύστερα θα πειράξετε τον ναό και τον παπά»!
Το όνομα του εφημερίου; Δημήτριος Παπαδόπουλος. «Άνους» κατά τον Πατριάρχη Αθηναγόρα. Ταπεινός και απέριττος, ευλαβής και αφανής. Ποιος Δημήτριος; Ο κατόπιν Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος! Από τους καλυτέρους Πατριάρχας του 20ού αιώνος!
Ας είναι αυτά τα ολίγα, ταπεινό μνημόσυνο γι’ αυτόν τον υπέροχο Πατριάρχη!
Υπάρχουν, αδελφοί συλλειτουργοί, και άλλα πολλά. Ενθυμούμαι όμως τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο που λέγει ότι ο λόγος δεν πρέπει να γίνεται «αηδής διά τον κόρον» διό και τελειώνω εδώ.
Αυτοί οι πρεσβύτεροι αξίζουν τον θαυμασμό μας. Χωρίς ποίμνιο, χωρίς «τυχερά», χωρίς κρατική ενίσχυσι, χωρίς καμμιά εξουσία (σημειωτέον πως η κρατική εξουσία εκεί δεν αναγνωρίζει καθόλου τους κληρικούς παρά μόνον τους εφοροεπιτρόπους των βακουφιών, οι ιερείς και οι επίσκοποι είναι ως μη υπάρχοντες), γαντζωμένοι σαν τα στρείδια στον βράχο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, χτυπούν καμπάνα και μ’ αυτήν διαλαλούν ότι υπάρχουν, ότι η Ρωμηοσύνη ζη και θα ζη έως ότου έλθη ο Ευλογημένος. Αμήν.
[*] Ομιλία του Γέροντος Δοσιθέου σε Ιερατική Σύναξη των Εφημερίων της Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπύτνης και Σητείας, που πραγματοποιήθηκε στον Ιερό Καθεδρικό Ναό Αγίας Φωτεινής Ιεράπετρας τη Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012.
Πηγή: Διμηνιαία έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπυτνής και Σητείας, «Άγκυρα Ελπίδος», περίοδος Β΄, τ.68, Μάϊος-Ιούνιος 2012